Πειραιεύς
Ο Πειραιεύς, το κύριο λιμάνι της Αθήνας, σε απόσταση περίπου 6 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της πόλης, κατελάμβανε τον χώρο μιας λοφώδους χερσονήσου με τρία φυσικά λιμάνια (Κάνθαρος, Ζέα, Μουνιχία). Η θέση του επελέγη έπειτα από εισήγηση του Θεμιστοκλέους προς αντικατάσταση του παλαιότερου λιμένος των Αθηνών στον κόλπο του Φαλήρου νοτιοανατολικά του Πειραιώς. Εξοπλισμένος με τα κατάλληλα κτίρια και άλλες κατασκευές, αποτέλεσε επί μακρόν το κοσμοπολίτικο επίκεντρο της οικονομικής δραστηριότητας των Αθηνών καθώς και την έδρα του πανίσχυρου αθηναϊκού ναυτικού.
Το μεγαλύτερο εκ των τριών λιμανιών ήταν ο Κάνθαρος στα βορειοδυτικά, του οποίου η ενδοχώρα χρησιμοποιήθηκε ως κέντρο εμπορικών συναλλαγών. Κατά μήκος της ανατολικής του πλευράς υπήρχαν πέντε στοές, γνωστές από επιγραφές ως εμπορείον, ανάμεσα στις οποίες βρισκόταν και το καλούμενο δείγμα, όπου οι πραγματευτές εξέθεταν τα εμπορεύματά τους και οι τραπεζίτες είχαν εγκαταστήσει τα τραπέζια τους. Λίθινοι «όροι» που βρέθηκαν συνιστούν ένδειξη ότι από τις παρακείμενες αποβάθρες απέπλεαν και μικρά πλοία με προορισμό τις γύρω περιοχές. Το παράκτιο τμήμα του λιμανιού χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο του αθηναϊκού στόλου, φιλοξενώντας στις εγκαταστάσεις του 94 τριήρεις. Στην μία πλευρά της εισόδου της προκυμαίας υψωνόταν ένας αράβδωτος ιωνικός κίονας, που λεγόταν ότι σηματοδοτούσε τον τάφο του Θεμιστοκλέους, ενώ στην άλλη ένα τεράστιο μαρμάρινο λιοντάρι ύψους περίπου 3 μ. ίσως να λειτουργούσε ως δείκτης της εισόδου του λιμανιού, όπως ακριβώς τα λιοντάρια που είχαν στηθεί στο λιμάνι της Μιλήτου.
Νοτίως του Κανθάρου εκτεινόταν το λιμάνι της Ζέας, το βασικώτερο πολεμικό λιμάνι των Αθηνών, που στέγαζε 196 τριήρεις. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των υποστέγων που είχαν κατασκευασθεί για την φύλαξη των πλοίων και στα τρία λιμάνια ανέρχονταν κατά το β΄ ήμισυ του 4ου αι. π.Χ. σε 372· έπειτα από την καταστροφή τους από τους Τριάκοντα Τυράννους το 403 π.Χ., ξαναχτίσθηκαν με μέριμνα του Λυκούργου και του Ευβούλου στους χρόνους που ακολούθησαν, για να γκρεμιστούν τελειωτικά από τον Σύλλα το 86 π.Χ. Πίσω από τους υπόστεγους χώρους βρισκόταν η μεγαλοδιάστατη Σκευοθήκη του Φίλωνος, όπου αποθηκεύονταν τα αποσπώμενα μέρη των πλοίων (πανιά και σκοινιά), και σε άμεση γειτονία με αυτήν η Αγορά του Πειραιώς, η οποία διαμορφώθηκε τον 5ο αι. π.Χ. πάνω σε σχέδια του διάσημου αρχιτέκτονα Ιπποδάμου από την Μίλητο.
Το τρίτο και μικρότερο λιμάνι, αυτό της Μουνιχίας, διέθετε 82 υπόστεγα για την εναπόθεση πλοίων. Σε έναν χαμηλό λόφο στα νοτιοανατολικά του λιμανιού εκτεινόταν το σημαντικό ιερό της Αρτέμιδος Μουνιχίας, ενώ σε άλλον απόκρημνο λόφο πίσω από το λιμάνι βρισκόταν το φρούριο που επάνδρωσαν οι Μακεδόνες τον 3ο αι. π.Χ.
Στα έργα μικρότερης κλίμακας που έγιναν στον Πειραιά συμπεριλαμβάνεται και η «Στοά Αλφιτόπωλις», χώρος αποθήκευσης και εμπορίας των εισαγόμενων στην Αθήνα σιτηρών, που οικοδομήθηκε έπειτα από πρόταση και υπό την εποπτεία του Περικλέους και της οποίας η θέση δεν έχει προσδιορισθεί με ακρίβεια από την σύγχρονη έρευνα. Την πόλη κόσμησαν επίσης δύο θέατρα, αυτό της Μουνιχίας, χρονολογούμενο στον 5ο αι. π.Χ., και ένα δεύτερο, κοντά στην Ζέα, του 2ου αι. π.Χ. Τέλος, ένα ασυνήθιστο δικαστήριο στα νότια της Ζέας, το ονομαζόμενο «Δικαστήριο στην Φρεαττώ», δίκαζε τις υποθέσεις ατόμων που είχαν ήδη εξορισθεί από την Αθήνα και γι’ αυτό ήταν υποχρεωμένοι να επικαλεσθούν τις θέσεις τους από ένα πλοίο σε μικρή απόσταση από την ακτή. Έντονο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη του Πειραιώς επέδειξε και ο Δημήτριος ο Φαληρεύς (317 - 307), επί των ημερών του οποίου εκτελέσθηκαν σημαντικά έργα στην περιοχή.
Τοπογραφικό σχέδιο του Πειραιώς με τα τρία λιμάνια του (Κάνθαρος, Ζέα, Μουνιχία).
Ζωγραφική αποκατάσταση (πάνω) και πρόπλασμα (κάτω) των υποστέγων που προστάτευαν τις αθηναϊκές τριήρεις στους λιμένες του Πειραιώς.
Σχεδιαστική αποκατάσταση της Σκευοθήκης του Φίλωνος, που στέγαζε τα φορητά (αποσπώμενα) σύνεργα του αθηναϊκού στόλου.
|