Αρχαίος Ναός της Αθηνάς, (529-520, ίσως με προγενέστερη φάση περί το 570 π.Χ.)
Ο «αρχαίος νεώς» της Αθηνάς υψωνόταν μεταξύ των μεταγενέστερων Ερεχθείου και Παρθενώνος. Τα θεμέλια που έχουν αποκαλυφθεί νοτίως του Ερεχθείου μαζί με σπονδύλους κιόνων και λείψανα κιονοκράνων τον αποκαθιστούν ως δωρικού ρυθμού περίπτερο ναό μεγάλων διαστάσεων, αμφιδίστυλο «εν παραστάσι», με πρόδομο και διπλό σηκό. Αξιοσημείωτη είναι η πενταμερής διάρθρωση του εσωτερικού του ναού, που προφανώς διαμορφώθηκε σε συνάρτηση με τις λατρευτικές ανάγκες που προοριζόταν να στεγάσει: ο ανατολικός σηκός έφερε δύο εσωτερικές κιονοστοιχίες και στέγαζε το «διιπετές» άγαλμα της θεάς Αθηνάς, που σε κατοπινή εποχή φυλασσόταν εντός του Ερεχθείου. Ο δυτικός σηκός απετελείτο από τρία δωμάτια, αφιερωμένα στις λατρείες των Ποσειδώνος-Ερεχθέως, Βούτου και Ηφαίστου, οι οποίες επίσης κληροδοτήθηκαν στο Ερέχθειο.
Ο ναός οικοδομήθηκε μέσα στον 6ο αι. π.Χ., με χρηματοδότηση από την αθηναϊκή αριστοκρατική οικογένεια των Αλκμεωνιδών. Στους γεωμετρικούς χρόνους θα πρέπει να υπήρχε στην ίδια περίπου θέση ναΐσκος που παραδίδεται από τον Όμηρο («πίων νηός», «Ερεχθήος πυκινός δόμος»), λιγοστά κατάλοιπα του οποίου έχουν διασωθεί. Με βάση το υλικό των θεμελίων, κάποιοι αναγνώρισαν στο ναό δύο διαφορετικές οικοδομικές φάσεις· μία περί το 570 π.Χ., στην οποία τοποθετούνται ο σηκός και ο πρόδομος, και μία δεύτερη στα 529-520 π.Χ., οπότε προστέθηκε από τους Πεισιστρατίδες η εξωτερική περίσταση. Κατ’ άλλους, ο ναός είχε λάβει ευθύς εξαρχής τις μεγάλες του διαστάσεις (570 π.Χ.) και οι Πεισιστρατίδες τον ξανάχτισαν δίνοντάς του πιο εκσυγχρονισμένη μορφή (529-520 π.Χ.). Τέλος, μερικοί θεωρούν ότι ο ναός γνώρισε μία και μοναδική οικοδομική φάση μέσα στον 6ο αι. (529-520 ή 510-500 π.Χ.), ενώ τα μέλη που χρονολογούνται στο α΄ ήμισυ του αιώνα ανήκαν μάλλον σε άλλο κτίσμα, ενδεχομένως στον καλούμενο Πρωταρχικό Παρθενώνα (Urparthenon). Με την περσική εισβολή του 480 π.Χ. ο «αρχαίος νεώς» καταστράφηκε. Μετά την επιστροφή των Αθηναίων από την Σαλαμίνα στην πατρίδα τους, πολλά μέλη του ναού εντοιχίσθηκαν στο βόρειο τείχος της Ακροπόλεως, ενώ ένα μέρος του (αναφέρεται από τον Ηρόδοτο ως «μέγαρον προς εσπέρην τετραμμένον») διατηρήθηκε και επισκευάσθηκε προς συνέχιση της λατρείας. Το 454 π.Χ. το κοινό συμμαχικό ταμείο της Α΄ Αθηναϊκής ή Δηλιακής Συμμαχίας μεταφέρθηκε από την Δήλο στον οπισθόδομο του ναού. Σύμφωνα με μαρτυρία του Ξενοφώντος, στα 406/5 π.Χ. «ο παλαιός ναός της Αθηνάς ενεπρήσθη», δεν γνωρίζουμε όμως αν η μνεία του αφορά τον υπό εξέταση ναό ή το Ερέχθειο, που μόλις προσφάτως τον είχε αντικαταστήσει. Είναι πάντως βέβαιο ότι ο ναός σωζόταν ακόμη τον καιρό της ανέγερσης του Ερεχθείου. Τα ίχνη του χάνονται οριστικά από τον 2ο αι. μ.Χ. και εξής, ίσως δέ η χρήση του να είχε σταματήσει νωρίτερα.
Από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά που του αποδίδονται, αξιοπρόσεχτη είναι η κεφαλή μιας Γοργόνας που χρησίμευε ως ακρωτήριο καθώς και τα δύο αετώματα, των οποίων τη θέση (ποιό ήταν το ανατολικό και ποιό το δυτικό) δεν γνωρίζουμε. Βάσει των σωζόμενων μορφών, έχει υποτεθεί ότι το κέντρο του ενός αετώματος καταλάμβαναν οι μορφές ενός λέοντος και μίας λέαινας που κατασπαράσσουν ταύρο, πλαισιωμένες στα αριστερά από τον Ηρακλή που πάλευε με τον Τρίτωνα και στα δεξιά από τον τρισώματο Δαίμονα-Κυανοπώγωνα και μία άλλη μορφή. Στο άλλο αέτωμα εικονιζόταν στο κέντρο Γοργόνα πλαισιωμένη από λιοντάρια και εκατέρωθέν τους προς τα αριστερά η Γέννηση της Αθηνάς (;) και προς τα δεξιά η Αποθέωση του Ηρακλέους στον Όλυμπο.
Η Ακρόπολις των αρχαϊκών (πάνω) και των κλασσικών χρόνων (κάτω). Απόψεις από δυτικά και νοτιοδυτικά αντιστοίχως. Στα αριστερά του Παρθενώνος δέσποζε ο «αρχαίος νεώς» της Αθηνάς, που διατηρείτο ακόμη τον καιρό ανέγερσης του Ερεχθείου, ίχνη του οποίου διακρίνονται βορείως του ναού.
|