Ηφαιστείον (460-450/48 π.Χ.)
Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. χτίσθηκε στην κορυφή του λόφου του Αγοραίου Κολωνού, που αποτελεί το φυσικό όριο της Αγοράς προς δυσμάς, ένας μεγαλοπρεπής ολομάρμαρος ναός. Πρόκειται για τον καλύτερα διατηρημένο αρχαίο ναό επί ελληνικού εδάφους, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του οποίου συναγωνίζονται σε τελειότητα αυτά του Παρθενώνος, παρά την σαφή διαφορά μεγέθους ανάμεσα στους δύο ναούς (ολόκληρο το Ηφαιστείον χωρούσε στον σηκό του Παρθενώνος) και την απασχόληση διαφορετικού συνεργείου τεχνιτών. Άγνωστος παραμένει ο αρχιτέκτονας που ανέλαβε την συνολική εποπτεία των εργασιών, ο οποίος, αν κρίνουμε από τις λύσεις που υιοθετήθηκαν, ανήκε μάλλον στην σφαίρα επιρροής του Ικτίνου και του Σκόπα. Οι εμφανείς ομοιότητες-συγγένειες που παρουσιάζει το Ηφαιστείον με άλλους τρεις ναούς της Αττικής (του Ποσειδώνος στο Σούνιο, του Άρεως στην Αγορά και της Νεμέσεως στον Ραμνούντα), που η αποπεράτωσή τους σταμάτησε ταυτόχρονα στις παραμονές του Πελοποννησιακού Πολέμου, οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ίσως πρόκειται για τέσσερα έργα ενός και του αυτού δημιουργού. Μολονότι είναι περίπου σύγχρονο με τα υπόλοιπα κτίσματα που συμπεριλήφθηκαν στο λεγόμενο περίκλειο οικοδομικό πρόγραμμα, δεν φαίνεται να εντασσόταν άμεσα σε αυτό. Κανένα ίχνος λατρείας ή προγενέστερων δομών δεν έχει βρεθεί κάτω από το κτίριο είτε στην άμεση γειτονία του· ωστόσο, λογικό είναι να υποθέσουμε ότι στον ναό αντιστοιχούσε και ένας βωμός στα ανατολικά του, ο οποίος όμως δεν έχει διασωθεί.
Για μεγάλο διάστημα στο παρελθόν το οικοδόμημα είχε ταυτισθεί λανθασμένα με το καλούμενο «Θησείον» ή με ιερό του Ηρακλέους, εξαιτίας των παραστάσεων με τους άθλους των δύο διάσημων ηρώων που κοσμούσαν τις μετόπες του ναού, ενώ άλλοι το θεωρούσαν ως τον παραδιδόμενο ναό της Αρτέμιδος Ευκλείας. Παρ’ όλ’ αυτά, η πορεία των ερευνών, σε συνδυασμό με την μαρτυρία του Παυσανίου, ανέδειξε ως επικρατέστερη την άποψη ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος από κοινού στην λατρεία του Ηφαίστου και της Αθηνάς. Πράγματι, ο Ήφαιστος, θεός της μεταλλουργίας και γενικώτερα της τεχνολογίας, και η αδελφή του Αθηνά, μέντορας των τεχνών και της χειροτεχνίας (που εδώ λόγω της ιδιότητάς της αποκαλείται ‘‘Εργάνη’’), που κάθε άλλο παρά τυχαία τιμήθηκαν στον λόφο που δέσποζε πάνω από το εμπορικό κέντρο της πόλης, ήταν οι πλέον κατάλληλοι προς λατρεία θεοί-προστάτες των καλλιτεχνών, των βιοτεχνών και των άλλων δημιουργών, που είχαν τα εργαστήριά τους εγκατεστημένα στις δυτικές και νότιες παρυφές του Αγοραίου Κολωνού. Η χρονολόγηση του ναού στηρίζεται ως επί το πλείστον στο αρχιτεκτονικό του σχέδιο, στην τεχνοτροπία των γλυπτών του συνθέσεων, στην κεραμεική που αποκαλύφθηκε στην επίχωση του κτιρίου και στην μορφή των γραμμάτων των τεκτονικών συμβόλων της λίθινης οροφής που υποδείκνυαν την ορθή αρμολόγηση των επιμέρους δόμων. Η ανέγερσή του πρέπει να ξεκίνησε όχι πριν το 460 π.Χ. και όχι αργότερα από το 450-448 π.Χ.· η συμπλήρωση της ανωδομής του είχε κατά πάσα πιθανότητα ολοκληρωθεί στα 420 π.Χ., ενώ σύμφωνα με σωζόμενη επιγραφή τα λατρευτικά αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς τοποθετήθηκαν στον ναό μεταξύ των ετών 421-415 π.Χ.
Το Ηφαιστείον ήταν δωρικός περίπτερος, διπλός «εν παραστάσι» ναός, με κανονικές αναλογίες (πτερό 6 x 13 κιόνων), διαστάσεων περίπου 31,80 x 13,80 μ. Πρόκειται για το παλαιότερο γνωστό δείγμα ναού κατασκευασμένου σχεδόν εξ ολοκλήρου από μάρμαρο (πεντελικό για το μεγαλύτερο μέρος και παριανό για το γείσο, την σίμη και τα φατνώματα), με εξαίρεση την πώρινη κατώτερη βαθμίδα του κρηπιδώματος, την ξύλινη στέγη (αντικαταστάθηκε από λίθινη σε μεταγενέστερη περίοδο) και την πήλινη κεράμωσή του. Εσωτερικά διακρινόταν σε πρόναο, σηκό (κυρίως ναό) και οπισθόδομο. Ο πρόναος και ο οπισθόδομος έφεραν από δύο κίονες ανάμεσα σε παραστάδες, ενώ τις τρεις πλευρές του εσωτερικού του σηκού περιέτρεχε δίτονη κιονοστοιχία σχήματος Π, η οποία προστέθηκε αναμφίβολα σε μια δεύτερη, προχωρημένη οικοδομική φάση του ναού προσδίδοντάς του ιδιαίτερη ευρυχωρία, για να αφαιρεθεί πολύ αργότερα, προφανώς όταν ο ναός μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. Οι τοίχοι του σηκού ήταν καλυμμένοι με κονίαμα, γεγονός που φανερώνει ότι προορίζονταν να δεχθούν έργα της μεγάλης ζωγραφικής· είτε ολοκληρώθηκαν ποτέ είτε όχι, είναι βέβαιο ότι οι παραστάσεις αυτές εμπεριείχαν στην σύνθεσή τους κάποιους από τους παρακείμενους κίονες σε μία ιδιόρρυθμη σύμμειξη αρχιτεκτονικών και ζωγραφικών στοιχείων, που δεν αποκλείεται να υπήρξε ένας από τους προδρόμους του διαδεδομένου στους ελληνιστικούς χρόνους φαινομένου της συνάθροισης ετερόκλητων μοτίβων στα πλαίσια της ίδιας απεικόνισης. Ξεχωριστής σημασίας καινοτομία συνιστά η εισβολή ιωνικών στοιχείων, όπως η έμφαση που δόθηκε στο πλάτος του δυτικού και των δύο πλαϊνών πτερών καθώς και η διάταξη του θριγκού του προνάου, οι αξονικές σχέσεις των κιόνων του οποίου με τους κίονες της περίστασης επέτρεψαν την διαμόρφωση πάνω από την θύρα επιστυλίου και ζωφόρου που δεν σταματάει – όπως συμβαίνει συνήθως – στο πλάτος των παραστάδων αλλά συνεχίζεται περιμετρικά καθ’ όλο το μήκος των πλαϊνών πτερών. Εξίσου ασυνήθιστος και ενδεικτικός της καινούριας αντίληψης του χώρου κατά την κλασσική εποχή είναι ο έντονος τονισμός της ανατολικής πρόσοψης του ναού, που εν μέρει εξαίρεται μέσω της διαρρύθμισης του γλυπτού διακόσμου που στολίζει το εξωτερικό της. Ενδεχομένως η επέκταση του ανατολικού πτερού να οφείλεται σε αλλαγή της αρχικής κάτοψης κατά την διάρκεια της εκτέλεσης του έργου (αντικατάσταση ενός μακρόστενου σηκού από έναν μικρότερο), αφορμή για την οποία στάθηκε η διάρθρωση του Παρθενώνος, που εν τω μεταξύ είχε αρχίζει να κτίζεται.
Στο βάθος του σηκού και μπροστά από την εγκάρσια κιονοστοιχία στήθηκε βάθρο με ανάγλυφη διακόσμηση – ίσως με θέμα την γέννηση του Εριχθονίου – πάνω στο οποίο πατούσαν τα χάλκινα λατρευτικά αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς, καμωμένα από τον μαθητή του Φειδίου και διάσημο γλύπτη Αλκαμένη. Στα δυτικά του ναού εντοπίσθηκε ο λάκκος εντός του οποίου κατασκευάσθηκαν τα αγάλματα, μαζί με θραύσματα των πήλινων εκμαγείων. Όπως μας πληροφορεί η προαναφερθείσα σωζόμενη επιγραφή, οι δύο θεότητες απεικονίζονταν ως προστάτες των τεχνών και της βιοτεχνίας. Μάλιστα, με βάση τις πηγές ο Αλκαμένης φιλοτέχνησε τον Ήφαιστο έτσι ώστε να μην δείχνει την αναπηρία του (ήταν χωλός)· αντίγραφο της μορφής αυτής απαντάται σε ερμαϊκή στήλη των ρωμαϊκών χρόνων, όπου ο θεός φοράει σκούφο εργάτη, ενώ σε ρωμαϊκό λύχνο, όπου σώζεται και το σώμα του, είναι ενδεδυμένος με εξωμίδα (αντιπροσωπευτικό ένδυμα των τεχνουργών) και κρατάει σφυρί και κοντάρι.
Αξιοπρόσεχτη είναι επίσης η πλούσια διακόσμηση του ναού. Τις μετόπες της ανατολικής πρόσοψης κοσμούσαν οι άθλοι του Ηρακλέους, ενώ την βόρεια και την νότια πλευρά καταλάμβαναν ανά τέσσερις μετόπες τα κατορθώματα του τοπικού ήρωα Θησέως· όλες οι υπόλοιπες μετόπες παρέμειναν λευκές και ακόσμητες. Στην ανάγλυφη ζωφόρο επάνω από το επιστύλιο του προνάου, από την μία άκρη του ναού έως την άλλη, παριστάνονταν μορφές θεοτήτων να παρακολουθούν μυθικούς αγώνες (ίσως την διαμάχη Παλλαντιδών-Θησέως)· ανάλογη ζωφόρος βρίσκεται στον οπισθόδομο, περιορισμένη όμως στο πλάτος του σηκού, με θέμα την Κενταυρομαχία (σύγκρουση Λαπίθων και Κενταύρων). Από τα κατάλοιπα (λείψανα γλυπτών από παριανό μάρμαρο) που έφεραν στο φως οι ανασκαφές συνάγεται ότι γλυπτή διακόσμηση είχαν αμφότερα τα αετώματα: καθ’ όσον αφορά το ανατολικό, που επιστεφόταν από ακρωτήρια-Νίκες, πιθανόν είναι να επαναλάμβανε το θέμα της Κενταυρομαχίας είτε να παρουσίαζε την Αποθέωση του Ηρακλέους στον Όλυμπο· το δυτικό, που έφερε στην κορυφή ως ακρωτήριο γυναικεία μορφή του «πλούσιου» ρυθμού σε κίνηση, απεικόνιζε μάλλον σκηνές μυθικών μαχών, ίσως την «Ιλίου Πέρσιν» (Άλωση της Τροίας). Πλουσιώτερος όλων ήταν ο διάκοσμος των φατνωμάτων της οροφής, τα οποία στόλιζαν μαίανδροι σε ποικίλες περιελίξεις, δωρικά και ιωνικά κυμάτια, αστέρια και ανθέμια σε ένα αρμονικό πολύχρωμο σύνολο.
Μετά τον 5ο αι. π.Χ. ο χώρος γύρω από τον ναό εξωραΐσθηκε με την δημιουργία ενός κήπου, όπως υπαινίσσονται οι σκαμμένοι λάκκοι στην κορυφή του λόφου που περιείχαν πήλινες γλάστρες. Τον 3ο αι. π.Χ. πρέπει υψώθηκε ένας τετράπλευρος περίβολος με είσοδο στην νότια πλευρά του, απ’ όπου η πρόσβαση ήταν ευκολώτερη. Κατά τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. μνημειακή κλίμακα στην ανατολική πλευρά του λόφου συνέδεσε τον ναό με τον χώρο της Αγοράς. Τέλος, ακολουθώντας τους συναδέλφους του της Ακροπόλεως, το Ηφαιστείον μετατράπηκε μέσα στον 5ο ή στον 7ο αι. μ.Χ. σε χριστιανική εκκλησία αφιερωμένη στον Αγ. Γεώργιο, χωρίς εντούτοις να υποστεί εξωτερικές αλλά μόνον εσωτερικές τροποποιήσεις, και εξακολούθησε να λειτουργεί ως ναός μέχρι το 1835.
Αεροφωτογραφία του Ηφαιστείου, όπου διακρίνονται ξεκάθαρα βασικά δομικά στοιχεία της οροφής και της ανωδομής του οικοδομήματος.
Αποκατάσταση του εσωτερικού του σηκού του Ηφαιστείου με τα λατρευτικά αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς.
Ηφαιστείον. Μετόπες in situ. Ανατολικά: Άθλοι του Ηρακλέους. Βόρεια/Νότια: Περιπέτειες και Άθλοι του Θησέως.
Ηφαιστείον. Ανατολική ζωφόρος. In situ. Μορφές θεοτήτων παρακολουθούν μυθικούς αγώνες σε εξέλιξη (διαμάχη Παλλαντιδών-Θησέως;).
Ηφαιστείον. Δυτική ζωφόρος. Κενταυρομαχία.
Κατόψεις και χαρακτηριστικές τομές του Ηφαιστείου, ως χριστιανικής εκκλησίας του Αγ. Γεωργίου.
|