Ραμνούς, Ναός της Νεμέσεως (πριν το 450, β΄ φάση στα 436-432 π.Χ. και μτγν.)
Η οικοδόμηση του ναού στο ιερό της Νεμέσεως στο δήμο του Ραμνούντος στη Βόρεια Αττική άρχισε κατά πάσα πιθανότητα πριν το 450/49 π.Χ.. Ο κύριος όγκος των εργασιών σημειώθηκε στα χρόνια 436-432 π.Χ., όμως η ανέγερση διακόπηκε το 431 π.Χ. εξαιτίας του Πελοποννησιακού Πολέμου και συνεχίστηκε μερικώς στις δεκαετίες του 430 και 420 π.Χ.. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ημιτελής ναός κατέλαβε την θέση παλαιοτέρου οικοδομήματος, που είχε χτιστεί με χρηματοδότηση από τα λάφυρα της νίκης των Αθηναίων στον Μαραθώνα και καταστράφηκε με την περσική εισβολή του 480 π.Χ.στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι θεώρησαν ότι η Νέμεσις, ο Πάν και ο Θησεύς τους βοήθησαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την εχθρική απειλή, γι’ αυτό και αποφάσισαν την ίδρυση του ναού. Φαίνεται όμως ότι η υλοποίηση της ιδέας πραγματοποιήθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, στη δεκαετία 440-430. Επισκευές έγιναν και πολύ αργότερα, μάλλον το 45-46 μ.Χ., οπότε ο ναός αφιερώθηκε στη θεοποιημένη σύζυγο του Οκταβιανού Αυγούστου Λιβία.
Ο ναός ήταν δωρικός περίπτερος, διπλός «εν παραστάσι» (πτερό 6x12 αράβδωτων κιόνων), κατασκευασμένος από ντόπιο γαλαζωπό μάρμαρο και πεντελικό μάρμαρο στα ακρωτήρια. Σε επίπεδο δόμησης, είναι ο τέταρτος κατά σειρά ναός που αποδόθηκε από μεγάλη μερίδα ερευνητών στον αρχιτέκτονα του αθηναϊκού Ηφαιστείου.
Στο σηκό του στεγαζόταν το λατρευτικό άγαλμα της Νεμέσεως (425-423 π.Χ.) από παριανό μάρμαρο, φιλοτεχνημένο από τον Πάριο γλύπτη Αγοράκριτο, μαθητή του Φειδίου. Σύμφωνα με τον Παυσανία, το άγαλμα ήταν έργο του ίδιου του Φειδίου, ο οποίος όμως άφησε τον Αγοράκριτο να το υπογράψει κινούμενος από τον έρωτά του γι’ αυτόν. Παρ’ όλ’ αυτά, τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του αγάλματος δεν παραπέμπουν στον Φειδία αλλά σε άτομο του καλλιτεχνικού του περιβάλλοντος. Γι’ αυτό έχει υποτεθεί ότι το εν λόγω γλυπτό δεν είναι άλλο από το άγαλμα της Αφροδίτης εν Κήποις, με το οποίο ο Αγοράκριτος έλαβε μέρος σε καλλιτεχνικό διαγωνισμό, όπου ηττήθηκε από τον Αλκαμένη, με αποτέλεσμα το άγαλμα να καταλήξει στο ιερό του Ραμνούντος ως άγαλμα της Νεμέσεως. Δυστυχώς, στις μέρες μας σώζονται μόνο θραύσματα του περιβόητου αυτού έργου, που κατακρεουργήθηκε στους χριστιανικούς χρόνους. Με βάση το υπάρχον υλικό και τις περιγραφές των αρχαίων πηγών η μορφή της Νέμεσεως αποκαθίσταται σε όρθια στάση. Η θεά είχε μεγάλη κοτσίδα που κρεμόταν στον αυχένα της, ενώ τα ελάφια στο κεφάλι της, που μυθολογικά παραπέμπουν τόσο στην Αρτέμιδα, όσο και στην Ιφιγένεια και στον Τρωικό Πόλεμο, αποτελούν έμμεση μνεία των πολεμικών αγώνων των Αθηναίων κατά των Περσών. Στο ένα χέρι της έφερε φιάλη διακοσμημένη με νέγρους, οι οποίοι κατά την παράδοση κατοικούσαν στον Ωκεανό («παρά τω Ωκεανώ»), πατέρα της Νεμέσεως, ενώ στο άλλο χέρι κρατούσε κλαδί ελιάς, που έφερε ταινία με την υπογραφή του καλλιτέχνη («Αγοράκριτος εποίησεν»). Στη μαρμάρινη βάση του αγάλματος απεικονιζόταν η παράδοση της Ωραίας Ελένης από την θετή μητέρα της Λήδα, στην πραγματική μητέρα της, τη Νέμεσι, παρουσία του Αγαμέμνονος, του Μενελάου, του Τυνδάρεω, και άλλων προσώπων που δεν είναι δυνατόν να ταυτιστούν με σιγουριά· κατ’ ουσίαν πρόκειται για μία παραλλαγή του μύθου της Ωραίας Ελένης προς εξυπηρέτηση της αθηναϊκής πολιτικής προπαγάνδας της εποχής.
Ραμνούς. Τοπογραφικό σχέδιο του ιερού της Νεμέσεως, της ακροπόλεως και του οχυρωμένου παραθαλάσσιου δήμου.
Κάτοψη του ιερού της Νεμέσεως.
Κάτοψη και αξονομετρική αποκατάσταση του ναού της Νεμέσεως.
Αναπαράσταση του σηκού του ναού της Νεμέσεως με το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, έργο του Αγορακρίτου.
|