ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ

Κλεψύδρα

Στην βορειοδυτική περίπου γωνία του βράχου της Ακροπόλεως, χαμηλότερα από το επίπεδο των σπηλαίων της Βόρειας Κλιτύος της, στην συμβολή της Οδού Παναθηναίων και του Περιπάτου, σώζονται τα κατάλοιπα μιας εκ των αρχαιοτέρων πηγών της Αθήνας, της ονομαζόμενης Κλεψύδρας. Η χρήση της εκτείνεται από στους προϊστορικούς χρόνους μέχρι και τη νεώτερη εποχή.

Ήδη από την νεολιθική περίοδο ήταν γνωστή μία φλέβα νερού μέσα σε μια κοιλότητα του βράχου, η οποία από νωρίς τράβηξε την προσοχή των Αθηναίων. Αρχικά η άντληση των υδάτων γινόταν υπογείως με μία σειρά από πηγάδια/φρέατα που είχαν ανοιχθεί, ενώ εν συνεχεία μαρτυρείται και λατρεία της νύμφης Εμπεδούς σε αυτό το σημείο, προφανώς λόγω της σχέσης που της απέδιδαν με το νερό και την ίδια την πηγή (γι’ αυτό η Κλεψύδρα καλείτο συχνά και Εμπεδώ). Φαίνεται ότι η πηγή ήταν προσιτή για τους αρχαίους εξωτερικά της Ακροπόλεως. Μερικοί μάλιστα θεωρούν ότι κάποια επίγεια πηγή πρέπει να υπήρχε ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια, στα οποία έγινε και η πρώτη μνημειακή διαμόρφωση όλης της περιοχής (β΄ ήμισυ 13ου αι. π.Χ.). Το ενδιαφέρον για την εκμετάλλευση της πηγής εντάθηκε κυρίως από την υστερομυκηναϊκή περίοδο, οπότε η οχύρωση της Ακρόπολης κατέστησε απαραίτητη την εξασφάλιση της τροφοδοσίας των εντός των τειχών με πόσιμο νερό.

Η συστηματική όμως διαρρύθμιση του χώρου με την κατασκευή κρήνης ξεκίνησε μετά τα Μηδικά, και συγκεκριμένα στα χρόνια του Κίμωνος (470-460 π.Χ.). Το κρηναίο οικοδόμημα αρχικά απετελείτο από μία λεκάνη/δεξαμενή συγκέντρωσης του αντλούμενου ύδατος, έναν χώρο πρόσβασης σχήματος Γ και μπροστά από αυτόν μία μικρή αυλή με είσοδο στη βορειοδυτική γωνία, απ’ όπου γινόταν η κύρια πρόσβαση στην πηγή. Λέγεται μάλιστα ότι το νερό διέτρεχε υπογείως μία απόσταση περίπου 5 χλμ., φθάνοντας σχεδόν έως τις ακτές του Φαλήρου. Για την συλλογή επιπλέον ποσοτήτων νερού υπήρχε και δεξαμενή για την συγκέντρωση των ομβρίων υδάτων, που εξυπηρετούσε τους Αθηναίους σε περιόδους που η πηγή δεν ήταν ανθηρή – όπως μαρτυρεί και το όνομα Κλεψύδρα (= κλέφτης νερού), μάλλον εξαιτίας των συχνών κατολισθήσεων που άλλαζαν την μορφή της κρήνης.

Στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. μια τέτοια κατολίσθηση προκάλεσε μερικές βλάβες στον χώρο άντλησης των υδάτων. Τότε η αυλή επεκτάθηκε προς ανατολάς, περιλαμβάνοντας στα όριά της και την παλαιότερη φάση. Η βορειοδυτική είσοδος αχρηστεύθηκε και στην θέση της χτίστηκε τοίχος, ενώ νέα είσοδος ανοίχτηκε στο μέσο περίπου της βόρειας πλευράς. Έναν περίπου αιώνα αργότερα, μετά τα χρόνια του Παυσανίου και ενδεχομένως έπειτα από την επιδρομή των Ερούλων το 267 μ.Χ. (τέλη γ΄ τετάρτου - δ΄ τέταρτο 2ου αι. μ.Χ.), νέα κατολίσθηση κατέστρεψε ολοσχερώς την κρήνη, γεγονός που επέβαλε την άμεση ανάγκη διαφορετικής διαμόρφωσης του χώρου. Η πρόσβαση γινόταν πλέον αποκλειστικά από καμαροσκέπαστο διάδρομο με είσοδο δίπλα στο μνημείο του Αγρίππα, απ’ όπου κλίμακα αποτελούμενη από 700 περίπου σκαλοπάτια οδηγούσε κατωφερικά πίσω από τον βράχο, στο σημείο άντλησης του νερού, έναν δεύτερο καμαροσκέπαστο χώρο με πηγάδι στο άκρο του.

Στα μέσα του 13ου αι. μ.Χ., όταν οι Φράγκοι οχύρωσαν εκ νέου την Ακρόπολη με το λεγόμενο ‘‘Ριζόκαστρο’’, η Κλεψύδρα δέχθηκε σημαντικές επισκευές. Ως πρόσβαση στην πηγή χρησιμοποιήθηκε και πάλι ο προγενέστερος καμαροσκέπαστος διάδρομος που είχε ως αφετηρία το Βάθρο του Αγρίππα. Τέλος, στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, μετά τα μέσα του 18ου αι. μ.Χ. και πριν το 1771, οχυρωματική κατασκευή, το γνωστό ως ‘‘Τείχος της Υπαπαντής’’ (ονομάσθηκε έτσι από παρακείμενη εκκλησία αφιερωμένη στην Υπαπαντή), χτίστηκε με σκοπό την προστασία της πηγής.

Σχέδιο της μυκηναϊκής κλίμακας και της πηγής στην βόρεια πλευρά της Ακροπόλεως.

Τομή και κάτοψη της Κλεψύδρας και του υπερκείμενου τμήματος του βράχου της Ακροπόλεως.







ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ