Γυμνάσια
Οι χώροι άθλησης στην αρχαία Ελλάδα ήταν κατά κανόνα υπαίθριοι. Μόλις από τον 5ο αι. π.Χ. και εξής αρχίζουν να διαμορφώνονται ειδικές εγκαταστάσεις φυσικής αγωγής, τα γυμνάσια, οι παλαίστρες, τα λουτρά και τα στάδια. Φαίνεται ότι αρχικά τα γυμνάσια αποτελούσαν χώρους αναψυχής με κήπους και φυσική βλάστηση, όπου οι νέοι συνδύαζαν την άθληση του σώματος και την στρατιωτική εκπαίδευση με την πνευματική εκγύμναση, παρακολουθώντας την διδασκαλία φιλοσόφων και άλλων εξεχόντων προσωπικοτήτων του καιρού τους, με αποτέλεσμα να εξελιχθούν σταδιακά σε σπουδαία πνευματικά κέντρα.
Αυτό το συμπέρασμα εξάγεται και από τις γραπτές μαρτυρίες που σώζονται για τα τρία παραδοσιακά Γυμνάσια της αρχαίας Αθήνας, της Ακαδημείας, του Λυκείου και του Κυνοσάργους, που λειτουργούσαν ήδη από την εποχή του Πεισιστράτου (6ος αι. π.Χ.) και κατά τους υστεροκλασσικούς χρόνους απέκτησαν κτιριακές εγκαταστάσεις. Απ’ όσο ξέρουμε ήταν εγκατεστημένα εκτός των ορίων της πόλεως, πλησίον των καλύτερων προαστίων της, σε ελεύθερους χώρους κοντά στα νερά των αθηναϊκών ποταμών, τα οποία ήταν απαραίτητα για την τροφοδοσία και διατήρηση των κήπων και των αλσών όπου οι νέοι ασκούνταν και αναπαύονταν. Η αρχαιολογική σκαπάνη σήμερα έχει φέρει στο φώς μόνο τα ερείπια της Ακαδημείας, ενώ η θέση των άλλων δύο γυμνασίων εικάζεται με βάση τα όσα παραδίδονται στις διαθέσιμες γραπτές πηγές.
Η Ακαδήμεια, που πήρε το όνομά της από το ιερό του τοπικού ήρωος Ακαδήμου, βρισκόταν στα βορειοδυτικά της Αθήνας, στον λεγόμενο Έξω Κεραμεικό (εκτός των τειχών), δίπλα στην όχθη του ποταμού Κηφισού νοτίως του δήμου του Ιππίου Κολωνού. Μία ευρεία οδός, ο καλούμενος έξω δρόμος, που πλαισιωνόταν κατά μήκος του από τάφους, το ονομαζόμενο «Δημόσιον Σήμα», «Πολυάνδριον» ή «Μνήμα», και όπου καθιερώθηκε να τελείται ο αγώνας της λαμπαδηδρομίας προς τιμήν των νεκρών, ξεκινούσε από το Δίπυλο στον Κεραμεικό οδηγώντας στην είσοδο της Ακαδημείας, σε απόσταση περίπου 2,5 χιλιομέτρων από τα τείχη της πόλης, κάπου στο σημείο της μικρής πλατείας που σχηματίζεται από τις σημερινές οδούς Πλάτωνος, Κρατύλου και Βασιλικών κοντά στην εκκλησία του Αγ. Τρύφωνος. Το μεγαλύτερο μέρος της Ακαδημείας κείτεται κάτω από την σύγχρονη πόλη, ενώ λιγοστά είναι τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που μπορούν με βεβαιότητα να αποδοθούν στις αρχαίες εγκαταστάσεις. Η ταύτιση της περιοχής είναι σίγουρη λόγω της ανακάλυψης ενός εκ των λίθινων στηλών που όριζαν τον χώρο της και φέρει την επιγραφή «Ηόρος της Ακαδημείας». Στο β΄ τέταρτο 5ου αι. π.Χ. σημειώθηκαν έργα βελτιωτικού χαρακτήρα (δενδροφύτευση του χώρου, κατασκευή ενός πήλινου αγωγού για την διοχέτευση νερού από την Αγορά στην Ακαδημεία), ενδεικτικά της προσπάθειας του Κίμωνος για εξωραϊσμό της Αθήνας. Την Ακαδημεία επέλεξε ο Πλάτων τον 4ο αι. π.Χ. για να στεγάσει την ομώνυμη φιλοσοφική σχολή του.
Μόλις βορείως του Ολυμπιείου, έξω από τις Διοχάρους Πύλες, πλησίον των πηγών του Ηριδανού και της κρήνης του Πάνοπος, στο βορειοδυτικό τμήμα της σημερινής πλατείας Συντάγματος (από την πλατεία μέχρι περίπου το Ζάππειο Μέγαρο), εκτεινόταν η περιφέρεια που συνήθως συνδέεται με την δεύτερη μεγάλη φιλοσοφική σχολή της Αθήνας, την οποία ίδρυσε το 335 π.Χ. ο Αριστοτέλης στην περιοχή που είναι γνωστή ως «Λύκειον» (πήρε το όνομά της από τον Λύκο, αδελφό του μυθικού ήρωος-βασιλέως των Αθηνών Πανδίονος). Μία μερίδα μελετητών μεταθέτουν το Λύκειο προς βορειοανατολικά, μιας και έχει διαπιστωθεί ότι τον χώρο της πλατείας καταλάμβαναν στους κλασσικούς χρόνους επίσης εργαστήρια χαλκοπλαστικής και νεκροταφείο. Το Λύκειο απετελείτο, σύμφωνα με τις παραδιδόμενες πληροφορίες, από ένα ιερό άλσος αφιερωμένο στον Απόλλωνα Λύκειο και ένα γυμνάσιο. Έως τώρα δεν έχουν εντοπισθεί συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά ίχνη επί τόπου, ωστόσο μια ομάδα επιγραφών που ανευρέθησαν μας βοηθούν να προσδιορίσουμε κατά προσέγγιση την τοπογραφική θέση του. Ερμαϊκές στήλες φέρουσες τα πορτραίτα του φιλοσόφου Χρυσίππου και του κωμικού ποιητή Ευπόλιδος ήρθαν στο φώς κατά την διάρκεια εργασιών γύρω από το κτίριο της Βουλής των Ελλήνων, ενώ οικοδομικά λείψανα που αποκαλύφθηκαν λίγες εκατοντάδες μέτρα ανατολικά του Κοινοβουλίου, επί της οδού Ξενοφώντος, είναι πιθανόν να ταυτίζονται με τα απομεινάρια της παλαίστρας του Λυκείου. Την αναγνώριση του Λυκείου καθιστά σχεδόν βέβαιη παλαιότερη λίθινη στήλη με την επιγραφή «Ηόρος Μουσών Κήπου», που προφανώς εννοεί τον κήπο του Θεοφράστου, ο οποίος αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς ότι εγκαταστάθηκε κοντά στο Γυμνάσιο.
Καθ’ όσον αφορά το γυμνάσιο του Κυνοσάργους, η θέση του πρέπει να αναζητηθεί στην νοτιοανατολική πλευρά της πόλης, στην μεριά της αριστερής όχθης του Ιλισσού, πλησίον των τειχών και συγκεκριμένα κοντά στις Διόμειες Πύλες. Σε αυτήν την περιοχή, στην γειτονία της σημερινής εκκλησίας του Αγ. Παντελεήμονος, ανεσκάφησαν σχετική επιγραφή και γλυπτά καθώς και ερείπια που αποδόθηκαν σε κτίσματα του γυμνασίου. Την ύπαρξή του σε αυτόν τον χώρο πιστοποιούν δύο ακόμα σημαντικές επιγραφές του β΄ τετάρτου του 6ου αι. π.Χ., οι οποίες ομιλούν περί του δρόμου του Κυνοσάργους, που χρησίμευε για την άθληση των νέων και την διεξαγωγή αγώνων. Ο Δρόμος ήταν αναγκαίο στοιχείο των γυμνασίων, και τόσο στην περίπτωση της Ακαδημείας όσο και σε αυτήν του Λυκείου αναφέρεται ρητά η ύπαρξη τέτοιου στίβου στην αρχαία ελληνική γραμματεία.
Κατά την ελληνιστική περίοδο, δύο άλλα γυμνάσια λειτούργησαν εντός των ορίων της πόλης των Αθηνών. Ένα εξ αυτών ήταν το Διογένειον, το οποίο τοποθετείται μάλλον στα ανατολικά της Αγοράς, δίπλα από την βορειοανατολική γωνία του υστερορρωμαϊκού τείχους, στην διασταύρωση των σημερινών οδών Ερεχθέως και Αδριανού, όπου βρέθηκαν σχετικές επιγραφές. Το δεύτερο, γνωστό ως Γυμνάσιον του Πτολεμαίου, ήταν χτισμένο στο περιβάλλον της Αγοράς, κοντά στην Οδό Παναθηναίων, νοτίως του Ωδείου του Αγρίππα των ρωμαϊκών χρόνων. Φαίνεται ότι τα δύο αυτά μικρότερα γυμνάσια είχαν χαρακτήρα διάφορο από εκείνον των τριών μεγάλων γυμνασίων εκτός των τειχών και λειτουργούσαν ως επί το πλείστον ως σχολές-μορφωτικά ιδρύματα, περιλαμβάνοντας αίθουσες διδασκαλίας, διαλέξεων και βιβλιοθήκες.
|