ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Ο Μοροζίνι στην Αθήνα

Κορνηλία Χατζηασλάνη
Αρχιτέκτων-Αρχαιολόγος, Προϊσταμένη του Τομέα Ενημέρωσης και Εκπαίδευσης της Υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης

Μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1669, οι τουρκικές βλέψεις στρέφονται προς βορράν. Οι Τούρκοι, αφού καταλαμβάνουν πολλές πόλεις της Πολωνίας και της Ρωσίας, το 1683 πολιορκούν τη Βιέννη. Όμως ο στρατός τους υπό τον Μεγάλο Βεζίρη Καρά Μουσταφά ηττάται στις 12 Σεπτεμβρίου από τον πολωνικό στρατό υπό την αρχηγία του βασιλιά της Πολωνίας Ιωάννου Σομπιέσκυ και του δούκα Καρόλου της Λωρραίνης, ενώ έγινε αισθητή από όλους η ανάγκη της ολοσχερούς εκδιώξεως των Τούρκων από την Ευρώπη.
Ιδρύεται υπό την παπική ευλογία «Ιερά Συμμαχία» της Αυστρίας, της Πολωνίας και της Βενετίας με σκοπό να κατακτηθούν τα ευρωπαϊκά τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αρχίζει ένας πόλεμος των Χριστιανών εναντίον των Μουσουλμάνων. Καταρτίζεται μισθοφορικό σώμα από πολεμιστές πολλών εθνικοτήτων. Αρχηγός ορίζεται ο Φραγκίσκος Μοροζίνι (1619-1694).
Ο Φραγκίσκος Μοροζίνι, το όνομα του οποίου σύμφωνα με πολλούς ερευνητές προέρχεται από το ελληνικό Μαυρογένης, καταγόταν από πολύ γνωστή οικογένεια της Βενετίας. Πρόγονοί του υπήρξαν δόγηδες, ναύαρχοι, αρχιστράτηγοι, Λατίνοι πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως. Νεότατος διακρίνεται για την ανδρεία του και τις στρατιωτικές του αρετές στις μάχες κατά των πειρατών του Αιγαίου και κατά των Τούρκων στον Τουρκοβενετικό πόλεμο.
Το 1654, σε ηλικία μόνον τριάντα έξι ετών, μετά τους διαδοχικούς θανάτους των ναυάρχων Μοτσενίγο και Φοσκαρίνι, ορίζεται αρχιστράτηγος και αρχιναύαρχος της Βενετίας, υπερασπιστής της Κρήτης, αρχηγός του πολέμου κατά των Τούρκων. Ο Τουρκοβενετικός πόλεμος κράτησε μέχρι το 1669. Στις 27 Σεπτεμβρίου, ο Μοροζίνι, μετά από σκληρότατους αγώνες, υπογράφει τη συνθήκη παραδόσεως του Χάνδακος και επιστρέφει στη Βενετία ηττημένος αλλά ήρωας. Κατηγορείται για προδοσία και εισάγεται σε δίκη. Κηρύσσεται αθώος κατά πλειοψηφία. Απογοητευμένος, αποσύρεται οικειοθελώς από τον δημόσιο βίο και ζει σε πλήρη αφάνεια.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1684, με απόφαση της Γερουσίας και του Συμβουλίου των Έξι, ο Φραγκίσκος Μοροζίνι, ηλικίας εξήντα έξι ετών, διορίζεται γενικός αρχηγός όλων των κατά ξηράν και θάλασσα δυνάμεων της Δημοκρατίας, αρχιστράτηγος όλων των πολεμικών επιχειρήσεων κατά της Τουρκίας.
Στις 10 Ιουνίου του 1684 γίνεται δοξολογία στον Άγιο Μάρκο με την παρουσία του δόγη Ιουστινιάνι και ο Μοροζίνι ξεκινάει με όλο τον στόλο της Δημοκρατίας. Το πρώτο έτος του πολέμου οι Βενετοί καταλαμβάνουν την Πρέβεζα και τη Λευκάδα. Εν τω μεταξύ, οι Τούρκοι κάνουν μεγάλες πολεμικές προετοιμασίες. Βλέποντας αυτό, οι Βενετοί στέλνουν προκηρύξεις σε όλη την ιταλική χερσόνησο καθώς και στις γερμανικές χώρες για τη συγκέντρωση εθελοντών μισθοφόρων. Όπως γράφει ο Δημήτρης Καμπούρογλου, «οι Βενετοί είχαν εφεύρει το μυστικόν με το οποίο κατακτάται ο κόσμος. Δεν εσκοτίζοντο και πολύ να έχουν ιδικούς των στρατούς και στρατηγούς· τους ενοικίαζαν». Οι Βενετοί αναλαμβάνουν την υποχρέωση να τους πληρώνουν, να προμηθεύουν όλο το υλικό πολέμου και να φροντίζουν για την επάρκεια της διατροφής τους. Τα μισθοφορικά στρατεύματα τίθενται υπό τη διοίκηση του κόμητος Όθωνος Γουλιέλμου Φον Καίνιξμαρκ (1639-1688).
Ο κόμης Όθων Γουλιέλμος Φον Καίνιξμαρκ γεννήθηκε το 1639 στο Μίντεν της Βεστφαλίας. Εξαιρετικός μαθητής, παίρνει τη μεγαλύτερη διάκριση του πανεπιστημίου της Ιένας. Διαλέγει τη στρατιωτική καριέρα και κατατάσσεται στον στρατό της Σουηδίας. Το 1686, οι Βενετοί του προτείνουν την αρχηγία των μισθοφορικών στρατευμάτων με μισθό 18.000 δουκάτα, του προσφέρουν δε και τη δυνατότητα να έχει μαζί του τη σύζυγό του Κατερίνα Καρλόττα και τη συνοδεία τους. Η κυρία επί των τιμών της κόμισσας, Άννα Άκερχελμ, ιδιαίτερα μορφωμένη για την εποχή της κυρία, μας άφησε το ημερολόγιό της καθώς και γράμματα προς τον αδελφό της στα οποία περιγράφει την εκστρατεία πολύ ζωντανά.
Στις αρχές του 1685, η πολύμορφη και πολύγλωσση στρατιά συγκεντρώνεται στη νησίδα Λίντο της Βενετίας και ξεκινάει για την Ελλάδα.
Με αιφνιδιαστικές επιθέσεις και μεθοδικές πολιορκίες, το ένα με το άλλο τα λιμάνια και τα φρούρια της Πελοποννήσου –Πύλος, Ναυαρίνο, Μεθώνη, Κορώνη, Άργος, Ναύπλιο, Πάτρα, Ρίο, Μυστράς, Κόρινθος– πέφτουν στα χέρια των Βενετών. Έτσι, οι Βενετοί βρίσκονται κυρίαρχοι όλης της Πελοποννήσου πλην της Μονεμβασίας, μιας χώρας δηλαδή δεκαπλάσιας εκτάσεως της δικής τους, ευφορότατης, με λιμάνια που εξασφαλίζουν την ανά το Αιγαίο κυριαρχία του Βενετικού εμπορίου.
Συνιστάται το Βασίλειο του Μωρέως που υπήρξε μέχρι το 1714. Ο Μοροζίνι παίρνει τον τίτλο του ιππότη του Αγίου Μάρκου και του απονέμεται η τιμητική επωνυμία «Πελοποννησιακός». Η ορειχάλκινη προτομή του στήνεται στη μεγάλη αίθουσα του Λογικού παλατιού. Ο μισθός του Καίνιξμαρκ αυξάνεται σε 24.000 δουκάτα τον χρόνο.
Τον Αύγουστο του 1687, τα στρατεύματα βρίσκονται συγκεντρωμένα στην Κόρινθο. Ο Μοροζίνι συνοδευόμενος από τον Καίνιξμαρκ εξετάζει τη δυνατότητα κοπής του Ισθμού, οι μηχανικοί του μάλιστα εκπονούν σχέδιο, όταν όμως συνειδητοποιούν πόσους εργάτες και πόσο χρόνο απαιτεί το έργο εγκαταλείπουν την ιδέα. Καλείται πολεμικό συμβούλιο για να αποφασίσουν αν τα στρατεύματα, μετά από καλή οχύρωση του Ισθμού, θα διαχειμάσουν στην Πελοπόννησο ή αν το υπόλοιπο του καλοκαιριού θα διεξάγουν νέες πολεμικές επιχειρήσεις και προς ποια κατεύθυνση.
Η Κρήτη αποκλείεται επειδή είναι μακριά από την Πελοπόννησο, η Εύβοια θεωρείται επίσης σχετικά μακριά και το φρούριο της Χαλκίδας ως ένα από τα οχυρότερα, ενώ παράλληλα οι Τούρκοι συγκεντρώνουν δυνάμεις στη Στερεά Ελλάδα. Οι σκέψεις τους στρέφονται προς την Αθήνα.
Οι πηγές της εποχής που περιγράφουν την εκστρατεία στην Αθήνα και την ανατίναξη του Παρθενώνα είναι πολύ λίγες και αντιφατικές μεταξύ τους. Η αλληλογραφία του Μοροζίνι, επίσημα πρακτικά και επίσημες ανακοινώσεις της βενετικής Δημοκρατίας που εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες, μαρτυρίες ανθρώπων πολλών εθνικοτήτων γραμμένες σε διαφορετικές γλώσσες, μαρτυρίες ανθρώπων που ήταν παρόντες στην εκστρατεία και άλλων που συγκέντρωσαν το υλικό τους στη Βενετία, χωρίς ποτέ να πάνε στην Αθήνα, δημιουργούν πολλές φορές ασάφειες και δυσκολίες στην έρευνα των γεγονότων.
Τέλη Αυγούστου, φτάνει στο βενετικό στρατόπεδο ένας καπουτσίνος παπάς εξουσιοδοτημένος να διαπραγματευθεί το ποσό που οι Αθηναίοι θα πληρώνουν κάθε χρόνο για να μην γίνει η εκστρατεία. Οι Βενετοί ζητούν 40.000 ρεάλια τον χρόνο. Αρχές Σεπτεμβρίου νέα αντιπροσωπεία των Αθηναίων με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Ιάκωβο έρχεται να διαπραγματευθεί το ποσό. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις συμφωνούν και ο Μοροζίνι τους υπόσχεται ότι δεν θα ενοχληθούν.
Στις 14 Σεπτεμβρίου γίνεται νέο πολεμικό συμβούλιο όπου οι αρχηγοί των στρατευμάτων επιμένουν να γίνει η εκστρατεία στην Αθήνα. Ο Μοροζίνι προβάλλει αντιρρήσεις με επιχειρήματα που αποδεικνύουν τις στρατηγικές του ικανότητες, καθώς όλα όσα είπε επαληθεύθηκαν. Πρώτον, ο χειμώνας πλησιάζει και η κατάληψη του φρουρίου είναι δύσκολη σε μικρό χρονικό διάστημα. Δεύτερον, εφόσον καταληφθεί το φρούριο, τα στρατιωτικά οφέλη της άλωσης είναι αμφίβολα καθώς οι Τούρκοι μπορούν να εισβάλουν στην Πελοπόννησο από τα Μέγαρα και ο επισιτισμός της στρατιάς στην Αθήνα μπορεί να γίνει μόνο από τη θάλασσα που είναι σε απόσταση. Τέλος, εάν αργότερα τουρκικά στρατεύματα επιτεθούν στην Αθήνα, οι Βενετοί θα πρέπει να την εγκαταλείψουν και φυσικά να καταστρέψουν πόλη και φρούριο. Επιπλέον δε, οι Αθηναίοι θα μείνουν στην εκδικητική μανία των Τούρκων, ενώ διαφορετικά θα πλήρωναν τον φόρο. Δυστυχώς όμως, οι υπόλοιποι αρχηγοί δεν πείθονται.
Τότε ακριβώς φθάνει τρίτη αντιπροσωπεία προκρίτων Αθηναίων, η οποία ζητά πλέον την εκστρατεία των Βενετών υποσχόμενη τη συνδρομή τους. Διαβεβαιώνουν τους Βενετούς ότι οι Τούρκοι έχουν τρομοκρατηθεί, ότι το φρούριο της Ακροπόλεως βρίσκεται σε κακή κατάσταση και ότι η άλωση είναι ζήτημα ημερών. Οι σχέσεις μεταξύ Τούρκων και Αθηναίων την εποχή αυτή είναι πολύ κακές και οι φήμες για την εκστρατεία των Βενετών στην Αθήνα έχουν κάνει τους Τούρκους πιο επιθετικούς. Οι Αθηναίοι πίστεψαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να αποτινάξουν τον ζυγό. Με τα νέα δεδομένα, το πολεμικό συμβούλιο αποφασίζει την εκστρατεία εναντίον των Αθηνών.

Θα προσπαθήσω να σας κάνω μια περιγραφή της κατάστασης των Μνημείων της Ακροπόλεως λίγο πριν από την εκστρατεία του Μοροζίνι.
Τον 6ο αι. μ.Χ. περίπου, ο Παρθενών μετατρέπεται σε εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία του Θεού Σοφία. Αργότερα βρίσκουμε την εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία την επιλεγόμενη Αθηνιώτισσα.
Η τροποποίηση του κτηρίου σε χριστιανικό ναό και μάλιστα σε βασιλική έγινε ως εξής: οι δύο αρχικά ανεξάρτητοι μεγάλοι χώροι του σηκού συνδέθηκαν με τρεις θύρες που ανοίχτηκαν στο μεσότοιχο. Ο αρχαίος κυρίως ναός, τρίκλιτος καθώς ήταν, αποτέλεσε τον ναό της χριστιανικής βασιλικής, ενώ το αρχαίο δυτικό διαμέρισμα αποτέλεσε τον νάρθηκά της. Η ανατολική θύρα καταργήθηκε για να γίνει στο μέρος εκείνο το ιερό, σύμφωνα με τον προσανατολισμό των χριστιανικών εκκλησιών, και ως κυρία είσοδος διατηρήθηκε η υπάρχουσα δυτική θύρα του ναού. Στην εκκλησία αυτή έρχεται να προσκυνήσει το 1018 ο Βασίλειος ο Β' μετά τη νίκη του κατά των Βουλγάρων.
Στις αρχές του 13ου αι. μ.Χ. ο ναός, πάντα αφιερωμένος στη λατρεία της Θεοτόκου, συνεχίζει να λειτουργείται αλλά ως καθολική εκκλησία. Το 1380, ο Πέτρος ο Δ' της Αραγωνίας, χωρίς να έχει δει την Ακρόπολη, την περιγράφει σε επίσημο έγγραφο: «Το αναφερόμενο κάστρο είναι το κόσμημα το πλέον σπουδαίον το υπάρχον ανά την Υφήλιον και τοσούτον μάλλον καθόσον άπαντες οι ζώντες Χριστιανοί Βασιλείς δεν θα ηδύναντο εις την κατασκευήν παρομοίου τινός». Το 1458 έρχεται στην Αθήνα και θαυμάζει τα μνημεία της Ακροπόλεως ο Μωάμεθ ο V ο κατακτητής. Τότε ο Παρθενών μετατρέπεται σε τζαμί και υψώνεται ο μιναρές.
Η πρώτη απεικόνιση του Παρθενώνα έγινε από τον Κυριάκο τον Αγκωνίτη γύρω στο 1435, απεικόνιση που αντιγράφεται το 1465 από τον Τζουλιάνο Τζιαμπέρτι, γνωστό ως Σανγκάλλο. Γύρω στο 1640 ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή περιγράφει με θαυμασμό τον ναό. Το 1674 επισκέπτεται την Αθήνα ο Γάλλος πρεσβευτής του Λουδοβίκου του ΙΔ' στην Οθωμανική Πύλη, Μαρκήσιος Ολιέ ντε Νουαντέλ. Ο ζωγράφος του, Ζακ Κάρεϋ, σε δεκαπέντε μόνο ημέρες απεικονίζει συστηματικά και με μεγάλη ακρίβεια τα αετώματα, τη ζωφόρο και τις νότιες μετόπες του Παρθενώνα. Στα πολύτιμα αυτά σχέδια στηρίζονται πολλοί ερευνητές των Παρθενωνίων γλυπτών καθώς μέρος από αυτά θα καταστραφούν οριστικά μετά από δεκατρία χρόνια.
Το 1676, ο Γάλλος γιατρός Ζακόμπ Σπον δημοσιεύει σχέδιο της Αθήνας με την Ακρόπολη, το οποίο είχε σχεδιάσει ο Ιησουίτης παπάς Ζακ Πωλ Μπαμπέν το 1674. Την ίδια χρονιά, ο Ζωρζ Γκυγιέ ντε Σαιν Ζωρζ που δεν έχει ποτέ επισκεφθεί την Ελλάδα δημοσιεύει στο έργο του περιγραφή του ναού και ο Σπον με τον Άγγλο φυσιοδίφη Τζώρτζ Γουήλερ περιηγούνται με τη σειρά τους την Αθήνα και μας δίνουν περιγραφές καθώς και απεικονίσεις των μνημείων της Ακροπόλεως.

Άποψη της Ακροπόλεως και τμήματος της Αθήνας, όπως σχεδιάστηκε από τον Babin και δημοσιεύτηκε από τον Spon (1672-1676)
Στις αρχές του 1687, ο Γάλλος Γκραβιέ ντ’ Ορτιέρ επισκέπτεται την Αθήνα και ο μηχανικός Πλαντιέ σχεδιάζει γι’ αυτόν μια άποψη του Παρθενώνα, την τελευταία πριν την καταστροφή.
Το 1687, ο Παρθενών, μετά τη μετατροπή του πρώτα σε χριστιανική εκκλησία και μετά σε τζαμί, έχει την εξής μορφή σύμφωνα με την περιγραφή του αρχιτέκτονα Μανώλη Κορρέ: Τα μετακιόνια της περιστάσεως έχουν κλειστεί με τοίχο ύψους περίπου πέντε μέτρων. Τα μετακιόνια της δυτικής και πιθανότατα και της ανατολικής προστάσεως ενώθηκαν με όμοιο τοίχο ώστε να σχηματισθεί κλειστός διάδρομος, ίσως ένα είδος υποκατάστατου των αίθριων των κανονικών βασιλικών. Σε ορισμένα από τα μετακιόνια έχουν ανοιχθεί είσοδοι στο κτήριο και στην κρηπίδα της περιστάσεως έχουν λαξευθεί στα σημεία αυτά πρόσθετες βαθμίδες.
Η αρχαία στέγη είχε καταστραφεί τον 3ο αι. μ.Χ. με εμπρησμό και μαζί της σχεδόν ολόκληρο το εσωτερικό του σηκού. Κατά τη μεγάλη επισκευή που ακολούθησε, επειδή τα οικονομικά μέσα ήταν πλέον στενά, η νέα στέγη του ναού, ξύλινη με πήλινες κεραμίδες, περιορίστηκε μόνο στην έκταση του σηκού, ενώ τα πτερά έμειναν για πάντα αστέγαστα. Και δεν είναι μόνον αυτές οι διαφορές της νέας από την αρχική στέγη. Ακολουθώντας νεώτερα πρότυπα, έχει πολύ μεγαλύτερη κλίση. Η υπερύψωση του ανατολικότερου μέρους της επάνω από τον κυρίως ναό, η οποία συνδυάζεται και με την ύπαρξη τριών μεταγενέστερων παραθύρων σε κάθε πλευρά, ίσως οφείλεται σε μια αρκετά μεταγενέστερη μετατροπή της χριστιανικής εκκλησίας. Τα χριστιανικά παράθυρα που ανοίχθηκαν στους μακρούς τοίχους διακόπτουν τη ζωφόρο και έχουν τέτοιο ύψος, ώστε το άνω μέρος τους σχηματίζει μικρά αετώματα πάνω από το επίπεδο της στέγης.
Ο μιναρές του τεμένους είχε υψωθεί στη νοτιοδυτική γωνία του σηκού επάνω στον ισχυρό κορμό ενός παλαιότερου λιθόκτιστου πύργου με ελικοειδή κλίμακα ανόδου στο εσωτερικό. Στο εσωτερικό του σηκού η διώροφη διάταξη των κιόνων έχει αξιοποιηθεί για την κατασκευή υπερώων, μάλλον μόνο πάνω από τα πλευρικά κλίτη. Το δάπεδο στο ανατολικό τμήμα του σηκού είναι ανυψωμένο για να δημιουργηθεί το ιερό. Υπάρχουν ακόμα δύο κίονες από ίασπι καθώς και το κιβώριο, το οποίο είχε τέσσερις κίονες από πορφυρίτη λίθο, με κορινθιακά κιονόκρανα από άσπρο μάρμαρο. Στην αψίδα, το σύνθρονο με ημικυκλική βαθμιδωτή διάταξη υπάρχει ακόμη. Οι Τούρκοι έχουν καλύψει με επίχρισμα το εσωτερικό του τζαμιού ώστε να κρύψουν τις χριστιανικές τοιχογραφίες.
Το Ερέχθειο κατά την Παλαιοχριστιανική εποχή είχε μετατραπεί σε τρίκλιτη βασιλική αφιερωμένη στη λατρεία του Σωτήρος Χριστού. Επί Φραγκοκρατίας φαίνεται ότι αποκτά κοσμική χρήση. Επί Τουρκοκρατίας χρησιμοποιείται ως κατοικία του Αγά και του χαρεμιού του. Δεν αναφέρεται παρά ελάχιστα ή καθόλου από τους περιηγητές της εποχής, φαίνεται δε ότι διατηρούνταν σε καλή κατάσταση. Στο δυτικό του μέρος είχε διαμορφωθεί μεγάλη υπόγεια δεξαμενή. Η κατοικία είχε επεκταθεί και μέσα στο βόρειο προστώο στα μετακιόνια του οποίου είχαν κτισθεί τοίχοι. Ανατολικά του βορείου προστώου κατά μήκος του βορείου τοίχου του κλασικού κτηρίου υπήρχε τριώροφη πτέρυγα της κατοικίας με μονόρριχτη στέγη. Η πρόσταση των Κορών διατηρούνταν ανέπαφη, τοίχοι όμως κάλυπταν τα διαστήματα ανάμεσα στις Καρυάτιδες.
Τα Προπύλαια, από τα τέλη του 3ου αι. μ.Χ., συνδέονται αναπόσπαστα με την οχύρωση της δυτικής πλευράς του βράχου που είναι και η μόνη από στρατηγική άποψη ευάλωτη πλευρά του Κάστρου. Σύμφωνα με την περιγραφή του αρχιτέκτονα Τάσου Τανούλα, τα Προπύλαια στα τέλη του 12ου αι. μ.Χ. έχουν ήδη γίνει κατοικία των ορθοδόξων επισκόπων των Αθηνών και στη συνέχεια μετατρέπονται σε κατοικία των Φράγκων ηγεμόνων. Το παρεκκλήσι που είχε κτισθεί σε επαφή με τον βόρειο τοίχο του κεντρικού κτηρίου στα μεσοβυζαντινά χρόνια, διατηρήθηκε και επί Φραγκοκρατίας.
Επάνω στο κεντρικό κτήριο προστέθηκε όροφος, ο οποίος χρησιμοποιούσε την αρχαία φατνωματική οροφή ως πάτωμα. Στην πινακοθήκη κατασκευάσθηκε οροφή με σταυροθόλια, η οποία χρησίμευε ως πάτωμα του ορόφου που προστέθηκε. Ο όροφος αυτός επεκτεινόταν ανατολικά επάνω από την υστερορωμαϊκή δεξαμενή. Επάνω από τη νότια πτέρυγα κτίσθηκε ο Φράγκικος Πύργος ύψους είκοσι έξι μέτρων. Στα μετακιόνια των δωρικών κιονοστοιχιών του κεντρικού κτηρίου κτίσθηκαν τοίχοι, καταργώντας έτσι την είσοδο στο Κάστρο από τα Προπύλαια. Η νέα είσοδος στην Ακρόπολη βρίσκεται ανάμεσα στον Φράγκικο Πύργο και στο νότιο τείχος της. Η είσοδος στο παλάτι γίνεται από την ανατολική πρόσταση. Το κλασικό κτήριο διατηρούνταν σχεδόν ακέραιο, η συνολική όμως εντύπωση ήταν ενός φρουρίου με πύργους και οδοντωτές επάλξεις. Επί Τουρκοκρατίας, τα Προπύλαια χρησιμοποιούνται ως κατοικία του δισδάρη, δηλαδή του φρούραρχου της Ακροπόλεως.
Η δυτική πλευρά της Ακροπόλεως με τον Φράγκικο Πύργο, σε πίνακα του Lemercier
Το 1640, ένας κεραυνός πέφτει στο κεντρικό κτήριο των Προπυλαίων όπου ήταν αποθηκευμένη πυρίτιδα, με αποτέλεσμα να γίνει μεγάλη έκρηξη που κατέρριψε ένα τμήμα τους. Όπως φαίνεται πάντως από την περιγραφή των Σπον και Γουήλερ το 1676, καθώς και από τις απεικονίσεις του Ορτιέρ και του Βερνέντα, το 1687 το δυτικό τμήμα του κτηρίου δεν είχε καταστραφεί.
Ο ναός της Αθηνάς Νίκης ήταν ακόμη ακέραιος στη θέση του επάνω στον αρχαίο Πύργο του όταν ο Σπον επισκέφθηκε την Ακρόπολη. Ένας οχυρωματικός τοίχος που έκλεινε το διάστημα από το Μνημείο του Αγρίππα ώς τον Πύργο ήταν αρκετά υψηλός ώστε να ενσωματώνει και τη δυτική πρόσοψη του ναού με τους τοίχους.
Τέλος, μέσα στην Ακρόπολη υπάρχουν από χρόνια πολλά σπίτια κτισμένα επάνω στα μνημεία και με υλικό που είχε πέσει από τα μνημεία.
Οι Τούρκοι της Αθήνας, καθώς γνωρίζουν ότι ο οχυρωμένος βράχος της Ακροπόλεως αποτελεί το πρώτο και σημαντικότερο εμπόδιο για την κατάκτηση της Στερεάς Ελλάδας και επειδή βεβαίως οι κινήσεις των Αθηναίων δεν τους έχουν καθόλου διαφύγει, κάνουν τις ανάλογες προετοιμασίες.
Προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το φοβερό πυροβολικό των Βενετών, το οποίο ήταν εξαιρετικά ισχυρό και είχε επιφέρει καταστροφές και ερημώσεις στα φρούρια της Πελοποννήσου. Λόγω των μικρών αποστάσεων των βολών –οι αποστάσεις βολής, ανάλογα με τα είδη των πυροβόλων, κυμαίνονταν μεταξύ 100 και 700 μ.– ο κίνδυνος του κανονιοβολισμού για την Ακρόπολη ήταν προφανής από τη δυτική πλευρά, δηλαδή από τον λόφο των Μουσών και από την Πνύκα, τοποθεσίες στις οποίες οι Βενετοί μπορούσαν να εγκαταστήσουν τα πυροβόλα τους.
Οι Τούρκοι λοιπόν σπεύδουν να εκτελέσουν νέα οχυρωματικά έργα για να ενισχύσουν τη δυτική πλευρά της Ακροπόλεως, όπου βρίσκεται και η μόνη ευάλωτη είσοδος. Επισκευάζουν τα τείχη, χτίζουν έναν πύργο δυτικά του ναού της Αθηνάς Νίκης και ενισχύουν τον προμαχώνα μεταξύ του ναού και του Μνημείου του Αγρίππα για να τοποθετήσουν μια δεύτερη συστοιχία από κανόνια. Επειδή χρειάζονται πρόχειρο οικοδομικό υλικό, κατεδαφίζουν τον ναό της Αθηνάς Νίκης και χρησιμοποιούν τα αρχιτεκτονικά του μέλη μαζί με πέτρες και χώματα για το χτίσιμο του προμαχώνα. Στις ανασκαφές που έγιναν μετά την Απελευθέρωση αποκαλύφθηκαν στο σύνολό τους τα μέλη του ναού και επέτρεψαν την αναστήλωσή του το 1838. Φυσικά, στα μέλη του δεν υπάρχουν χτυπήματα από βλήματα. Η εκστρατεία κατά των Αθηνών ξεκινάει στις 19 Σεπτεμβρίου.
Το Κάστρο και η Πόλη της Αθήνας, όπως την έβλεπε ο Στρατός της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας το 1687 (χαλκογραφία, συλλογή Στάθη Φιννόπουλου).
Ο Μοροζίνι, για να εξαπατήσει τους Τούρκους και να τους καταλάβει απροετοίμαστους, στέλνει τμήμα του βενετικού στόλου υπό τον ναύαρχο Βενιέρ προς την Εύβοια. Οι Τούρκοι πράγματι καθησυχάζουν ότι προς το παρόν ο κίνδυνος αποσοβήθηκε. Την ίδια μέρα ο υπόλοιπος στόλος μεταφέρει ολόκληρο τον βενετικό στρατό –σύμφωνα με τον γραμματέα του Μοροζίνι Λοκατέλλι 9.880 άτομα και 871 άλογα, πυροβόλα, βόμβες, πολεμοφόδια και άφθονο υλικό πολιορκίας– στον Πειραιά.
Η Άκερχελμ στο ημερολόγιό της αναφέρει ότι λόγω μεγάλης ανεμοθύελλας η γαλέρα στην οποία επέβαινε συνοδεύοντας την κόμισσα Καίνιξμαρκ αναγκάστηκε να μπει στο λιμάνι του Πειραιά, αφού φυσικά κατέβασε τη βενετική σημαία και ανέβασε την αγγλική. Ευτυχώς για τις κυρίες, ο Άγγλος πρόξενος βρισκόταν στον Πειραιά και μιλώντας αγγλικά τους είπε ότι οι Αθηναίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν φορολογία στους Βενετούς, στα γερμανικά όμως τις πληροφόρησε ότι στο φρούριο της Ακροπόλεως βρίσκονταν μόνο τετρακόσιοι άνδρες και συνεπώς η άλωσή του δεν θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Οι κυρίες επέμειναν να κατέβουν στην ξηρά, πήγαν να δουν τον περίφημο Λέοντα του Πειραιά, μάλιστα και τον μέτρησαν. Το επόμενο πρωί φύσηξε ευνοϊκός άνεμος και έφυγαν με χρήσιμες πληροφορίες για τον Μοροζίνι.
Το πρωί της 21ης Σεπτεμβρίου, οι Τούρκοι ξυπνώντας βλέπουν αγκυροβολημένο στον Πειραιά ολόκληρο τον βενετικό στόλο. Ακόμη και ο Βενιέρ έχει καταφθάσει από την Εύβοια. Φόβος και τρόμος τους κυριεύει. Προσπαθούν με μεγάλη βιασύνη να μαζέψουν ό,τι πολύτιμο έχουν και να ανέβουν στην Ακρόπολη. Μέχρι το μεσημέρι έχουν όλοι κλεισθεί μέσα στο Κάστρο. Στην Αθήνα υπάρχουν πια μόνον Έλληνες.
Σύμφωνα με τον Λοκατέλλι, επιτροπή από προκρίτους επισκέπτεται τον Μοροζίνι και δίνει υπόσχεση υποταγής, βοήθειας, τοπογραφικές και στρατηγικές πληροφορίες. Οι Αθηναίοι συντάσσονται με τους Βενετούς διότι, αν έμεναν ουδέτεροι, όποιος και να κέρδιζε αυτοί θα υφίσταντο τις συνέπειες και οι βόμβες του Μοροζίνι θα κατέστρεφαν την πόλη. Αποφασίζουν λοιπόν να ταχθούν υπέρ των Βενετών ανοιχτά και να μείνουν στην πόλη, φροντίζουν πάντως παράλληλα να κρύψουν ό,τι πολύτιμο έχουν από φόβο και προς τους Τούρκους και προς τους Βενετούς.
Οι Βενετοί ξεκινούν με σώμα 150 ανδρών υπό τον συνταγματάρχη Ραουγκράφ φον ντερ Πφαλτς και καταλαμβάνουν την Αθήνα για να προστατεύσουν τους Αθηναίους από τους Τούρκους.
Στέλνουν μήνυμα στους Τούρκους ζητώντας την παράδοση του Φρουρίου με αντάλλαγμα την ανενόχλητη αναχώρηση των Τούρκων μαζί με όλα τους τα κινητά αγαθά. Ο Αγάς του Κάστρου Αλής αρνείται. Έχει πυρομαχικά και περιμένει τον Σερασκέρη με ενισχύσεις. Η κύρια δύναμη των στρατευμάτων υπό τον Καίνιξμαρκ –με οδηγούς Αθηναίους– βαδίζει μέσα από τον ελαιώνα της Αττικής και, χωρίς να μπει στην Αθήνα, καταλαμβάνει τα κυριότερα στρατηγικά σημεία από τα οποία θα μπορούσε να προσβληθεί η Ακρόπολη, κυρίως τους λόφους και τα υψώματα δυτικά του Κάστρου.
Ταυτόχρονα, μηχανικοί της στρατιάς από βόρεια προσπαθούν να ανοίξουν υπόγειες στοές ώστε με εκρηκτικές ύλες να προκαλέσουν την ανατίναξη του Φρουρίου. Οι Τούρκοι τους πυροβολούν συνεχώς και τους αποδεκατίζουν. Οι Βενετοί καταφέρνουν να φτάσουν μέχρι το σπήλαιο της Αγραύλου, όπου η σκληρότητα της πέτρας του βράχου τους αναγκάζει να σταματήσουν.
Το βράδυ 21ης προς 22α Σεπτεμβρίου ο Καίνιξμαρκ, σύμφωνα με περιγραφές, τοποθετεί τα πυροβόλα του· στον λόφο των Μουσών κανονιοστοιχία από δεκαπέντε τηλεβόλα, στην Πνύκα εννέα και στον λόφο του Αρείου Πάγου πέντε τεράστιους όλμους. Οι Τούρκοι πυροβολούν ασταμάτητα κατά των Βενετών προσπαθώντας να τους εμποδίσουν να στήσουν τα πυροβόλα τους. Το πρωί της 23ης Σεπτεμβρίου τα πυροβολεία των Βενετών βρίσκονται στην οριστική τους θέση και αρχίζουν να βάλλουν συστηματικά εναντίον της Ακροπόλεως.
Επικεφαλής του πυροβολικού βρίσκεται ο Αντόνιο Μουτόνι, Κόμης Σαν Φελίτσε, τον οποίο οι περισσότερες μαρτυρίες κατηγορούν ως εντελώς ανίκανο. Αρκετά ειρωνικές περιγραφές συνεργατών του μας λένε ότι «συχνά τα βλήματα περνούσανε πάνω από το Φρούριο και πέφτανε από την άλλη μεριά με αποτέλεσμα να φονεύσουν τους πολιορκούντες και όχι τους πολιορκημένους». Μην βλέποντας αποτελέσματα, οι Βενετοί στήνουν νέο πυροβολείο στην ανατολική πλευρά του Φρουρίου, στέλνουν συνεργάτη στον Μουτόνι που ονομάζεται Λέανδρος, επιστατεί δε προσωπικά ο Καίνιξμαρκ. Στις 25 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τον κόμη Λεόν ντε Λαμπόρντ, μια βόμβα πέφτει σε μια μικρή αποθήκη πυρίτιδας στα Προπύλαια, η πυρίτιδα αναφλέγεται και ένα τμήμα τους καταρρέει. Οι Βενετοί συνεχίζουν να πυροβολούν το Κάστρο με αμείωτη ένταση.
Δύο απόψεις του βομβαρδισμού και κάτοψη του Κάστρου της Ακροπόλεως (χαλκογραφία)
Οι πληροφορίες της εποχής σχετικά με το «τυχαίο» της ανατίναξης του Παρθενώνα συγκρούονται. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι η βολή ήταν τυχαία, άλλες όμως ότι ήταν κατευθυνόμενη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γερμανού αξιωματικού Σομπιεβόλσκυ, στις 22 Σεπτεμβρίου, κάποιος που είχε διαφύγει από το Κάστρο πληροφόρησε τους Βενετούς ότι όλα τα πυρομαχικά είχαν μεταφερθεί μέσα στον ονομαζόμενο «Ναό της Αθηνάς» και ότι εκεί είχαν εγκατασταθεί όλοι οι ανώτεροι Τούρκοι πιστεύοντας ότι οι Χριστιανοί ποτέ δεν θα έβλαπταν τον ναό. Μετά την πληροφορία αυτή, οι περισσότεροι όλμοι κατευθύνουν τα πυρά τους προς τον ναό, χωρίς όμως επιτυχία καθώς ο ναός ήταν από μάρμαρο -δηλαδή το κτήριο ήταν καλά προστατευμένο.
Τη νύχτα της 26ης προς 27η Σεπτεμβρίου που ήταν πανσέληνος, μια βόμβα –ορισμένοι υποστηρίζουν ότι την έριξε ένας υπολοχαγός από το Λούνεμπουργκ– κατάφερε να διαπεράσει από κάποιο άνοιγμα τη στέγη και να αναφλέξει τη μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας που ήταν αποθηκευμένη στο εσωτερικό του ναού. Η έκρηξη που ακολούθησε άνοιξε τον ναό στα δύο, καταστρέφοντας το τελειότερο κτίσμα της κλασικής τέχνης. Οι Βενετοί, σύμφωνα με τις πηγές, ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Άλλοι φώναζαν «ζήτω η Δημοκρατία», άλλοι «ζήτω ο Καίνιξμαρκ».
Από την έκρηξη ανατράπηκαν σχεδόν στο σύνολό τους οι τρεις από τους τέσσερις τοίχους του σηκού και κατέπεσαν τα τρία πέμπτα από τα ανάγλυφα της ζωφόρου. Από τη στέγη φαίνεται ότι δεν έμεινε απολύτως τίποτε στη θέση του. Κατέπεσαν έξι κίονες της νότιας πλευράς, οκτώ της βόρειας και ό,τι απέμεινε από την ανατολική πρόσταση εκτός από ένα κίονα. Οι κίονες συμπαρέσυραν στην πτώση τους τα τεράστια μάρμαρα των επιστυλίων, τα τρίγλυφα και τις μετόπες. Ολόκληρο το κτίσμα υπέστη φοβερό κλονισμό. Η έκρηξη και η ανατίναξη προκάλεσαν απερίγραπτο πανικό. Τριακόσιοι Τούρκοι φονεύθηκαν από τα μάρμαρα που εκτοξεύονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Η πυρκαγιά μεταδόθηκε στα γύρω σπίτια, καθώς μάλιστα δεν υπήρχε αρκετό νερό η φωτιά απλωνόταν όλο και περισσότερο. Όλη τη νύχτα της 26ης προς 27η Σεπτεμβρίου και όλη την επομένη ημέρα η Ακρόπολη καιγόταν.
Παρ’ όλα αυτά, οι Τούρκοι δεν αποφάσιζαν να παραδοθούν ενώ κινδύνευαν να καούν όλοι, επειδή είχαν λάβει την είδηση ότι πλησιάζει ο Σερασκέρης με ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Πράγματι, νωρίς το πρωί της 28ης Σεπτεμβρίου φάνηκαν τα στρατεύματα του Σερασκέρη. Ο Καίνιξμαρκ όμως τους περίμενε και εστράφη αμέσως εναντίον τους με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και του ιππικού του. Ο Σερασκέρης τρομοκρατήθηκε, υποχώρησε χωρίς να ρίξει ούτε μια βολή και οι πολιορκούμενοι Τούρκοι είδαν να σβήνει και η τελευταία τους ελπίδα. Αποφασίζουν να παραδοθούν και υψώνουν λευκή σημαία στον πύργο των Προπυλαίων στις 28 Σεπτεμβρίου. Πέντε προύχοντες Τούρκοι κατεβαίνουν εξουσιοδοτημένοι να διαπραγματευθούν τους όρους της παράδοσης. Δίνεται διαταγή να παύσει το πυρ και οι αντιπρόσωποι οδηγούνται στο στρατόπεδο του Πειραιά.
Συγκαλείται πολεμικό συμβούλιο. Ο Μοροζίνι επιμένει στην άνευ όρων παράδοση της Ακροπόλεως και των πολιορκημένων. Οι Τούρκοι πληρεξούσιοι ζητούν ρητή εγγύηση της ζωής τους και διευκόλυνση της αναχώρησής τους. Ο Καίνιξμαρκ τάσσεται υπέρ της άποψης των Τούρκων και στις 29 Σεπτεμβρίου συντάσσεται συνθήκη που αρχίζει με τα λόγια «εξ ευσπλαχνίας». Οι Τούρκοι λαμβάνουν εγγύηση ζωής και ελεύθερης αναχώρησης με δικαίωμα μεταφοράς όσων αποσκευών θα μπορούσαν να μεταφέρουν στους ώμους τους, εξαιρουμένων φυσικά των όπλων και των πυρομαχικών.
Οι Τούρκοι παραδίδονται το μεσημέρι της 29ης Σεπτεμβρίου και η βενετική σημαία υψώνεται στην Ακρόπολη μπροστά από τα Προπύλαια. Βρίσκονται σε τραγική κατάσταση. Οι τριακόσιοι νεκροί παραμένουν πάντοτε άταφοι, οι τραυματίες δεν έχουν ούτε γιατρούς ούτε φάρμακα, και οι υπόλοιποι, ζώντας τόσες μέρες στριμωγμένοι ο ένας επάνω στον άλλο ανάμεσα στα ερείπια και στα πτώματα, βρίσκονται σε κατάσταση άθλια. Μερικοί διακινδυνεύουν επαφές με τους ξένους φρουρούς και με τους Έλληνες για να τους πουλήσουν τα πολύτιμα προσωπικά τους είδη που δεν μπορούν να πάρουν μαζί τους.
Στις 4 Οκτωβρίου έχουν βρεθεί και συμφωνηθεί τα πλοία που θα μεταφέρουν τους Τούρκους μακριά από την Αθήνα. Η πορεία με τους ασθενείς και τραυματίες από την Αθήνα στον Πειραιά κράτησε ώρες ενώ στον δρόμο διάφοροι μισθοφόροι τους επετίθεντο για να τους κλέψουν και να βιάσουν τις γυναίκες. Ο Μοροζίνι και ο Καίνιξμαρκ είχαν συμφωνήσει στη συνθήκη να φροντίσουν ώστε οι Τούρκοι να αναχωρήσουν «ανενόχλητοι» και δεν συγχωρούνται για τα ανεπαρκή μέτρα που έλαβαν. Στις αναφορές του προς τη Βενετία ο Μοροζίνι σημειώνει: «υπέστησαν εύλογον επίθεσιν».
Μόλις οι Τούρκοι εγκατέλειψαν την Ακρόπολη, οι Βενετοί ανεβαίνουν και την καταλαμβάνουν. Φρούραρχος διορίζεται ο Κόμης Πομπέι. Πρώτες τους φροντίδες είναι το θάψιμο των πτωμάτων που ήταν άταφα από δέκα περίπου ημέρες και η καταγραφή του εγκαταλειμμένου πολεμικού υλικού. Παράλληλα πρόχειρα συνεργεία προσπαθούν να τακτοποιήσουν τα άφθονα μάρμαρα που έχουν σκορπιστεί παντού από την ανατίναξη και να ανοίξουν διόδους ανάμεσα στα ερείπια των καμένων σπιτιών. Ο Μοροζίνι, συνοδευόμενος από τον Καίνιξμαρκ και περιστοιχισμένος από τους ανώτερους αξιωματικούς, εισέρχεται θριαμβευτικά στην Αθήνα. Στις πύλες της πόλης τον περιμένουν ο επίσκοπος και οι πρόκριτοι Έλληνες που τους υποδέχονται σαν νικητές και κηρύσσουν την πίστη τους προς τη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου. Ο Μοροζίνι επικυρώνει τα κοινοτικά προνόμια των Αθηναίων, επιτρέπει την αυτοδιοίκηση και αναγνωρίζει τα δικαιώματα του αρχιεπισκόπου και του ορθόδοξου κλήρου.
Ψάλλεται ευχαριστήριος δοξολογία σε ένα από «τα μεγαλύτερα τζαμιά» που μετατρέπεται σε εκκλησία του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Αργότερα, τα περισσότερα από τα εγκαταλειμμένα τζαμιά μεταβάλλονται σε ορθόδοξες εκκλησίες, ένα από αυτά αφιερώνεται στην καθολική λατρεία και ένα άλλο στη διαμαρτυρόμενη.
Μετά τη δοξολογία, ο Μοροζίνι με τη συνοδεία του ανεβαίνει στην Ακρόπολη. Η θέα των ερειπωμένων μνημείων φαίνεται ότι προκάλεσε ειλικρινή λύπη στους κατακτητές. Γράφει η Άκερχελμ: «Πόσο στεναχωρήθηκε η εξοχότητά του -–εννοεί τον Καίνιξμαρκ– που αναγκάσθηκε να καταστρέψει τον ωραίο ναό που για 3.000 χρόνια βρισκόταν χτισμένος εκεί και λέγεται ναός της Αθηνάς! Μάταια όμως! Οι βόμβες έκαναν τη δουλειά τους έτσι που ποτέ πια σ’ αυτόν τον κόσμο ο ναός αυτός δεν θα μπορέσει να ξανακτισθεί!...»
Οι νικητές αποφασίζουν να διαχειμάσουν στην Αθήνα. Οι ξένοι μισθοφόροι στρατοπεδεύουν μέσα στην Αθήνα, κατά έθνη. Ο Βενετός μηχανικός Βερνέντα, κατόπιν εντολής του Μοροζίνι, συντάσσει τοπογραφικά σχέδια και αναπαραστάσεις της Αθήνας και της Ακροπόλεως. Μια σειρά από τα σχέδια αυτά καθώς και άλλα με την απεικόνιση του βομβαρδισμού και της εκρήξεως έχουν σωθεί μέχρι σήμερα.
Ο βομβαρδισμός της Ακροπόλεως, σε σχέδιο του Βενετού Giacomo Verneda.
Δεν έχουμε πολλές πληροφορίες για την Αθήνα και τους κατοίκους της κατά το διάστημα της συμβίωσης με τόσους ξένους λαούς. Ξέρουμε πάντως από τις πηγές ότι οι Αθηναίοι τους δέχθηκαν καλά και τους περιποιήθηκαν. Το πρόβλημα της διαφορετικής γλώσσας, φυσικά, δυσκόλευε πολύ την επικοινωνία. Ο Γερμανός μισθοφόρος Ούρλιχ Φρήντριχ Χόμπεργκ γράφει: «Η Αθήνα είναι μια πολιτεία μεγάλη και πολυάνθρωπη. Δεν αλλάζω το κρασί της Αττικής με την καλύτερη μπύρα. Εδώ βρήκα σταφύλια πελώρια σαν εκείνα που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη. Δύο άνδρες δύσκολα μπορούν να σηκώσουν ένα τσαμπί».
Η Άκερχελμ γράφει στον αδελφό της: «Η πόλη είναι καλύτερη από όλες τις άλλες. Υπάρχουν πολύ όμορφα σπίτια, τόσο των Ελλήνων όσο και των Τούρκων. Έχουν ρούχα από φίνο ύφασμα, θαυμάσια κεντήματα. Πήγαμε να δούμε έναν καπουτσίνο που κατοικεί στο Λυχνάρι του Δημοσθένους και μας κέρασε κρασί, ψωμί, μήλα, σύκα και ρόδια. Μου είναι αδύνατον να περιγράψω όλες τις αρχαιότητες που βρίσκονται εδώ! Θα ΄θελα να ’ξερα αδελφέ μου τι σκέπτεσαι που βρισκόμαστε σ’ αυτή την πόλη, την Αθήνα, την πηγή του πολιτισμού για όλες τις άλλες ακόμα και για τη Ρώμη!».
Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις Βενετών και μισθοφόρων καθημερινά χειροτερεύουν. Ο μεν Μοροζίνι στις εκθέσεις του κατηγορεί τους ξένους μισθοφόρους ότι διαρκώς τον εκβιάζουν με νέες απαιτήσεις πληρωμών που συνεχώς αυξάνουν, οι δε μισθοφόροι σε όλες τις περιγραφές που έχουν διασωθεί κατηγορούν τους Βενετούς για κακοπιστία και φιλαργυρία. Χαρακτηριστικά γράφει ο Χόμπεργκ: «Η Δημοκρατία μάς ξεγελάει και μας συμπεριφέρεται μ’ έναν τρόπο απαίσιο. Τα είκοσι οκτώ δουκάτα που θα είχαν αξία είκοσι τριών τάλιρων γερμανικών μας τα αλλάζουν για δεκαπέντε διότι μας αναγκάζουν να παίρνουμε για τρία και μισό τάλιρα μισό φλορίνι που στη Βενετία το αλλάζουν για δύο τάλιρα». Φαίνεται ότι ο Μοροζίνι τους έδινε υποτιμημένα νομίσματα της Βενετίας υπολογίζοντάς τα ως υγιή, μειώνοντας έτσι τη μισθοδοσία τους. Η διαφορά της θρησκείας μεταξύ των καθολικών Βενετών και των διαμαρτυρομένων Γερμανών, καθώς και η διαφορά της γλώσσας που έκανε δύσκολη την επικοινωνία τους εμπόδιζε ακόμη περισσότερο τη μεταξύ τους επαφή.
Οι διαφωνίες και οι εχθρότητες μεταξύ Βενετών και μισθοφόρων ήταν φυσικό να ξεσπούν σε βάρος των Αθηναίων. Οι μισθοφόροι δεν εκτελούσαν όπως έπρεπε τα χρέη φύλαξης των Αθηναίων από τις επιδρομές των Τούρκων και πολλοί κάτοικοι της Αττικής αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τα κτήματά τους και να έρθουν και αυτοί στην Αθήνα. Στην Αθήνα πάλι, λόγω συγκέντρωσης του πληθυσμού της Αττικής και του στρατού, τα τρόφιμα άρχισαν να σπανίζουν, οι μισθοφόροι άρχισαν διαρπαγές και λεηλασίες, επιπλέον δε ξαπλώθηκε λοιμός. Εν τω μεταξύ, οι Τούρκοι συγκεντρώνουν δυνάμεις στη Θήβα.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1687 ο Μοροζίνι συγκαλεί στον Πειραιά πολεμικό συμβούλιο όπου εκθέτει την κρισιμότητα της κατάστασης. Αποδεικνύει ότι για να οχυρωθεί σωστά η Αθήνα απαιτούνται πολλά έτη εργασίας και περίπου 3.000 εργάτες και αποκλειομένου αυτού προτείνει την εγκατάλειψη των Αθηνών, τον εκπατρισμό των Αθηναίων για να αποφευχθεί η σφαγή τους από τους Τούρκους και τέλος την καταστροφή εκ θεμελίων με εκρηκτικές ύλες της πόλης και της Ακροπόλεως ώστε να μην μπορούν να οχυρωθούν ξανά οι Τούρκοι.
Τρεις ημέρες αργότερα συνέρχεται ξανά το πολεμικό συμβούλιο, καθώς νεώτερες εκθέσεις παρουσιάζουν την κατάσταση εξαιρετικά κρίσιμη. Αποφασίζεται οριστικά η μετανάστευση των Αθηναίων, σε άλλες υπό τους Βενετούς περιφέρειες.
Ο Μοροζίνι καλεί τους προκρίτους και τους ανακοινώνει τις αποφάσεις του συμβουλίου. Στην αναφορά του προς τη Βενετία την 6.1.1688 γράφει: «Άκουσαν περίλυποι την αναγγελίαν των αποφασισθέντων μέτρων. Προσπάθησα να τους παρηγορήσω, υποσχόμενος ότι θα τους δοθεί κάθε ενίσχυση και κάθε συνδρομή στη νέα τους εγκατάσταση». Οι Αθηναίοι προσφέρουν χρήματα, προτείνουν να σχηματίσουν στρατιωτικά σώματα τα οποία να αναλάβουν την άμυνα εναντίον των Τούρκων και την οικονομική συντήρηση των σωμάτων για έναν χρόνο, αλλά ο Μοροζίνι αρνείται. Στις 12 Φεβρουαρίου, το πολεμικό συμβούλιο παίρνει ομόφωνα την οριστική απόφαση άμεσης εγκατάλειψης των Αθηνών. Εξετάζεται η πρόταση καταστροφής της πόλης. Ευτυχώς ούτε μέσα υπήρχαν ούτε χρόνος. Για να καταστραφούν εκ θεμελίων τα τείχη της Ακροπόλεως και τα μνημεία χρειάζονταν χιλιάδες εργατών και εργασία μεγάλης διάρκειας. Κανείς από τους παρόντες δεν σκέφθηκε άλλο λόγο για την αποφυγή της καταστροφής των μνημείων εκτός από την έλλειψη εργατών, εργαλείων και χρόνου.
Αρχίζουν οι ετοιμασίες για την αναχώρηση.
Στις 4 Δεκεμβρίου, η Γερουσία έχει στείλει το εξής ψήφισμα στον Μοροζίνι: «Ελάβαμε το σχεδιάγραμμα της πόλης των Αθηνών και του φρουρίου αυτής το οποίο εξεπόνησε ο Κόμης ντε Σαν Φελίτσε και μετ’ ευχαριστήσεως παρατηρήσαμε τα υπάρχοντα εκεί αρχαία περίφημα μνημεία. Εξουσιοδοτούμεν την Υμετέραν Σύνεσιν να αφαιρέσει και να αποστείλει εις ημάς ενταύθα εκείνο που θα έκρινε πιο σπουδαίο και πιο καλλιτεχνικό δυνάμενο να επαυξήσει την αίγλην της Κυριάρχου, το οποίο θα χρησιμεύσει επίσης ως νέο αιώνιο μνημείο της Ημετέρας Διακεκριμένης Αρετής». Εψήφισαν 162 υπέρ, 2 κατά και 1 απέσχε της ψηφοφορίας.
Ο Μοροζίνι επιλέγει τα καλύτερα διατηρημένα αγάλματα του δυτικού αετώματος και προσπαθεί να τα αποσπάσει. Γράφει στην αναφορά του στις 19 Μαρτίου: «Κατεβλήθη προσπάθεια να αφαιρεθεί το μέγα αέτωμα αλλά κατέπεσεν από το πελώριο εκείνο ύψος και είναι θαύμα πως δεν έπαθε κάτι κάποιος εργάτης. Η αιτία είναι ότι το οικοδόμημα είναι καμωμένο χωρίς κονίαμα και οι διάφοροι λίθοι είναι συνηρμοσμένοι ο ένας με τον άλλο με αξιοθαύμαστη τέχνη. Άλλωστε από την έκρηξη της εν αυτώ πυριτιδαποθήκης το οικοδόμημα υπέστη σοβαρότατον κλονισμόν. Η αδυναμία του να εγκαταστήσουμε ικριώματα, μεταφέροντας από τις γαλέρες τα ψηλά κατάρτια και άλλα αναγκαία μηχανήματα μας αναγκάζει να εγκαταλείψωμεν κάθε περαιτέρω απόπειραν. Διακόπτεται συνεπώς κάθε προσπάθεια περί αφαιρέσεως άλλων ανάγλυφων κοσμημάτων. Άλλωστε ελλείπουν από τα οικοδομήματα τα πλέον αξιοθαύμαστα κομμάτια και όλα τα υπολειφθέντα είναι κατώτερα και παρουσιάζουν ελλείψεις οφειλομένας εις την πολυκαιρίαν. Οπωσδήποτε», συνεχίζει, «αποφάσισα να παραλάβω μία λέαινα ωραιοτάτης τέχνης, αν και της λείπει το κεφάλι, το οποίο όμως μπορεί κάλλιστα να αντικατασταθεί με το μάρμαρο που θα σας στείλω μαζί με τη λέαινα και που είναι καθ’ όλα όμοιο».
Συνολικά ο Μοροζίνι πήρε όσα λιοντάρια βρήκε: ένα από την Ακρόπολη, ένα από την περιοχή του Θησείου και βέβαια τον γνωστό Λέοντα του Πειραιά εξαιτίας του οποίου το λιμάνι του Πειραιά είχε ονομασθεί Πόρτο Λεόνε. Οι λέοντες αυτοί μεταφέρθηκαν στη Βενετία και από τότε κοσμούν ως τρόπαια των νικητών τον ναύσταθμο της Δημοκρατίας. Οι αξιωματικοί του Μοροζίνι, Βενετοί και ξένοι, πήραν μαζί τους όσα κομμάτια μεταφέρονταν εύκολα. Τεμάχια από τον Παρθενώνα ή άλλα μνημεία των Αθηνών που βρίσκονται σήμερα σε ιδιωτικές συλλογές και μουσεία της Ευρώπης, χωρίς να ξέρει κανείς πώς, είναι πιθανόν να μεταφέρθηκαν την εποχή αυτή από στρατιώτες της στρατιάς του Μοροζίνι.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι του γραμματέως του Μοροζίνι Σαν Γκάλλο, ο οποίος πήρε μαζί του το κεφάλι του γυναικείου αγάλματος που έπεσε από το δυτικό αέτωμα κατά την αποτυχημένη απόπειρα των Βενετών και κατατεμαχίστηκε. Μετά πολλές περιπέτειες, ο Γερμανός αρχαιολόγος Βέμπερ που είχε μελετήσει τα παρθενώνια γλυπτά από τα εκμαγεία του Έλγιν, το αγόρασε από έναν Βενετό μαρμαρά τη στιγμή που αυτός ετοιμαζότανε να το σπάσει, όπως μας περιγράφει ο Λαμπόρντ, ο οποίος αργότερα το αγόρασε από τον Βέμπερ και το έβγαλε κρυφά από την Ιταλία. Σήμερα η «κεφαλή Λαμπόρντ» βρίσκεται στο Λούβρο.
Ένας άλλος Βενετός αξιωματικός πήρε τμήμα της ζωφόρου όπου διακρίνονται δύο ιππείς της πομπής και το κεφάλι ενός αλόγου. Σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο της Ιστορίας της Τέχνης στη Βιέννη. Ένας Δανός αξιωματικός ονόματι Χάρτμαντ πήρε δύο κεφαλές από μία από τις νότιες μετόπες. Σήμερα βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο της Κοπεγχάγης. Πάντως η εσπευσμένη αφενός αναχώρηση, οι αρρώστιες και η αδυναμία μεταφοράς πολλών πραγμάτων καθώς και το απροσδιόριστο μέλλον της εκστρατείας ήταν οι λόγοι που δεν έγινε συστηματική λεηλασία. Αλλά ο δρόμος της διαρπαγής είχε ήδη ανοίξει.
Μετά την ανατίναξη του Παρθενώνα από τα πυρά των Βενετών, ένα νέο τζαμί οικοδομήθηκε στο εσωτερικό του ερειπίου τον 18ο αιώνα, το οποίο απεικονίζεται εδώ σε πίνακα του J. Skene (1838).
Ο Παρθενών πριν καταστραφεί ήταν τέμενος μουσουλμανικής λατρείας. Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν την απόσπαση και του παραμικρού λίθου από κτήριο θρησκευτικής σημασίας. Μόνον διότι συνετρίβη από τις βόμβες του Μοροζίνι και εγκαταλείφθηκε ως άχρηστο ερείπιο μπόρεσε αργότερα ο Έλγιν να πάρει άδεια να αποσπάσει ορισμένα τεμάχια και, κάνοντας κατάχρηση του φιρμανιού, να προβεί στην τέλεια λεηλασία του ερειπωμένου Παρθενώνα. Τα γεγονότα του 1678 είναι η αρχική αιτία όλων των μετέπειτα καταστροφών και μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιο ότι αν δεν συνέβαινε η πολιορκία και ο βομβαρδισμός της στρατιάς του Μοροζίνι ο Παρθενώνας θα έφθανε μέχρι σήμερα σχεδόν ακέραιος.
Στα μέσα Μαρτίου του 1688, οι Αθηναίοι με μεγάλη απελπισία και πολλούς θρήνους επιβιβάζονται στα βενετικά πλοία και εγκαταλείπουν την Αθήνα, παίρνοντας μαζί τους όσα κινητά μπορούν να μεταφέρουν. Άλλοι εγκαθίστανται στη Σαλαμίνα, άλλοι στην Αίγινα, άλλοι στην Πελοπόννησο και άλλοι στα Επτάνησα. Στις 4 Απριλίου ολοκληρώνεται η εκκένωση της Αθήνας. Το υλικό του πολέμου φορτώνεται στα πλοία, η στρατιά επιβιβάζεται και δίνεται το σύνθημα του απόπλου. Στις 8 Απριλίου ο Μοροζίνι εγκαταλείπει μια έρημη πόλη. Μετά από καταπληκτικούς θριάμβους τριών χρόνων, για πρώτη φορά εγκαταλείπει ένα κατακτημένο φρούριο.
Έχει μόλις πεθάνει ο δόγης Μάρκο Ιουστινιάνι. Στις 8 Ιουλίου στην Αίγινα, ο Μοροζίνι παίρνει την είδηση της εκλογής του στο ανώτατο αξίωμα της Δημοκρατίας. Γίνεται η ενθρόνιση στην Αίγινα και ως δόγης πλέον ξεκινά για τη Χαλκίδα.
Τον Σεπτέμβριο του 1688, κατά την πολιορκία της Χαλκίδας πεθαίνει ο Καίνιξμαρκ. Στο τέλος του χρόνου αρρωσταίνει ο Μοροζίνι και αναγκάζεται να επιστρέψει στη Βενετία. Πέντε χρόνια αργότερα, σε ηλικία εβδομήντα πέντε χρόνων, ξεκινάει για τρίτη και τελευταία φορά πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων. Αρρωσταίνει στην Κάρυστο και μεταφέρεται στο Ναύπλιο, όπου πεθαίνει τον Ιανουάριο του 1694. Η σορός του ενταφιάζεται με μεγάλες τιμές στη Βενετία.
Από στρατιωτικής πλευράς η εκστρατεία κατά των Αθηνών ήταν ένα ασήμαντο γεγονός, θα μείνει όμως για πάντα στην Ιστορία γιατί προκάλεσε την καταστροφή του μεγαλύτερου αριστουργήματος της κλασικής εποχής.
Οι Βενετοί, βέβαια, είδαν τα πράγματα σύμφωνα με τη νοοτροπία της εποχής τους. Προσπάθησαν με φουρνέλα να καταστρέψουν την Ακρόπολη, χάρηκαν ιδιαίτερα όταν ανατινάχθηκε ο Παρθενών και ο στόχος επιτεύχθηκε, ο μόνος λόγος δε που δεν κατέστρεψαν τα μνημεία πριν εγκαταλείψουν την Αθήνα ήταν η έλλειψη χρόνου, εργατών και εργαλείων.
Ο Μοροζίνι ήταν ένας ικανότατος στρατηγός. Από την αρχή ήταν εναντίον της εκστρατείας και τα επιχειρήματά του αποδείχθηκαν όλα ορθά. Εφόσον όμως αποφασίστηκε η επίθεση, η Ακρόπολη ήταν γι’ αυτόν ένα οποιοδήποτε κάστρο και ο Παρθενών μια οποιαδήποτε πυριτιδαποθήκη που έπρεπε πάση θυσία να καταληφθεί με τα όπλα. Όπως έγραψε ο Τζέημς Μόρτον Πάτον το 1940, επρόκειτο για μία από τις πρώτες και οπωσδήποτε τις χειρότερες περιπτώσεις όπου η «στρατηγική αναγκαιότητα» έστρεψε σύγχρονα όπλα εναντίον ενός απαράμιλλου έργου τέχνης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Morosini Francesco, Dispacci: Civico Museo Correr, Venice, I. 299, Collocamento 772. Dispacci del Capitan Generale Francesco Morosini, May 31.1686 - May 19, 1688.
Relatione Marciana: Biblioteca Marciana, Venice. Mss ital., VII, 656, fols. 103-4.
Relatione dell' Operate dell’Armi Venete doppo la sua Partenza da Corinto, e della Presa d'Atene.
Fanelli, Francesco, Atene Attica: Descritta da suoi Principii Fino all'Acquisto Fatto dell' Armi Veneti nel 1687, Venice, 1707.
Laborde, Leon de, Athènes aux Xve, XVIe et XVIIe Siècles, 3 vols, Paris, 1854.
Varola, Niccol and Francesco Volpato., Dispaccio di Francesco Morosini, Capitano Generale da Mar, Intorin at Bombardamento e della Presa d’ Atene, l’ Anno 1687, Venice, 1862.
Paton, James M. (editor), The Venetians in Athens, 1687-1688. From the lstoria of Cristoforo Ivanovich, Gennadeion Monographs I, The American School of Classical Studies at Athens, 1940.
Mommsen, Theodor E., «The Venetians in Athens and the Destruction of the Parthenon in 1687», American Journal of Archaeology, 45, 1941, 544-56.
Κορρές Μ. και Μπούρας Χ., Μελέτη αποκαταστάσεως του Παρθενώνος, Υπ. Πολιτισμού Ε.Σ.Μ.Α., Αθήνα, 1983.
Tanoulas T., The Propylaea Since the Seventeenth Century their Decay and Restoration. MA in conservation studies, University of York, York, 1983.


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ