Η Αθήνα στην προϊστορική εποχή
Μαρία Παντελίδου – Γκόφα
Αναπ. Καθηγήτρια, Τομέας Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Εικόνα 1. Τοπογραφικό διάγραμμα της πόλεως των Αθηνών, με τα σημεία ευρέσεως προϊστορικών υπολειμμάτων
Η πόλη όπου κατοικούμε, αυτό το τεράστιο άστυ που τείνει να καλύψει όλη την Αττική, έχει μια πολύ μακρά ιστορία που αρχίζει πολλούς αιώνες, χιλιάδες χρόνια, πριν από τη χρήση της γραφής και την καταγραφή της Ιστορίας (Εικόνα 1).
Εικόνα 2. Ο βράχος της Ακροπόλεως και οι κλιτείς του με τα ευρήματα της Νεολιθικής, Πρωτοελλαδικής και Μεσοελλαδικής εποχής
Οι πρώτοι άνθρωποι στην πόλη μας φθάνουν κατά το τέλος της Νεολιθικής εποχής, κάπου μεταξύ 3500 και 3200 π.Χ. Τα λίγα σκόρπια ίχνη τους που διασώθηκαν μέχρι σήμερα μαρτυρούν ότι πρώτοι αυτοί διάλεξαν για μόνιμη εγκατάσταση την περιοχή του βράχου της Ακροπόλεως. Στην αρχή πιθανόν να μην θέλησαν να μείνουν ακριβώς επάνω στην κορυφή, αλλά από ανασκαφές γνωρίζουμε ότι είχαν ασφαλώς διασκορπιστεί στη νότια και βόρεια κλιτύ του βράχου, και ίσως κατά καιρούς χρησιμοποιούσαν τα δύο μικρά σπήλαια επάνω από το θέατρο του Διονύσου. Το νερό, πρώτο και βασικότερο στοιχείο για την ίδρυση οικισμού, το αντλούσαν από ρηχά πηγάδια βάθους 3-4 μ., 21 για την ακρίβεια, που είχαν ανοίξει στα ΒΔ του βράχου, εκεί όπου αργότερα, στους ιστορικούς χρόνους, υπήρχε η ονομαστή πηγή Κλεψύδρα (Εικόνα 2).
Εικόνα 3. Γυναικεία Νεολιθικά ειδώλια από την αρχαία Αγορά (β) και τα Πατήσια (α).
Τα σπίτια, λίγα και σκορπισμένα στις πλαγιές, είχαν γερή κτιστή βάση, ενώ οι τοίχοι και η στέγη ήταν πλεκτά από κλαδιά αλειμμένα με λάσπη. Μέσα στο μοναδικό δωμάτιο υπήρχε κτιστή εστία που έψηνε το φαγητό και ζέσταινε τον χώρο. Τα τρόφιμα και τις άλλες προμήθειες που είχαν αποκτήσει από την καλλιέργεια και διάφορες συναλλαγές τα αποθήκευαν μέσα σε απλούς ρηχούς λάκκους σκαμμένους στη γη. Ζωτική σημασία είχε το κυνήγι ζώων της περιοχής, όχι μόνο για το κρέας αλλά και για το δέρμα.
Εκτός από τις απαραίτητες βιοτικές τους ανάγκες, φρόντιζαν ακόμα να στολίζουν το σώμα τους με λίθινα και οστέινα κοσμήματα και πιθανόν να έβαφαν το πρόσωπό τους με ώχρα. Τέσσερα παχύσαρκα γυναικεία ειδώλια μαρτυρούν την άσκηση της λατρείας γυναικείας θεότητας της ευφορίας, αυτής που κυριαρχεί στον Ανατολικό χώρο καθ' όλη την Προϊστορική εποχή (Εικόνα 3).
Εικόνα 4. Ο λόφος στο Ολυμπιείο και τα σημεία με προϊστορικά ευρήματα. Τ.23 : Πρωτοελλαδικός τάφος. Φ.5 : Υστεροελλαδικό πηγάδι. Θ.9 και Θ.10 : Προϊστορικές επιχώσεις
Εικόνα 5. Αγγείο Κυκλαδικού τύπου από τον Πρωτοελλαδικό τάφο του Ολυμπίειου
Άλλη μία ομάδα ανθρώπων πιθανόν να είχε εγκατασταθεί στον γειτονικό λόφο του Ολυμπιείου, που αργότερα ισοπεδώθηκε για να κτισθεί επάνω ο ναός του Ολυμπίου Διός. Από το σημείο αυτό δεν σώθηκε τίποτα (ούτε θα ήταν δυνατόν αφού κόπηκε και απομακρύνθηκε όλη η πιθανή επίχωση), αλλά η μορφή και η θέση του λόφου παρουσιάζουν την ιδεώδη τοποθεσία για ίδρυση Νεολιθικού οικισμού: χαμηλό έξαρμα γης κοντά σε ποταμό και πεδινή έκταση γύρω με εύφορο χώμα για καλλιέργεια.
Από τα λίγα αυτά ευρήματα, και ειδικότερα τους τύπους της κεραμεικής, συνάγεται ότι οι άνθρωποι που έμεναν στις κλιτείς της Ακροπόλεως κατά τη Νεολιθική εποχή ήταν στραμμένοι προς τη θάλασσα και διατηρούσαν στενή επικοινωνία με τις ακτές του Σαρωνικού, την Αίγινα και την Κέα. Αραιότερες ήταν οι σχέσεις τους με τη ΒΑ Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και τη Μικρά Ασία.
Η πρώτη εποχή του Χαλκού (3200-2000 π.Χ.), βρίσκει τους κατοίκους της σημερινής Αθήνας να είναι ακόμα έντονα επηρεασμένοι από τον Νεολιθικό τρόπο ζωής. Τον πρώτο καιρό μένουν κλεισμένοι στον χώρο τους, αλλά αμέσως μετά συνδέονται και επικοινωνούν με την Πελοπόννησο, τη Στερεά και τις Κυκλάδες. Σπίτια και μόνιμες κατασκευές δεν διασώθηκαν, αλλά η σκόρπια κεραμεική μαρτυρεί ότι συνεχίζουν να κατοικούν στις παλιές θέσεις, ενώ άλλοι διαμένουν τώρα ασφαλώς και στην κορυφή του βράχου, κοντά στο Ερέχθειο, όπου βρέθηκαν σαφή ίχνη τους. Μέσα στην αρχαία Αγορά αρχίζει να διαγράφεται ένα μονοπάτι προς τα δυτικά, προς την Ακαδημία Πλάτωνος, που θα γίνει αργότερα δρόμος.
Ανατολικά, ο λόφος του Ολυμπιείου είναι σχεδόν βέβαιο ότι χρησιμοποιείται και ένας κάτοικός του βρέθηκε θαμμένος σε μικρό λαξευτό τάφο της περιοχής (Εικόνες 4 και 5). Αυτός και ένας άλλος τάφος στον Κεραμεικό φανερώνουν από το σχήμα και τα κτερίσματά τους ότι οι κάτοικοι της περιοχής διατήρησαν τις στενές σχέσεις με τις Κυκλάδες ή τους Κυκλαδικούς οικισμούς της Αττικής και ακολούθησαν πολλά δικά τους έθιμα.
Μετά απ' αυτά τα λίγα και πτωχά κατάλοιπα, εντύπωση προκαλεί το πλήθος και η ποικιλία των ευρημάτων της δεύτερης εποχής του Χαλκού, της Μεσοελλαδικής περιόδου (2000-1600 π.Χ.). Σπίτια, πηγάδια, εστίες, λάκκοι αποθήκης, τάφοι διαφόρων τύπων και όλες οι κατηγορίες της κεραμεικής με άφθονο υλικό υπάρχουν κατεσπαρμένα σε μεγάλη έκταση του χώρου. Στην κορυφή του βράχου, ανατολικά του Ερεχθείου, είχαν διασωθεί πέντε μικροί κιβωτιόσχημοι τάφοι και βόρεια του ίδιου ναού στρώμα επιχώσεως. Στη νότια κλιτύ σημάδια της Μεσοελλαδικής εποχής υπάρχουν όχι μόνο κοντά στα Πρωτοελλαδικά, αλλά παντού όπου έγινε ανασκαφή. Δύο εστίες, δύο λάκκοι αποθήκης, ταφή μέσα σε πίθο, ταφικός τύμβος βόρεια της Στοάς του Ευμενούς, δύο δωμάτια ή σπίτια, ένα πηγάδι, δύο μικροί απλοί τάφοι και χαμηλότερα, προς τα ανατολικά του λόφου του Μουσείου, ένας καλοφτιαγμένος τάφος μεγάλων διαστάσεων (1.40x0.55 εσωτ.), άλλοι δύο πρώιμοι και βέβαια παντού κεραμεική.
Πολλή κεραμεική βρέθηκε επίσης ανατολικά, στον χώρο του Ολυμπιείου. Βόρεια μέσα στην αρχαία Αγορά, σε όποιο σημείο ο βράχος είχε διατηρήσει παλαιά επίχωση, αποκαλύπτεται Μεσοελλαδική χρήση. Κεραμεική, δύο λάκκοι αποθήκης στη ρίζα του Αρείου Πάγου και κυρίως τμήματα δρόμου, στο κέντρο και στη ΒΔ γωνία, επάνω από το μονοπάτι της Πρωτοελλαδικής εποχής.
Εικόνα 6. Μεσοελλαδική λεκάνη από τάφο των Αθηνών
Εικόνα 7. Κυκλαδικό αγγείο από τάφο των Αθηνών
Όπως είναι φανερό, τα Μεσοελλαδικά υπολείμματα καλύπτουν τεράστια έκταση, πολύ μεγαλύτερη από όλους τους γνωστούς Μεσοελλαδικούς οικισμούς. Βέβαια είναι απίθανο και άστοχο να σκεφθούμε ότι όλος ο χώρος αποτελούσε ενιαίο και συνεχή οικισμό. Τα ευρήματα, όμως, υπάρχουν και στη θέση τους πρέπει να τοποθετήσουμε σπίτια κτισμένα κατά ομάδες πυκνότερα στη νότια και βόρεια κλιτύ, μια άλλη ομάδα στα ανατολικά του λόφου του Μουσείου και άλλες στο Ολυμπίειο και την Αγορά. Οι κάτοικοι των οικισμών δεν φαίνεται να ζουν κλεισμένοι στον τόπο τους. Απεναντίας, διατηρούν στενές σχέσεις και έρχονται συνεχώς σε επικοινωνία με τη Στερεά, την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Από τα διάφορα εμπορεύματα εμείς γνωρίζουμε μόνο τα κεραμεικά σκεύη (Εικόνες 6 και 7). Τα έθιμα ταφής είναι τώρα σαφώς Ελλαδικά χωρίς Κυκλαδικές επιδράσεις.
Και φτάνουμε στην Ύστερη εποχή του Χαλκού την Υστεροελλαδική ή Μυκηναϊκή, όπως είναι καλύτερα γνωστή. Τα πεντακόσια περίπου χρόνια της μπορούμε να τα διαιρέσουμε σε μικρότερες ενότητες, από 100 ή 50 χρόνια, που κάθε μία είχε τα δικά της γνωρίσματα. Οι πρώτοι χρόνοι του Μυκηναϊκού πολιτισμού (1600-1500 π.Χ.), που εμφανίζεται και ωριμάζει στην Αργολίδα, βρίσκουν τους κατοίκους των Αθηνών βαθιά επηρεασμένους από τον Μεσοελλαδικό τρόπο ζωής.
Η εποχή των βασιλικών λάκκων και των πολύχρυσων Μυκηνών με τα πολυτελή σκεύη και τους νέους ρυθμούς είναι για τους περισσότερους Αθηναίους άγνωστη. Τέχνη και συνήθειες ακολουθούν τα Μεσοελλαδικά πρότυπα και διατηρούν τον Μεσοελλαδικό χαρακτήρα. Ο νέος ρυθμός γίνεται προσιτός σε λίγους ανθρώπους, μόνο σ' αυτούς που κατοικούν επάνω στον βράχο, στη νότια κλιτύ και στο Ολυμπίειο. Άλλου είδους ευρήματα, κυρίως τάφοι, φανερώνουν ότι ορισμένες οικογένειες πέρασαν από τη μία εποχή στην άλλη και έζησαν την περίοδο της πολιτιστικής αλλαγής χωρίς να μεταβάλουν αντίστοιχα τα παραδοσιακά έθιμα.
Εικόνα 8. Αγγεία της πρώιμης Μυκηναϊκής περιόδου (1500 π.Χ)
Πάντως, από την επόμενη περίοδο –την ΥΕ II (1500-1400 π.Χ.)– οι Αθηναίοι αποκτούν τον χαρακτήρα του Μυκηναϊκού κόσμου, ακολουθούν τις ίδιες μορφές στην τέχνη (Εικόνα 8), ίσως δε και στη διοίκηση. Η κορυφή του βράχου και οι κλιτύες, τουλάχιστον η νότια, είναι ο τόπος κατοικίας του ηγεμόνα και της άρχουσας τάξης (Εικόνα 4). Στις θέσεις αυτές οι κάτοικοι μεταχειρίζονται πολυτελή σκεύη και έχουν στα σπίτια τους αντικείμενα από την Αργολίδα (Εικόνες 9-11) και την Κρήτη, που τώρα μόλις στέλνει μερικά προϊόντα της στην Αθήνα.
Εικόνα 9α. Εντόπιο αλάβαστρο από πρώιμο τάφο των Αθηνών
Εικόνα 9β. Διακόσμηση στη βάση του αλάβαστρου 9α
Εικόνα 10. Κύλικα εισηγμένη από την Αργολίδα
Εικόνα 11. Πολυτεμής πίθος πιθανότατα εισηγμένος από την Αργολίδα
Εικόνα 12. Κάτοψη και τομές θαλαμοειδούς τάφου Μυκηναϊκής εποχής σε οικόπεδο της οδού Δημητρακοπούλου 50.
Η έκταση του οικισμού στην κάτω πόλη δεν είναι απόλυτα καθορισμένη για το διάστημα αυτό. Τα ευρήματα όμως φανερώνουν ότι εκτός από τις παλαιές θέσεις που κατοικούνται πάντοτε (ανατολικά του Μουσείου και το Ολυμπίειο) αρχίζει να χρησιμοποιείται μια άλλη περιοχή σχετικά μακρύτερα, με σπίτια που υπάγονται σε νέο συγκρότημα. Οι κάτοικοί τους ενταφιάζονται σε άλλο νεκροταφείο, δίπλα σε μια στροφή του Ιλισού, στο τέρμα της σημερινής οδού Δημητρακοπούλου.
Η τελευταία κατοικία τους κατασκευάζεται κατά τα νέα πρότυπα του θαλαμοειδούς τάφου (Εικόνα 12), ενώ παράλληλα οι παλαιές οικογένειες χρησιμοποιούν Μεσοελλαδικούς κιβωτιόσχημους.
Εικόνα 13. Ο.Μ. von Stackelberg. Το νότιο τμήμα των Αθηνών με την Ακρόπολη και το Ολυμπιείο. Λιθογραφία.
Κατά την τρίτη Μυκηναϊκή περίοδο –ΥΕ III– και ειδικότερα στα πρώτα χρόνια της (1410-1380 π.Χ.) ο οικισμός των Αθηνών παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη. Ο πληθυσμός εξαπλώνεται στο νότιο τμήμα (Εικόνα 13) και όλα μαρτυρούν τη γενική ευημερία στην ποιότητα και τα μέσα ζωής. Μερικοί τάφοι του νεκροταφείου τους περιέχουν κτερίσματα εφάμιλλα των Αργολικών (Εικόνες 14-18). Αντίθετα, η βόρεια πλευρά φαίνεται προσωρινά ακατοίκητη. Και όμως κάπου πρέπει να είχε σχηματισθεί ένας οικισμός, γιατί στην περιοχή της Αγοράς, ιδίως γύρω από τη στοά του Αττάλου, δημιουργείται νεκροταφείο που είναι αρκετά μεγάλο για να αποδοθεί μόνο στις οικογένειες της κορυφής του βράχου (Εικόνα 19). Οι πραγματικά πλούσιοι τάφοι των Αθηνών βρέθηκαν στον Άρειο Πάγο, λαξευτοί μέσα στο βράχο, και αυτοί τουλάχιστον πρέπει να έκρυβαν άρχοντες.
Εικόνα 14. Χρυσά κοσμήματα
Εικόνα 15. Χρυσές χάντρες
Εικόνα 16. Δύο χρυσές χάντρες σε σχήμα μύγας
Εικόνα 17. Χρυσή χάντρα σε σχήμα κεφαλής βοδιού
Εικόνα 18. Χρυσό περιδέραιο
Εικόνα 19. Η αρχαία Αγορά των Αθηνών την προϊστορική εποχή. Με διακεκομμένη γραμμή τα κτήρια των ιστορικών χρόνων.
Τέλος, άλλο ένα νεκροταφείο, το τρίτο του οικισμού, φαίνεται να σχηματίζεται δυτικά της Ακροπόλεως στη ρίζα του λόφου των Νυμφών (Εικόνα 20 α, β).
Εικόνα 20α. Ομοίωμα καθίσματος από το Δυτικό Νεκροταφείο (πλάγια όψη)
Εικόνα 20β. Ομοίωμα καθίσματος από το Δυτικό Νεκροταφείο (όψη της πλάτης)
Εικόνα 21. Πιθόσχημο αγγείο από το νότιο νεκροταφείο
Εικόνα 22. Αγγεία από το νότιο νεκροταφείο
Εικόνα 23. Χάλκινες αιχμές δοράτων από τάφο του νοτίου τμήματος
Όλη αυτή η έκταση που ορίζεται στα άκρα της από δύο και τρία νεκροταφεία (Εικόνες 21-23) είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη προηγούμενης εποχής και είναι αδύνατο να παραδεχθούμε ότι αποτελούσε έναν ενιαίο και συνεχή οικισμό. Για να είμαστε πλησιέστερα στην πραγματικότητα, πρέπει να υποθέσουμε ότι οι Αθηναίοι ήταν συγκεντρωμένοι κατά ομάδες ή «κατά κώμας» όπως θα έλεγε ο Θουκυδίδης, με τον κεντρικό πυρήνα επάνω στον βράχο και στη νότια κλιτύ. Μερικά σπίτια θα σχημάτιζαν άλλη ομάδα δυτικά της Ακροπόλεως, άλλα ανατολικά του Μουσείου ή κατά μήκος της δυτικής όχθης του Ιλισού και άλλα στο Ολυμπίειο. Πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι η διάρθρωση αυτή δεν είχε σχέση με συγκεκριμένη κοινωνική ή οικονομική διαφοροποίηση των κατοίκων, διότι τα κτερίσματα των δύο μεγάλων νεκροταφείων παρουσιάζουν απόλυτη ποιοτική αντιστοιχία. Ανώτερα υπήρχαν μόνο μέσα στους τάφους του Αρείου Πάγου, αλλά αυτοί, όπως είπαμε, ήταν ηγεμονικοί.
Η «κατά κώμας» οργάνωση του πληθυσμού που διαπιστώνεται ανασκαφικά από τα ευρήματα στον χώρο οδηγεί σε έναν συλλογισμό. Η λέξη Αθήναι, όπως δηλώνει η κατάληξη -ηναι, είναι παλαιότερη των ιστορικών χρόνων και διατυπώνεται πάντοτε κατά πληθυντικό αριθμό. Μήπως λοιπόν ο πληθυντικός αναφέρεται σ' αυτή τη διαίρεση και προήλθε από το σύνολο των μικρών οικισμών που όλοι μαζί απαρτίζουν ένα συνοικισμό, όπως συμβαίνει και με τις πόλεις Μυκήναι, Θήβαι;
Η ερμηνεία αυτή αποτελεί απλώς ένα συλλογισμό χωρίς άλλα αποδεικτικά στοιχεία, ενώ η παράδοση αποδίδει το όνομα Αθήναι σε μεταγενέστερους χρόνους μετά τον «συνοικισμό» του Θησέως και οι αρχαίοι συγγραφείς παραδίδουν παλαιότερα ονόματα της πόλεως όπως Κεκροπίς και Ερεχθηίς.
Εικόνα 24. Αμφορέας και πρόχους από μυκηναϊκά πηγάδια
Εικόνα 25. Δύο ΥΕ ΙΙΙ πρόχοι κατασκευασμένες με τεχνική Μεσοελλαδικών Χρόνων
Από τα ποικίλα ευρήματα των Αθηνών συμπεραίνουμε ότι οι επαφές με την Αργολίδα, τη Βοιωτία, την Εύβοια και όλη την Αττική είναι συχνές. Η ποιότητα όμως των εισηγμένων δεν είναι άριστη και τούτο φαίνεται να σημαίνει ότι οι Αθηναίοι δεν ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι στη διάκριση της υψηλής τέχνης. Τα εντόπια εργαστήρια μιμούνται τα Αργολικά αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία, ενώ υπάρχουν ορισμένα που παραμένουν προσκολλημένα –ή έστω ξαναθυμούνται και επαναλαμβάνουν– μορφές και τεχνοτροπίες της Μεσοελλαδικής εποχής. Τοπική ιδιομορφία παρουσιάζουν ορισμένα αγγεία με έντριπτη διαμόρφωση επιφάνειας και μερικά υδροφόρα κατασκευασμένα όπως ακριβώς τα Μεσοελλαδικά (Εικόνες 24 και 25) με τον ίδιο πηλό, βαφή και διακόσμηση. Αραιά και σπάνια είναι τα προϊόντα από τη μακρινή Χαναάν, αλλά αυτό που πρέπει να σχολιάσουμε είναι οι σχέσεις των Αθηνών με την Κρήτη. Ο μύθος συνδέει με τραγικό τρόπο τους νέους των Αθηνών, τον Θησέα και τον Αιγέα, με την Κρήτη και τον Μινώταυρο. Τα στοιχεία όμως που έχουμε δεν αποδεικνύουν ουσιαστική Μινωική επίδραση που να δικαιολογεί τη γένεση παρόμοιου μύθου.
Το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα (ΥΕ III Α2) η ζωή συνεχίζεται με τρόπο συντηρητικό. Οι κάτοικοι παραμένουν στις θέσεις τους, αλλά δεν επεκτείνονται ούτε αναπτύσσουν ιδιαίτερη δραστηριότητα. Η παρατήρηση προκαλεί εντύπωση διότι αυτήν ακριβώς την εποχή συντελείται η πρώτη σημαντική εξάπλωση του Μυκηναϊκού πολιτισμού στον χώρο του Αιγαίου και παντού, ακόμα και στην Αττική, δημιουργούνται νέοι οικισμοί.
Μόνο αι Αθήναι παραμένουν αμέτοχοι της συντελούμενης «κοσμογονίας» και η εξήγηση δεν προκύπτει αμέσως από τα δικά μας ευρήματα. Ίσως όμως επιτρέπεται να σκεφθούμε ότι τα ζωτικότερα μέλη του πληθυσμού μετακινήθηκαν προς τη θάλασσα και εγκαταστάθηκαν σε παράλιους οικισμούς που ξέρουμε ότι εκείνη την εποχή ευημερούν, όπως η Αλυκή της Βούλας, η Βάρκιζα, το Φάληρο και άλλα. Εδώ, στα παλιά σπίτια, έμεναν οι πιο συντηρητικοί και συνέχισαν να εργάζονται με τον δικό τους ρυθμό.
Η σχετική απομόνωση και ο συντηρητισμός διαρκούν μισό περίπου αιώνα. Από τις αρχές του επομένου, 13ου αιώνα, αι Αθήναι εισέρχονται στην πιο σημαντική φάση αναπτύξεως. Η έκταση του πολίσματος παραμένει η ίδια, αλλά από τα ευρήματα συνάγεται ότι τώρα χρησιμοποιείται εντονότερα το βόρειο τμήμα, που έχει εύκολη πρόσβαση στην Ακρόπολη. Στη βόρεια κλιτύ κτίζονται μερικά σπίτια και είναι περίπου βέβαιο ότι οι κάτοικοι της περιοχής κυκλοφορούν γύρω από τον βράχο από ένα μονοπάτι, που αργότερα μεταβάλλεται στον γνωστό Περίπατο.
Εικόνα 26. Η Ακρόπολη των Αθηνών στη Μυκηναϊκή εποχή. Η εσωτερική παχειά γραμμή είναι το τείχος
Επάνω στον βράχο ο χώρος αναμορφώνεται. Εκεί ακριβώς όπου αργότερα θα κτισθεί το Ερέχθειο και ο πρώτος, ο εκατόμπεδος ναός της Αθηνάς, σχηματίζεται ισοπεδωμένος χώρος με άνδηρα, επάνω στα οποία κτίζεται το Μυκηναϊκό ανάκτορο. Από το κτίσμα σώθηκαν ελάχιστα λείψανα, αλλά από αυτά και μόνο (δύο βαθμίδες κλίμακας προς τον δεύτερο όροφο, κίονας μεγάλης διαμέτρου) συμπεραίνουμε ότι το ανάκτορο είχε περίπου το σχήμα και τα βασικά στοιχεία των γνωστών Αργολικών. Αμέσως μετά, στην επόμενη γενιά, οχυρώνεται με ισχυρό κυκλώπειο τείχος που περιβάλλει την επάνω επιφάνεια του βράχου: θεμελίωση, οικοδομική τεχνική, υλικά, σχέδιο και διαδρομή, όλα τα τμήματα και τα στοιχεία του τείχους μιμούνται τα Αργολικά πρότυπα (Εικόνα 26).
Η κύρια είσοδος εφοδιάζεται με ισχυρό πύργο που αφήνει συγχρόνως στενό πέρασμα για να εγκλωβίζει σε μικρό χώρο πιθανούς επιδρομείς. Η δεύτερη πρόσβαση στον βορρά, εκεί που υπήρχε πάντοτε το μονοπάτι προς την κορυφή του βράχου, φράσσεται τώρα από το τείχος. Τέλος, κατασκευάζεται η υπόγεια κάθοδος στη βόρεια κρήνη που θα εξασφαλίζει στους πολιορκημένους νερό. Η πηγή βρίσκεται σε βάθος 40 μ. από την κορυφή, και η κλίμακα με βαθμίδες λίθινες και ξύλινες στηρίχθηκε με ευφυή και αποτελεσματικό τρόπο μέσα σε κατακόρυφη σχισμή του βράχου ώστε να είναι εξωτερικά αθέατη.
Η κατασκευή της ακροπόλεως προϋποθέτει άνακτα και ηγεμόνα που συγκεντρώνει στα χέρια του μεγάλη δύναμη και επιβάλλεται σε πλήθος υπηκόων. Τα ευρήματα στην κάτω πόλη και «τας κώμας» δεν είναι πολλά, αλλά είναι αρκετά για να μαρτυρούν ότι οι παλαιές θέσεις δεν εγκαταλείπονται και οι άνθρωποι, ιδίως οι παλαιές οικογένειες, δεν αφήνουν τα σπίτια τους.
Εικόνα 27α. Ψευδόστομος αμφορέας του 12ου αιώνα
Εικόνα 27β. Η διακόσμηση στον ώμο του ψευδόστομου αμφορέα
Η συνεχής ανάπτυξη και ευμάρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου ανακόπτεται στις αρχές του 12ου αιώνα. Οι λόγοι βρίσκονται εκτός του ελλαδικού χώρου και είναι γεγονός ότι οι ταραχές στον χώρο της Ανατολής επηρεάζουν τη διακίνηση των αγαθών και πλήττουν καίρια το εμπόριο των Αχαϊκών ανακτόρων. Τις συνέπειες θα τις υποστεί και ο Αθηναίος βασιλεύς, που ξαφνικά στερείται της δυνατότητας ελέγχου και κηδεμονίας του τοπικού εμπορίου.
Η δημογραφική μεταβολή υπήρξε άμεση και εμφανής. Οι συγκεντρωμένοι περί το ανάκτορο τεχνίτες, παραγωγοί και έμποροι αποδεσμεύονται από την οικονομική και διοικητική εξάρτηση, διασκορπίζονται σε νησιά και άλλα επίκαιρα σημεία και φροντίζουν, μόνοι τους πια, τη διάθεση των προϊόντων τους. Ο πληθυσμός των Αθηνών αραιώνει, τα σπίτια που είχαν συγκεντρωθεί στη ΒΑ άνοδο εγκαταλείπονται και οι κάτοικοι διασκορπίζονται ακόμα και μέσα στο πόλισμα (Εικόνα 27). Η βόρεια κρήνη χρησιμοποιείται για λίγα χρόνια ακόμα, αλλά όλα τα κατάλοιπα και ευρήματα μαρτυρούν τη γενική πτώση της ποιότητας. Στο νεκροταφείο της Αγοράς και στο Δυτικό γίνονται ελάχιστες ταφές, ενώ μια άλλη ταφή εντοπίζεται στον Κεραμεικό. Εκεί θα αρχίσει να σχηματίζεται ο πρώτος πυρήνας του νεκροταφείου που θα εξελιχθεί κατά τους ιστορικούς χρόνους στο κύριο νεκροταφείο της πόλεως των Αθηνών.
Πάντως ο άρχων παραμένει στην ακρόπολη και συμπληρώνει την εγκατάστασή του με λίγα ακόμα σπίτια νοτίως του Παρθενώνος. Αυτοί οι τελευταίοι Αχαιοί με τα πενιχρά μέσα τους και τις περιορισμένες δυνατότητες σώζουν την πόλη από την τέλεια ερήμωση και μετά τα σύντομα Υπομυκηναϊκά χρόνια αι Αθήναι εισέρχονται στην Ιστορική περίοδο που ανέδειξε την πόλη σε κοιτίδα του πολιτισμού.
Οι Αθηναϊκοί μύθοι και παραδόσεις αποτέλεσαν επί αιώνες την πνευματική κληρονομιά του πληθυσμού και σε αυτήν οι Αθηναίοι αναγνώρισαν την πρώτη Ιστορία τους. Οι παραδόσεις αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, βασιλείς και ήρωες, που διάφορα περιστατικά της ζωής τους συνδέονται με γεγονότα ή σημεία της περιοχής. Η νεότερη έρευνα επανειλημμένα προσπάθησε να εντοπίσει τον ιστορικό πυρήνα που κρύβεται μέσα τους και να τον διαχωρίσει από τα μυθικά και άλλα πρόσθετα περιστατικά. Η ταύτιση των τοπογραφικών στοιχείων του μύθου με συγκεκριμένα σημεία της περιοχής δεν είναι πάντοτε εύκολη. Τώρα όμως που έχουμε την εικόνα των Αθηνών σχηματισμένη από τα κατά χώραν ευρήματα, ας εξετάσουμε τη σχέση που μπορεί να έχουν οι μυθικές παραδόσεις των Αθηνών με τα γεγονότα και την τοπογραφία.
Επάνω στον βράχο και μάλιστα γύρω στο Ερέχθειο είχαν συγκεντρωθεί κατά τους ιστορικούς χρόνους διάφορες λατρείες χθόνιας φύσεως, και οι τάφοι των δύο οικιστών της πόλεως, του Κέκροπος και του Ερεχθέως, που συνδέονται στενότατα με την πίστη των Αθηναίων για την αυτόχθονα καταγωγή τους. Συγκεκριμένα, ο τάφος του Κέκροπος ήταν κάτω από την πρόσταση των Κορών και δυτικότερα το τέμενος του Κέκροπος. Ο Εριχθόνιος –μια μορφή νήπιου θεού που γεννήθηκε από τη Γη και ανατράφηκε από την Αθηνά– ταυτιζόταν συνήθως με τον Ερεχθέα, ιερό πρόσωπο και μυθικό βασιλέα, που είχε ενταφιασθεί μέσα στον μεταγενέστερο ναό του.
Συνήθως οι μελετητές θεωρούν ότι οι δύο τάφοι (Κέκροπος και Ερεχθέως) εντοπίζονται στο συγκεκριμένο σημείο λόγω της παλαιότητάς τους και της υπάρξεως του Μυκηναϊκού ανακτόρου. Όμως, όπως παρακολουθήσαμε, κατά την Πρωτοελλαδική και Μεσοελλαδική περίοδο, εκεί ακριβώς όπου κτίσθηκε το Ερέχθειο για λόγους καθαρά εδαφολογικούς (επειδή η πρόσβαση ήταν ευκολότερη) και είχε σχηματισθεί μικρός οικισμός.
Εξάλλου, πρέπει να σκεφθούμε ότι οι δύο τάφοι των οικιστών της πόλεως δεν μπορεί να εντοπίσθηκαν εκεί από την παράδοση την εποχή που υπήρχε ακόμα το Μυκηναϊκό ανάκτορο, ένα κτίσμα χρησιμοποιούμενο και γνωστό. Η δημιουργία του μύθου θα ξεκίνησε από παλαιότερα στοιχεία που δεν μπορούσαν ούτε οι ίδιοι να προσδιορίσουν χρονολογικά.
Είναι λοιπόν λογικό να υποθέσουμε ότι περί το Ερέχθειο δεν θα υπήρχαν μόνο οι πέντε Μεσοελλαδικοί τάφοι που γνωρίζουμε, αλλά μερικοί ακόμα που αποκαλύφθηκαν στη Μυκηναϊκή εποχή, πολύ πιθανό κατά την κατασκευή των ανδήρων του ανακτόρου. Το σχήμα και η μορφή τους έδειχνε ότι ήταν παλαιότεροι, ο τόπος ήταν έδρα του ηγεμόνα και φυσικό είναι να δημιουργήθηκε τελικά η εντύπωση ότι εκεί μέσα ήταν θαμμένοι οι αρχαίοι βασιλείς και οικιστές της πόλεως.
Στο Ολυμπίειο τοποθετείται η οικία του Αιγέως. Είναι ο μόνος βασιλεύς των Αθηνών που δεν είχε την έδρα του στην Ακρόπολη, αλλά κατά τον Πλούταρχο βρισκόταν δυτικά των «Αιγέως πυλών» στο λεγόμενο Περίφρακτο του Δελφινίου (τον ναό του Δελφινίου είχε κτίσει κατά την παράδοση ο ίδιος ο Αιγεύς το έτος που έφθασε ο Θησεύς στην Αθήνα).
Τη σύνδεση του Αιγέως με το Ολυμπίειο απέδωσαν μερικοί στο ότι ο Αιγεύς δεν ήταν Ερεχθείδης, δηλαδή γηγενής Αθηναίος. Άλλοι νόμιζαν ότι εκεί υπήρχε παλαιό ανάκτορο.
Όμως και οι δύο απόψεις παρουσιάζουν σοβαρά μειονεκτήματα: πρώτον ότι βασιλεύς τόσο κοντά με το ανάκτορο άλλου βασιλέως δεν είναι δυνατόν να υπάρξει και δεύτερον η περιοχή του Ολυμπιείου από την ΥΕ III Β-ΙΙΙ Γ περίοδο (1300-1100 π.Χ.), τότε που θα είχε κτισθεί και κατοικηθεί το ανάκτορο, παρουσίασε ευρήματα χαμηλής σχετικά ποιότητας που καμιά σχέση δεν έχουν με τα γνωστά ανακτορικά σκεύη.
Μετά την τοπογραφική εξέταση των Αθηνών, είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε κάποια σχετική υπόθεση, χωρίς να έχουμε τα ασφαλή αποδεικτικά στοιχεία. Στον οικισμό του Ολυμπιείου που επισημάναμε, μπορεί να υπήρχε μια οικογένεια ηγεμονικού γένους, σαν αυτή που τάφηκε στο τέρμα του νοτίου νεκροταφείου, και να είχε παραμείνει εκεί επί αιώνες όπως αποδεικνύουν μερικοί τάφοι. Έτσι, η λαϊκή παράδοση συνέδεσε την εξέχουσα αυτή οικογένεια με μια μυθική μορφή, ένα βασιλέα, που ήρθε όμως από άλλη περιοχή.
Ο Θησεύς αποτελεί την κατ' εξοχήν μυθική μορφή των Αθηνών. Είναι ήρωας των Ιώνων, βασιλεύς των Αθηνών, αλλά η του δράση εξαπλώνεται σε πολλές περιοχές και επαρχίες. Γεννιέται στην Τροιζήνα, έρχεται νεαρός στην Αθήνα, οι άθλοι του συνδέονται με την ηπειρωτική Ελλάδα και νησιά Αιγαίου, και κυρίως την Κρήτη. Από την ανεξάντλητη βιβλιογραφία συνάγεται ότι ο Θησεύς δεν αντιπροσωπεύει ένα πρόσωπο, αλλά τον εθνικό ήρωα των Αθηναίων, στον οποίο αποδίδονται πράξεις και έργα πολλών εποχών που απέχουν μεταξύ τους αιώνες.
Το ταξίδι στην Κρήτη, όπως σχολιάσαμε, δεν ερμηνεύεται από τις μέχρι σήμερα γνωστές σχέσεις Αθηνών και Κρήτης.
Άλλο κατόρθωμα του Θησέα είναι η πραγματοποίηση του λεγόμενου «συνοικισμού». Με τη λέξη αυτή δεν εννοείται η γενική συγκέντρωση, αλλά η άμεση εξάρτηση διαφόρων πληθυσμών από μία αρχή. Η ανάμνηση της αναδείξεως και επικρατήσεως του βασιλέα των Αθηνών σε ηγεμόνα των διασκορπισμένων στην Αττική οικισμών πρέπει να διατηρήθηκε μέχρι τους ιστορικούς χρόνους παραφθαρμένη και προσαρμοσμένη στο σύστημα διοικήσεως της Ελληνικής πόλεως. Στην έννοια του «συνοικισμού» μπορεί να κρύβεται η ποικιλόμορφη εξάρτηση των Αττικών οικισμών από τον βασιλέα των Αθηνών. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά στοιχεία, πρέπει να έγινε μέσα στην ΥΕΙΙΙΒ περίοδο (1300-1230 π.Χ.), τότε που κτίσθηκε το ανάκτορο και η οχύρωση και εξαπλώθηκε η πόλη προς βορρά. Ούτε πριν ούτε μετά ήταν δυνατή τέτοια ενέργεια, διότι πριν δεν υπάρχουν τεκμήρια πολιτικής ακτινοβολίας, ενώ μετά επέρχεται η διάλυση του Αχαϊκού κόσμου.
|