Μεσαιωνική και Νεότερη Ιστορία: μια νέα συνείδηση για την πόλη της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα
Νάσια Γιακωβάκη
Ιστορικός, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
«Η λεωφόρος Πανεπιστημίου, η οδός Σταδίου, η πλατεία Συντάγματος και πολλοί άλλοι δρόμοι των νέων τμημάτων της πόλης θα τιμούσαν κάθε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Αλλά και το εμπορικό κέντρο, όπως η οδός Ερμού και η οδός Αιόλου, έχουν πελώρια κτήρια, πλήθος από λαμπρά καταστήματα. Εκείνο ίσως που στην Αθήνα δεν προκαλεί ευχάριστη εντύπωση στον ξένο, τον συνηθισμένο σε ευρωπαϊκές πόλεις, είναι εκείνη η έλλειψη εκκλησιαστικών και κοσμικών κτιρίων που υψώνονται πάνω από τη θάλασσα των σπιτιών και αποτυπώνουν σε μια πόλη που τη βλέπει κανείς από μακριά την ορισμένη φυσιογνωμία της. Οι νεώτερες εκκλησίες της Αθήνας είναι μεγάλες και έχουν θεόρατα κωδωνοστάσια, αλλά καμιά τους δεν καταφέρνει να δεσπόζει πράγματι στη συνολική εικόνα της πόλης. Είμαστε τόσο υποδουλωμένοι στις αισθητικές μας συνήθειες που θέλουμε αμέσως το ξένο και το νέο να το προσαρμόσουμε στις γνωστές σε μας συνθήκες, θα πρέπει να πω ότι συχνά κατά τους περιπάτους μου σχεδίαζα νοητά στη σιλουέτα της πόλης έναν κάποιο καθεδρικό ναό. Και ακριβώς αυτές οι προσπάθειες με δίδαξαν πόσο αδικαιολόγητη ήταν η αρχική μου δυσαρέσκεια στην Αθήνα. Κάθε κτίσμα που υψωνόταν μεγαλειωδώς πάνω από την πόλη, αφενός θα έβλαπτε τη θέα τη Ακρόπολης, αφετέρου δε, θα ζημίωνε τη δική του επίδραση στην άνιση αυτή άμιλλα με τον ιερό βράχο. Το μόνο που μπορεί εδώ να δεσπόζει και να αποτυπώνει στο περιβάλλον τον χαρακτήρα του είναι ακριβώς ο επιβλητικός βράχος της Ακρόπολης που υψώνεται σαν ένας αιώνια πιστός προστάτης της πόλης, με τη χρυσόλαμπρη κορόνα του, τον Παρθενώνα».1
Άποψη των Αθηνών κατά τη δεκαετία του 1880 (Πηγή: Karl Baedeker, Griechenland, Λειψία 1889)
Αυτή η παρουσίαση της Αθήνας ανήκει στον Κάρολο Κρουμπάχερ, στον μεγάλο Γερμανό βυζαντινολόγο, όταν επισκέπτεται για πρώτη φορά την Αθήνα το 1884. Η επίσκεψη ενός βυζαντινολόγου στην κατεξοχήν κλασική πόλη μπορεί να μας εισαγάγει κατάλληλα τόσο στην αθηναϊκή εποχή που σήμερα θα επιχειρήσουμε να πλησιάσουμε, δηλαδή στα 30 τελευταία χρόνια του 19ου αι. (1873-1904 για την ακρίβεια), όσο και στο θέμα που θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε, συγκεκριμένα στην εμφάνιση ενός συστηματικού και καινούργιου ενδιαφέροντος για το μεσαιωνικό και νεώτερο παρελθόν της πόλης των Αθηνών.
Από το παραπάνω παράθεμα μπορεί εύκολα κανείς να εντοπίσει ποια είναι η βάση του αισθητικού κενού που ξενίζει τον Ευρωπαίο ξένο. Η Αθήνα, ευρωπαϊκή κατά τις νέες της λεωφόρους και τα λαμπρά της καταστήματα, αποκλίνει από τον κανόνα της ευρωπαϊκής μεγαλούπολης κατά τούτο: κατά την απουσία μεσαιωνικής στάμπας/μήτρας. Διότι η εμμονή στον δεσπόζοντα καθεδρικό ναό, αυτή η αίσθηση ενός κενού στον τόπο, επισημαίνει κατ’ ουσία ένα είδος κενού στον χρόνο. Τέτοια είναι η όψη των Νέων Αθηνών –πόλη νέα, αναπτυσσόμενη με ταχύτητα και χωρίς άμεσο παρελθόν– που στρέφει τον Κρουμπάχερ, σε άλλο σημείο των περιηγητικών του εντυπώσεων, προς έναν αναπάντεχο για την εποχή παραλληλισμό: «Η πόλη αυτή είναι ένα από τα αξιοπερίεργα δημιουργήματα της νεώτερης εποχής, που μπορεί να συγκριθεί κατά κάποιο τρόπο μόνο με αμερικανικά περιστατικά».2
Karl Krumbacher (1856-1909)
Γεώργιος Σουρής (1853-1919)
Είναι τελείως συμπτωματικό ότι την ίδια ακριβώς χρονιά κατά την οποία ο Κρουμπάχερ επισκέπτεται την Αθήνα, το 1884, ο Γεώργιος Σουρής δημοσιεύει στον Ρωμιό ένα ποίημα με τίτλο «Καινούργια Αθήνα και πλούτος και πείνα»:
Απ’ την παλιά σου εποχή τίποτε δεν σου μένει
και κάθε μέρα κι από μια ανάμνηση σου σβήνει
οι πιο αρχαίοι σου κάτοικοι περνούνε πια για ξένοι
και θαύμα πως εσώθηκαν μέσα στα τόσα νέα
οι Άγιοι Θεόδωροι και η Καπνικαρέα.
Φαντάζομαι τον πληθυσμόν δεκαπλασιασμένον,
τον σύμπαντα ελληνισμόν εδώ συγκεντρωμένον,
και ούτε ένας κάτοικος εις την λοιπήν Ελλάδα.
Να μην υπάρχουν Θεσσαλοί, Κρήτες, Μυτιληναίοι,
και να γενούμε όλοι μας πολίται Αθηναίοι.3
Ο εγχώριος παρατηρητής καταγράφει με τον σατιρικό του τρόπο την αλλαγή που συντελείται ορμητικά αυτά τα χρόνια. Εκεί όπου ο βυζαντινολόγος νιώθει την έλλειψη του επιβλητικού καθεδρικού ναού, ο ποιητής του Ρωμιού παρηγορείται με τη διάσωση της μικρής Καπνικαρέας. Μια διαφορά που δεν κρύβει την ομοιότητα, την ανάγκη παρουσίας στον χώρο του παρελθόντος χρόνου. Στο ύφος του Σουρή συνυπάρχει ένα κράμα νοσταλγίας με την ακατανίκητη και αναπόφευκτη έλξη του καινούργιου.
Ο ναός της Καπνικαρέας στα μέσα του 19ου αιώνα
Δεν είναι της ώρας να μιλήσουμε για τις μεταμορφώσεις της πρωτεύουσας του Βασιλείου, χρειάζεται ωστόσο να τονίσουμε ότι ακριβώς στα χρόνια αυτά, από το 1870 έως το 1900, κάτι σπουδαίο συμβαίνει με την Αθήνα. Μεγαλώνει, δυναμώνει σε χώρο και σε πληθυσμό, εκσυγχρονίζεται: αποκτά σιδηρόδρομο, ηλεκτρικό φωτισμό, δίκτυο ύδρευσης, νέα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια... Αυτή η «εν τω γίγνεσθαι» πόλη, κατά την έκφραση του Κρουμπάχερ, εξαφανίζει πια οριστικά «την παλιά της εποχή» και, για να ξαναθυμηθούμε τον Σουρή, οι «πιο αρχαίοι της κάτοικοι περνούνε πια για ξένοι». Η Νέα Αθήνα τείνει πλέον να γίνει μεγαλούπολη, έλκεται από τον αστερισμό της οριστικής αστικοποίησής της. Αποκτά επιτέλους μια δικιά της περηφάνια. Είναι η Αθήνα που λίγα χρόνια μετά υποδέχεται –μπορεί να υποδεχθεί– τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Μέσα σε αυτές τις νέες πραγματικότητες της Νέας Αθήνας, της ίδιας δηλαδή της πόλης, χρειάζεται να τοποθετήσουμε το νέο και, εξαρχής, θεσμικά διατυπωμένο αίτημα για μια ιστορία της μεσαιωνικής και νεώτερης Αθήνας. Η καινούργια αυτή αναζήτηση του αθηναϊκού παρελθόντος, που με ένταση πρωτοεμφανίζεται τότε, εύλογα συμπλέει με τις κατευθύνσεις της εθνικής ιστοριογραφίας, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά τα αμέσως προηγούμενα χρόνια. Χωρίς αμφιβολία, θα μπορούσε να θεωρηθεί προέκταση και εφαρμογή της ιδέας της συνέχειας του έθνους στο πεδίο της ιστορίας της πόλης της Παλλάδας, που είναι πια η πρωτεύουσα του αναγεννημένου ελληνισμού. Το κλίμα που δημιουργεί η στροφή προς τις μεσαιωνικές σπουδές και η ανακάλυψη του Βυζαντίου ασφαλώς βαραίνει και διευκολύνει την εμφάνιση των αθηναϊκών αναζητήσεων.4
Διονύσιος Σουρμελής, Ιστορία των Αθηνών κατά τον υπέρ ελευθερίας αγώνα, αρχομένη από της Επαναστάσεως μέχρι της αποκαταστάσεως των πραγμάτων, Αίγινα 1834
Η ανάγκη ωστόσο της αναζήτησης του αθηναϊκού νεώτερου και μεσαιωνικού παρελθόντος προέρχεται από την ίδια την εξέλιξη που συντελείται στην πόλη και τις διεργασίες που αυτή γεννά στις συνειδήσεις των πολιτών της ή, καλύτερα, σε στρώματα των πολιτών της. Μια τέτοια οπτική γωνία συνδέει την κίνηση των ιδεών με την κοινωνία αντί να αυτονομεί το πεδίο των ιδεών (της ιστοριογραφίας επί του προκειμένου) για να διακρίνει διαδρομές, συνέχειες ή τομές αποκλειστικά στο εσωτερικό τους.
Μετά τον απαραίτητο αυτό εγκλιματισμό, ήρθε η ώρα να παρακολουθήσουμε τα καθέκαστα, όπως αυτά έλαβαν χώρα. Ας κοιτάξουμε λοιπόν τα πράγματα από πιο κοντά.
Τον Νοέμβριο του 1873 κι ενώ δήμαρχος είναι ο Παναγής Κυριάκος, γηγενής Αθηναίος και αφιερωμένος εργάτης στην υπόθεση της –κατά τη δική του έκφραση– «αναμορφώσεως της πόλεως», το Δημοτικό Συμβούλιο προβαίνει σε μια επίσημη και ουσιαστικά ιδρυτική για το νέο αντικείμενο ενέργεια. Προκηρύσσει «αγώνισμα» με θέμα «την συγγραφήν της ιστορίας των Αθηνών από Χριστού μέχρι του έτους 1821».5 Είμαστε μπροστά στη στιγμή που πρωτοφανερώνεται δημόσια η ζήτηση της αθηναϊκής ιστορίας εκ μέρους της ίδιας της πόλης (κοντά σε αυτή την προκήρυξη ας κρατήσουμε –σαν ένα όχι άσχετο φαινόμενο– ότι κι ένας άλλος γοργά αναπτυγμένος Δήμος κάνει την ίδια στιγμή μιαν ανάλογη ενέργεια, ο Δήμος Σύρου6).
Η προθεσμία που δίνεται είναι μικρή (ένας χρόνος και κάτι) και η κριτική επιτροπή αποτελείται από μια επίλεκτη ομάδα λογίων: Κ. Παπαρρηγόπουλος, Στ. Κουμανούδης, Γρ. Παπαδόπουλος, Π. Λάμπρος και Ιω. Πανταζίδης.
Η ανταπόκριση στον διαγωνισμό αυτό δεν είναι μεγάλη. Για την ακρίβεια ένα μόνο χειρόγραφο φτάνει στο Δήμο, το οποίο, μάλιστα, βραβεύεται με ευθύνη τελικά του Δήμου (κι όχι της αρμόδιας επιτροπής) και τυπώνεται –σύμφωνα με τους όρους– με δημοτική δαπάνη το 1876.7
Συγγραφέας του είναι ο νεαρός, 22 ετών τότε, Γεώργιος Κωνσταντινίδης, απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος συνέχιζε τις σπουδές του στη Γερμανία, και λίγο μετά θα γινόταν Διευθυντής των Ζαρίφειων Εκπαιδευτηρίων της Φιλιππούπολης, αργότερα δε έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Ο νεαρός Κωνσταντινίδης έχει αίσθηση της πρόκλησης που αναλαμβάνει και επιχειρεί με έναν απολογητικό πρόλογο να προλάβει τις ενστάσεις. Σε αυτόν επαινεί τον Δήμο για την πρωτοβουλία του «διότι η επιθυμία αυτή […] να ερευνηθή και εξιστορηθή η σκοτεινότερη και μέχρι τούδε εξ ολοκλήρου σχεδόν ανερεύνητος εποχή του μακραίωνος βίου της ενδόξου πατρίδος του μαρτυρεί αριδήλως ότι οι νεώτεροι Αθηναίοι αρκετά ηνδρώθησαν εν τη αναπτύξει».8
Ο ίδιος εκφράζει ωστόσο και τις επιφυλάξεις του για το βραχύ της προθεσμίας. Κατά τα άλλα, ο Κωνσταντινίδης, αφού δηλώσει ότι «ουδόλως διέλαθε με ευθύς εξ αρχής το δύσκολον και ακανθώδες της εργασίας [...] ουδέ το ανεπαρκές των γνώσεων προς παρομοίαν εργασίαν», καταλήγει ότι «απεφάσισε να συγγράψει σύγγραμμα σύντομον μεν, αλλ’ επί επιστημονικών ερευνών και βάσεων στηριζόμενον» και ότι «το έργον τούτο, ει μη τι άλλο, θα χρησιμεύση τουλάχιστον ως αφετηρία [...] ώστε εν τω μέλλοντι, των πραγμάτων γνωστότερων καταστάντων, να γραφή τελεία τις και αξία της ενδόξου πόλεως ιστορία».9
Για τον αθηναϊκό ιστορικό διαγωνισμό του Δήμου Αθηναίων ενδιαφέρον έδειξε και κάποιος άλλος: συνομήλικος σχεδόν του Κωνσταντινίδη, επίσης απόφοιτος της Φιλοσοφικής του Αθήνησι και ομοίως μετεκπαιδευόμενος τη στιγμή του διαγωνισμού στη Γερμανία, και μάλιστα με αντικείμενο συναφές προς τη βυζαντινή ιστορία των Αθηνών, ο οποίος ωστόσο κράτησε διαφορετική στάση. Είναι ο Σπυρίδων Λάμπρος, ο μετέπειτα καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.10 Ο Λάμπρος αρνείται να ανταποκριθεί στην προκήρυξη του Δήμου και αντ’ αυτού απευθύνει «μακράν έκθεσιν» με την οποίαν επιχειρεί «να καταδείξει ότι όλως αλυσιτελής ήτο η σπουδή προς ταχείαν αποπεράτωσιν του διαγωνισμού» διότι «ο ζήλος προς ταχείαν απόκτησιν προχείρου εγχειριδίου περί της μεσαιωνικής ιστορίας των Αθηνών δεν συνεδέετο προς τελείαν έννοιαν της επιβολής του έργου».11
Η από τον Δήμο αγνόηση των υποδείξεων του Σπ. Λάμπρου υιού, ας σημειωθεί, του Παύλου Λάμπρου, μέλους της εν λόγω επιτροπής, και η εμμονή του Δήμου στη βιασύνη του να αποκτήσει έστω και πρόχειρο, έστω και χωρίς την κρίση της κριτικής επιτροπής, το ιστορικό εγχειρίδιο της νεώτερης πόλης, ας μη μείνει απαρατήρητη. Όμως, το περιστατικό αυτό δεν πρέπει να κατανοηθεί τόσο ως ελαφρότητα, ως ένα είδος απαίδευτης πολιτικάντικης ευκολίας, όσο ως άλλου είδους προτεραιότητα. Περισσότερο ή λιγότερο «επιστημονική», ο Δήμος θέλει να έχει τυπωμένη τη «μετά την παλαιά ακμή», τη νεώτερη ιστορία της πόλης του.
Πολύ σύντομα, το 1878, η επιστημονική προσφορά του Σπ. Λάμπρου για μια συστηματική δραστηριότητα του Δήμου στον τομέα των αθηναϊκών ιστορικών ερευνών βρίσκει την ανταπόκριση της Δημοτικής αρχής –δήμαρχος παραμένει ο Π. Κυριάκος. Με την επιστροφή του Σπ. Λάμπρου από την Εσπερία, του ζητείται να υποβάλει «έκθεσιν περί των μέσων δι’ ων ηδύναντο συστηματικώς να διεξαχθώσι αι ιστορικοί έρευναι». Υποβάλλει, λοιπόν, ο Λάμπρος συνολικό και αναλυτικό σχέδιο των αναγκαίων ενεργειών.12 Οι προτάσεις του οργανώνονται γύρω από ένα τρίπτυχο που υπηρετεί τον γενικό σκοπό της συγκέντρωσης και της διάθεσης όλων των πηγών των σχετικών με τη μεσαιωνική και νεώτερη ιστορία των Αθηνών:
α. Δημιουργία ειδικευμένης βιβλιοθήκης, όπου να συγκεντρωθούν όλα τα σχετικά με την ιστορία της πόλεως βιβλία (ανάμεσα στα οποία ιδιαίτερη θέση βλέπει να έχουν τα ευρωπαϊκά περιηγητικά κείμενα) αλλά και οι κώδικες, τα περισωζόμενα έγγραφα, οι εικόνες και τα σχέδια από τις μονές ή τις ιδιωτικές συλλογές της Αττικής. Τέλος, προτείνεται το υλικό της Βιβλιοθήκης της Ιστορίας της Πόλεως να συμπληρωθεί με συλλογή επίσημων αντιγράφων των σχετικών με την αθηναϊκή ιστορία ανεκδότων εγγράφων, τα οποία φυλάσσονται σε βιβλιοθήκες και αρχεία της Ευρώπης.
β. Εκτύπωση σε συστηματική σειρά και σε έκδοση «αυστηρώς κριτική» των σχετικών με την ιστορία των Αθηνών ανεκδότων εγγράφων υπό τον τίτλο «Μνημεία αναφερόμενα εις την ιστορία των Αθηνών».
γ. Κατάρτιση συλλογής «των σωζόμενων τοπικών παραδόσεων παρά γερόντων, καταγραφή των διανοητικών προϊόντων του αττικού λαού».
Σπυρίδων Λάμπρος (1851-1919)
Από το τρίπτυχο αυτό σχέδιο, ο Λάμπρος αναπτύσσει ιδιαίτερα το δεύτερο σκέλος, το οποίο και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο και πλέον επεξεργασμένο μέρος της Έκθεσής του, για το οποίο προτείνει ένα συγκεκριμένο εκδοτικό πρόγραμμα, δηλαδή μια σειρά αυτοτελών τόμων που θα περιλαμβάνει «τα έργα του μητροπολίτου Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτου, την αλληλογραφίαν των Ατζαϊολών, καθ’ όσον αναφέρεται εις την ιστορίαν των Αθηνών, τας εκθέσεις των Βενετών προξένων, τας των Γάλλων προξένων, τους επί Τουρκοκρατίας οργανισμούς της πόλεως, τας εκθέσεις και τα έγγραφα τα αναφερόμενα εις την υπό του Μοροζίνη άλωσιν των Αθηνών και τον εν Πελοποννήσω και αλλαχού σκορπισμόν των Αθηναίων».
Πρόκειται δηλαδή για μια εκδοτική σειρά η οποία καλύπτει την περίοδο από τον 12ο έως και τον 17ο αι. και στην οποία οι ευρωπαϊκής παραγωγής αρχειακές πηγές πρωταγωνιστούν, εξασφαλίζοντας έτσι τόσο τη δημιουργία ενός αξιόλογου ιστορικού βάθους, όσο και τη διασύνδεση της ιστορίας των Αθηνών με εκείνη της Δύσης. Θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί ότι με αυτόν τον τρόπο η Αθήνα τείνει να περιβληθεί με ένα παρελθόν ανάλογο προς τον δυτικό μεσαίωνα.
Χρειάζεται να σταθούμε λίγο παραπάνω στην έκθεση αυτή για να δούμε τον τρόπο με τον οποίον τεκμηριώνει την ανάγκη ανάπτυξης της ιστορίας της πόλης.
Στη σκέψη του Λάμπρου, η μελέτη της αρχαίας Αθήνας διακρίνεται από αυτή της νέας (συμπεριλαμβανομένης σε αυτήν και της μεσαιωνικής) διότι για τη μεν πρώτη, την αρχαία, φροντίζει «από μακρού ο πεπολιτισμένος κόσμος»· για τη δε δεύτερη, τη νεώτερη, δεν υπάρχει έως τη στιγμή αυτή κανείς που να τον ενδιαφέρει. Η μελέτη της αρχαίας είναι υπόθεση ήδη καταξιωμένη και κατά τεκμήριο υπόθεση διεθνής. Η ελληνική εθνική φροντίδα για την αρχαία πόλη προκύπτει μέσα από αυτό το ευρύτερο πλαίσιο και έχει, ούτως ή άλλως, εξασφαλισθεί. Αντίθετα, η μελέτη της τύχης της νεώτερης Αθήνας δεν έχει διεκδικητές, καθώς ούτε αποτελεί ένα συγκροτημένο πεδίο έρευνας ούτε όμως μπορεί να γίνει αντικείμενο εθνικής, πόσω μάλλον δε διεθνούς, μέριμνας. Αν είναι να αναπτυχθεί, αν είναι να υπάρξει, χρειάζεται την κηδεμονία της τοπικής εξουσίας, δηλαδή του Δήμου. Γι’ αυτό ο Λάμπρος φέρνει ως παράδειγμα προς μίμηση αυτό των ευρωπαϊκών πόλεων και δήμων: το εκδοτικό πρόγραμμα του Δήμου των Παρισίων για τις πηγές της ιστορίας της γαλλικής πρωτεύουσας, την εκδοτική δραστηριότητα της Ιστορικής Επιτροπής του Μονάχου για τις Χανσεατικές και άλλες πόλεις της Γερμανίας, ή τα τοπικά ιστορικά περιοδικά συγγράμματα υπό την ονομασία «Archivio» των ιταλικών πόλεων.
Βεβαίως, φέρνοντας ως πρότυπο τις μεθοδεύσεις περί την ιστορική μέριμνα των ευρωπαϊκών πόλεων, ο Λάμπρος αισθάνεται υποχρεωμένος να σταθεί στη διαφορά, ως προς τη μεσαιωνική ιστορία, των ευρωπαϊκών πόλεων με την Αθήνα. Μια διαφορά που τον υποχρεώνει παραλλήλως να ονομάσει ρητά τους λόγους για τους οποίους η μέση και νεώτερη ιστορία της πόλης των Αθηνών οφείλει κατ’ αυτόν να ενδιαφέρει.
«Και είναι μεν αληθές, ότι ενδοξότερα πολλώ είνε η ιστορία των πλείστων ευρωπαϊκών πόλεων κατά τους μέσους αιώνας της των Αθηνών. Αλλά δι’ ημάς ουχ ήττον σπουδαία η τύχη των αρχαίων μνημείων και των ζώντων Ελλήνων πόλεως, ήτις, υπάρξασα εν τη αρχαιότητι η ενδοξότατη των ελληνίδων, είνε και νυν έτι η μητρόπολις του διεσπαρμένου ελληνισμού».
Το παρελθόν λοιπόν κρίνεται ως σημαντικό και αξιοδοτείται όχι εξαιτίας της αξίας του κάθε αυτήν αλλά λόγω της σχέσης του «μεθ’ ημών».
Τα ευρωπαϊκά παραδείγματα κατατίθενται ως πρότυπα από τον Λάμπρο με διπλό σκοπό. Από τη μία χρησιμοποιούνται για να προβάλει ακριβώς αυτόν τον πεπολιτισμένο, τον επιστημονικό τύπο ιστορικής μέριμνας: με την έμφαση στην πηγή, στην αυστηρώς ελεγμένη, σαρωτική κατά το δυνατό συγκέντρωση των τεκμηρίων που οδηγεί με βραδύτητα αλλά και ασφάλεια στο θετικιστικό ιδεώδες, την «εκτενή και ακριβή ιστορίαν των Αθηνών» (αντί της –ας πούμε– εκλαϊκευτικής ή εκ των ενόντων ιστοριογραφίας). Από την άλλη, το ευρωπαϊκό παράδειγμα επιστρατεύεται για να ωθήσει την αρχική εκδήλωση ενδιαφέροντος του Δήμου περί την ιστορία, προς την κατεύθυνση γενναίων επιχορηγήσεων και θεσμικών ρυθμίσεων που θα στηρίζουν το επιστημονικό σχέδιο της συγκέντρωσης και διάθεσης της πρώτης ιστορικής ύλης. Έτσι, η δημοτική φροντίδα για την ιστορία της πόλης προβάλλεται ως μια λειτουργία ευρωπαϊκή και η οικονομική γενναιοδωρία για τη μελέτη της ιστορίας προσλαμβάνει επιπλέον και ιδεολογική διάσταση.
«Και είναι μεν δαπανηρά η εξερεύνησις και δημοσίευσις [...] ανεκδότων, αλλά θα ύψωνε τον Δήμον των Αθηναίων εις το σημείον εκείνον του πολιτισμού, όπερ κατέχουσιν αι πόλεις της λοιπής Ευρώπης, εις ην και γεωγραφικώς ανήκομεν και ηθικώς αξιούμεν ότι κατατασσόμεθα».
Με αυτόν τον τρόπο ο Λάμπρος παρεμβαίνει με το επιστημονικό του βάρος επιχειρώντας να τραβήξει το ενδιαφέρον του Δήμου για το αθηναϊκό παρελθόν προς ένα ευρύτερο πρόγραμμα ιστορικών ερευνών, εντάσσοντας τη μέριμνα για το ιστορικό παρελθόν της πόλης στο πρότυπο ανάπτυξης που ακολουθεί και αναδεικνύοντάς την σε δείκτη του εξευρωπαϊσμού της.
Ο Δήμος προφανώς άκουσε την εμπεριστατωμένη και φιλόδοξη πρόταση. Αγνοούμε τον ακριβή αντίκτυπό της,13 γνωρίζουμε ωστόσο το άμεσο πρακτικό αποτέλεσμα: ο Δήμος Αθηναίων αποφασίζει να χρηματοδοτήσει τη δίτομη έκδοση των Σωζόμενων του Μιχαήλ Χωνιάτη, του λογίου, πεπαιδευμένου στα κλασικά γράμματα, Μητροπολίτη των Αθηνών κατά τον 12ο αι., έκδοση την οποία επιμελείται ο ίδιος ο Λάμπρος.14 Πρόκειται για ένα έργο μεγάλου ερευνητικού μόχθου, καρπό πολυετών αναζητήσεων, αντιγραφών και παραβολών χειρογράφων στις μεγάλες βιβλιοθήκες της Εσπερίας, ένα έργο που ανταποκρίνεται με επάρκεια στις πιο αυστηρές επιστημονικές προδιαγραφές κριτικών εκδόσεων της εποχής.
Με την πραγματοποίηση της έκδοσης του Χωνιάτη από τον Δήμο, η οποία –ας υπενθυμιστεί– περιλαμβανόταν πρώτη στη σειρά των Μνημείων της Πόλης των Αθηνών, σύμφωνα με το σχέδιο που υπέβαλε προς τον Δήμο, ο Λάμπρος νιώθει προσωπικά δικαιωμένος και εθνικά υπερήφανος: «Της εκδόσεως δε ταύτης ούσης πολυδάπανου καθίστατο δυσχερής η εύρεσις των μέσων και κατ’ ανάγκην έμελλεν ίσως να αναλάβη αυτήν ξένη ακαδημία κράτους εκ τε επιστημονικού ζήλου και εθνικών συμφερόντων τα μάλιστα διατρίβοντος εν τοις τελευταίοις χρόνοις περίτην βυζαντινήν ιστορίαν. [...] Εις τίνα ηδυνάμην άλλον δικαιότερον να αφιερώσω την έκδοσιν ταύτην αλλ’ ή εις τον Δήμον, τον γενναίως χορηγούντα τας της εκτυπώσεως δαπάνας; Ευχαρίστως δε εκφράζων την ευγνωμοσύνην μου προς το Δημοτικόν Συμβούλιον διά την στοργήν προς την πάτριον ιστορία ην από τίνος επιδεικνύει, αισθάνομαι καθήκον να αναφέρω ιδία τα ονόματα του φιλόμουσου δημάρχου κ. Παναγή Κυριακού και των δημοτικών συμβούλων εις ους ανετέθη η περί της εκδόσεως μέριμνα, των κκ. Τιμολέοντος Φιλήμονος και Δημητρίου Μ. Καλλιφρονά».15
Δύο σχόλια: Πρώτον, το ξένο κράτος. Το πιθανότερο, εδώ υπονοείται η Ρωσία που, στα ίδια χρόνια κι αναζητώντας το δικό της ένδοξο παρελθόν, αναπτύσσει με θέρμη τις βυζαντινές σπουδές, με το έργο δε του Χωνιάτη έχει αρχίσει ήδη τότε να ασχολείται ο Ουσπένσκι. Δεύτερον, τα πρόσωπα. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι Κυριακοί και Καλλιφρονάδες ανήκουν σε δύο από τις παλαιότερες οικογένειες Αθηναίων αρχόντων και ο Φιλήμων είναι συνεχιστής του πατέρα του, αγωνιστή και ιστορικού του Αγώνα, στην έκδοση μιας από τις πρώτες και μακροβιότερες αθηναϊκές εφημερίδες, τον Αιώνα. Άνδρες, με άλλα λόγια, Αθηναίοι, παλιοί Αθηναίοι, με κίνητρα φροντίδας για την όντως «πάτριον» γι’ αυτούς ιστορία.
Ωστόσο, μέριμνα μονιμότερη, πολιτική για την ιστορία και το παρελθόν της πόλης ο Δήμος δεν αποκτά. Βεβαίως, η ευρύτερη επιθυμία να γίνει ορατό το παρελθόν της νέας πόλης παραμένει. Με την ίδρυση της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας το 1882 στην Αθήνα (πρώτος πρόεδρος της οποίας αναλαμβάνει ο Τιμολέων Φιλήμων και αντιπρόεδρος ο Σπυρίδων Λάμπρος) επιτυγχάνεται σιγά-σιγά –παρά τους ευρύτερους, εθνικής εμβέλειας στόχους που θέτει και παρά την οικονομική της ένδεια– η συλλογή αθηναϊκού, ιστορικού και λαογραφικού, υλικού, κυρίως με δωρεές. Απορροφάται έτσι εκεί, από το ιδιωτικό αυτό σωματείο, μέρος του ενδιαφέροντος που έχει γεννηθεί για το παρελθόν της πόλης και καλύπτεται εν μέρει το θεσμικό κενό που δεν αναλαμβάνει ο Δήμος της πρωτεύουσας.16
Στα επόμενα χρόνια ο Λάμπρος συνεχίζει μεν –ανάμεσα σε άλλες ασχολίες– τις έρευνές του για την Αθήνα, με μικρές πλέον δημοσιεύσεις που αφορούν κυρίως εκδόσεις πηγών, επεκτείνονται δε και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Φαίνεται όμως να εγκαταλείπει –αν ποτέ πράγματι το είχε– το νεανικό σχέδιο να γίνει ο ιστορικός της μεσαιωνικής και νεώτερης Αθήνας. Πολύ αργότερα θα αποδώσει ακριβώς στην ελλιπή και ασυνεχή στάση του Δήμου Αθηναίων, ως προς την προαγωγή της αθηναϊκής ιστορικής έρευνας, την αποστασιοποίησή του από τον «παλαιό του πόθο».17
Απ’ όλες τις άλλες αθηναϊκές του δημοσιεύσεις θα μνημονεύσουμε μία, αυτήν του 1881, ο χαρακτήρας της οποίας συνδέεται με την έως τότε παρέμβαση του Λάμπρου υπέρ της ανάπτυξης και του ορθού προσανατολισμού της μεσαιωνικής και νεώτερης ιστοριογραφίας των Αθηνών. Τίτλος της: «Πρόχειρα τινά περί της αθηναϊκής ιστορίας κατά τους μέσους χρόνους και επί Τουρκοκρατίας».18
Με αυτό το κείμενο ο Λάμπρος υποδεικνύει το εύρος των πηγών που πρέπει να μελετηθούν και θέτει δημόσια το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο οφείλει να αναπτυχθεί η μελέτη της ιστορίας των Αθηνών. Στιγματίζοντας την εύκολη, μονομερή και ατελή ιστοριογραφία που αντλεί το υλικό της αποκλειστικά από τα παλαιότερα έτοιμα ιστορήματα, τονίζει την ανάγκη ανεύρεσης και μελέτης των πηγών, τις «ψηφίδες», όπως λέει, που μόνο αυτές είναι ικανές να δημιουργήσουν την «εικόνα». Καθώς στα ίδια χρόνια κι άλλοι αρχίζουν να μπαίνουν στον χορό των ιστορικών δημοσιεύσεων για την Αθήνα, ίσως με το δημοσίευμά του αυτό, μεθοδολογικό στον χαρακτήρα, ο Λάμπρος επιδιώκει να προσανατολίσει τους μελετητές των Αθηνών.
Από το 1879 θα χρειαστεί να περιμένουμε 10 χρόνια, έως το 1889, για να δούμε την ιστορία της ιστορίας της νεώτερης Αθήνας να κάνει δημόσια το επόμενο μεγάλο της βήμα. Σε αυτό το νέο βήμα πρωταγωνιστούν ένα νέο πρόσωπο και ένα ήδη σε μας γνωστό: ο Δημήτρης Καμπούρογλου και ο Τιμολέων Φιλήμων.
Τιμολέων Φιλήμων (1833-1898)
Ο Τιμολέων Φιλήμων, ο οποίος, όπως είδαμε, υπήρξε δραστήριος στις προηγούμενες περί την ιστορία δραστηριότητες του Δήμου και έχει εν τω μεταξύ διατελέσει πρώτος πρόεδρος της Ιστορικής Εθνολογικής Εταιρείας, εμπλέκεται στην υπόθεση από καινούργια, ισχυρότερη τώρα, θέση: το 1887 εκλέγεται δήμαρχος. Ως δήμαρχος, λοιπόν, το 1889 ο Φιλήμων εξαγγέλλει και κάνει τις πρώτες κινήσεις για τη δημιουργία ενός Δημοτικού Μουσείου της Ιστορίας των Αθηνών, αν και τελικά αυτό το σχέδιο δεν θα ευοδωθεί. Αυτή η ιδέα, μιας εικονογραφημένης ιστορίας της πόλης, ασφαλώς δεν είναι ξένη προς τις παλαιότερες προτάσεις του Λάμπρου. Ωστόσο στη σκέψη του Φιλήμονος, εκτός από τη σωστική και ερευνητική λειτουργία που και το Μουσείο θα εκπλήρωνε, διαπιστώνουμε και μια νέα χρήση του ιστορικού παρελθόντος. Ένα τέτοιο Μουσείο θα έδειχνε «την έκπτωσιν εις ην περιέστησαν [αι Αθήναι] κατά τους χρόνους της υποδουλώσεως και το μέγεθος εις ο προήλθαν και οσημέρας προάγονται, γιγαντιαίοις βήμασι χωρούσι».19
Αυτή η ιδέα της χρήσης του παρελθόντος για την απόδειξη της προόδου του παρόντος αποκαλύπτει το πλήρες νόημά της με τη συμπληρωματική παρατήρηση του Φιλήμονος στο ίδιο εξαγγελτικό του Μουσείου κείμενο. Εκεί, σχολιάζοντας τη δραματική αλλαγή που σημειώνεται στην όψη της πόλης από τις αρχές έως τα τέλη του αιώνα, ο Φιλήμων αναδεικνύει ως σύμβολο της αλλαγής –της προόδου– την εξαφάνιση από τον αθηναϊκό ουρανό των μιναρέδων και την αντικατάστασή τους από «τον ελληνικόν σταυρόν δεσπόζοντα πανταχού». Η ανάγκη βεβαιώσεων για τις αποστάσεις που χωρίζουν την οθωμανική από την ελληνική πόλη φαίνεται ισχυρή· η διαφορά από τις αρχές έως τα τέλη του αιώνα δεν ενδιαφέρει λοιπόν μόνον ως προς το μέγεθος αλλά και ως προς την ταυτότητα και τη φυσιογνωμία. Εξάλλου, η ίδια η ιδέα του Μουσείου της Ιστορίας της Πόλης ρητά προτείνεται ως πρακτική ευρωπαϊκή. Η δημιουργία του δεν θα απεικονίζει απλώς την πορεία προς την ανάπτυξη, προς την Ευρώπη, αλλά συλλαμβάνεται ως μέρος αυτής της πορείας. Προσεγγίσεις, ως προς αυτό, ανάλογες με εκείνες που είδαμε στις προτάσεις του Λάμπρου.
Επί δημαρχίας Φιλήμονος, και πάλι το έτος 1889, κάνει δυναμικά το ξεκίνημά της μια διπλή έκδοση με δημοτική δαπάνη, επιμελητής της οποίας είναι ο Δημήτρης Καμπούρογλου. Πρόκειται για τον πρώτο τόμο των Μνημείων της Ιστορίας των Αθηναίων (οι δύο επόμενοι τόμοι εκδίδονται το 1890 και το 1892 αντίστοιχα). Ο Καμπούρογλου εκδίδει τα ίδια χρόνια, συμπληρωματικά προς τα Μνημεία, την επίσης τρίτομη Ιστορία των Αθηναίων κατά την Τουρκοκρατία, όπου αφενός προσφέρεται ανάλυση των πηγών και αφετέρου επιχειρείται η παρουσίαση μιας πρώτης εικόνας της ιστορίας της πόλης κατά την περίοδο 1458-1687.
Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου (1852-1942)
Ο Δημήτρης Καμπούρογλου20 δεν είναι επαγγελματίας ιστορικός· είναι ερασιτέχνης με τη διπλή σημασία του όρου: στρέφεται στην ιστοριοδιφία γιατί πάνω απ’ όλα είναι και νιώθει Αθηναίος. Πριν απ’ αυτόν η μητέρα του, η Μαριάννα Καμπούρογλου, το γένος Γέροντα, καταγράφει και δημοσιεύει αθηναϊκά παραμύθια.21 «Ω, Αθήναι», θα γράψει κλείνοντας τον τρίτο τόμο της Ιστορίας των Αθηναίων, «ω, Αθήναι, τας οποίας η μήτηρ μου πρώτη με εδίδαξε να λατρεύω, καταθέτων την γραφίδα και αναπαύωντην κουρασθείσαν χείραν, εύχομαι να έχω και εν τω μέλλοντι την δύναμιν ίσην προς την επιθυμίαν, όπως δυνηθώ να συμπληρώσω το προς το παρελθόν σου οφειλόμενον ιερόν καθήκον».22
Χρειάζεται να κρατήσουμε τις λέξεις «λατρεία της Αθήνας» και «ιερό καθήκον». Ο Καμπούρογλου, που βραβεύτηκε ως ποιητής για την ικανότητά του να απομυθοποιεί και να σαρκάζει εκεί όπου οι ρομαντικοί ποιητές έως τα 1870 δραματοποιούσαν και έπασχαν, ο είρων και πνευματώδης Καμπούρογλου των σημειωμάτων στην εφημερίδα Εβδομάς, στη σχέση του με την Αθήνα γίνεται ρομαντικός και πραγματικά αφιερώνεται. Γι’ αυτή του τη σχέση με το παρελθόν της Αθήνας επονομάζεται αθηναιογράφος.
Οι έρευνες του Καμπούρογλου για την Αθήνα, όπως δηλώνει ο ίδιος, ξεκινούν στα 1873, το έτος δηλαδή του δημοτικού ιστορικού διαγωνισμού. Μια υπενθύμιση: η προσωπική του περίπτωση αναδύεται μέσα στο περιρρέον κλίμα, που ζητεί από τότε με ποικίλους τρόπους να φωτιστεί η ιστορία της πόλης. Το κυρίως αντικείμενο των ερευνών του στρέφεται στη ζωή της τουρκοκρατούμενης πόλης. «Διατί άραγε», αναρωτιέται, «ενώ κι αυτό το απώτατο παρελθόν κατά κόρον πλέον ανεπτύχθη και εδιδάχθη, η αμέσως προηγούμενη της συγχρόνου εποχή του Αθηναϊκού βίου, η της Τουρκοκρατίας, διατελεί τοσούτον άγνωστος ημίν; Διατί ευθύς μετά την απελευθέρωσιν εγεννήθη αδιαφορία τις, αν μη περιφρόνησις, προς τους υπό την δεσποτείαν των Τούρκων αμέσους και ορισμένους ημών προγόνους; Διατί ως εξιππασμένοι τινές οψίπλουτοι περιφρονήσαμεν τους γεννήτορας ημών;»23
Η ανάγκη αποκατάστασης των αμέσων προγόνων, των γεννητόρων, είναι μια ανάγκη που στα τέλη του 19ου αι. προβάλλει ορμητικά από τη γενιά του δημοτικισμού και της λαογραφίας. Είμαστε, ας μην το ξεχνάμε, στο κλίμα που δημιουργεί τον Νικόλαο Πολίτη, τον Ψυχάρη, τον Παλαμά. Εδώ όμως δεν πρόκειται για τη γενικότητα, η έμφαση δεν είναι εθνική, είναι αθηναιοκεντρική κατ’ αποκλειστικότητα:
«Πόθεν δε άραγε», συνεχίζει ο Καμπούρογλου, «προέρχεται και η παρατηρούμενη ιδιάζουσα υποτίμησις προς τους Αθηναίους περί ων ουχί σπανίως αναγιγνώσκει τις, και ακούει ήκιστα ευμενείς κρίσεις; Ήσαν άραγε άξιοι των κρίσεων τούτων, ή επί τοσούτον επεβάρυνεν αυτούς η των αρχαίων προγόνων δόξα, ώστε μόνοι ούτοι να κρίνωνται απολύτως και όχι σχετικώς προς την εποχήν; [...] Σχετικώς, προς την κατάστασιν και το πνεύμα της εποχής πρέπει να κρίνονται και οι Αθηναίοι. [...] Μη ζητώμεν λοιπόν επί Τουρκοκρατίας να εύρωμεν εν Αθήναις Περικλείς, Ευριπίδας και Φειδίας. Τούτο ου μόνον δυνατόν δεν είναι, αλλ’ ουδέ φυσικόν. Αλλ’ άραγε επειδή δεν ήσαν Ικτίνοι, έπεται ότι ήσαν κτήνη;»24
Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου, Το Ριζόκαστρον, Αθήνα 1920
Η ενδιαφέρουσα ένταση ανάμεσα σε αρχαίους και νεώτερους Αθηναίους, όπως βιώνεται από τον Καμπούρογλου, έχει το αντίστοιχό της σε μια δεύτερη ομόκεντρη ένταση ανάμεσα στον τόπο, τον μελετημένο και τιμημένο, και τους ανθρώπους, τους αγνοημένους και τους υποτιμημένους. Γι’ αυτό ο Καμπούρογλου γράφει την ιστορία των Αθηναίων κι όχι την ιστορία των Αθηνών: «Άνευ της λεπτομερούς γνώσεως του καθόλου βίου του Λαού, ουδείς δύναται να διισχυρισθή ότι κατέχει γνώσεις περί της ιστορίας έθνους τινός ή πόλεως».25
Η έννοια του λαού είναι κεντρική στη σκέψη του Καμπούρογλου. Και δεν είναι μόνο στο ιστορικό του έργο, στην Ιστορία των Αθηναίων, όπου εκδηλώνεται. Και στα Μνημεία, χάρη σε αυτήν φροντίζει για ταπεινές, μικρές πηγές, ιδιωτικά έγγραφα και επιστολές, χάρη σε αυτήν αξιοδοτεί και συγκεντρώνει ποικίλη λαογραφική ύλη, έθιμα, παραδόσεις, δεισιδαιμονίες και παροιμίες. Δεν πρόκειται ωστόσο για τον λαό-πρωταγωνιστή του έθνους, αλλά για τον γηγενή πληθυσμό της πόλης. Ο Καμπούρογλου κάνοντας ιστορία υπερασπίζεται την τιμή των γεννητόρων Αθηναίων και αυτή η υπεράσπιση δεν απευθύνεται τόσο στους ξένους, στους αλλοεθνείς, αλλά μάλλον στο εθνικό κοινό που συρρέει στην πρωτεύουσα και πλέον ηγείται της πόλεως, εκτοπίζοντας τους γηγενείς.
Πλάι στην έννοια του λαού, μια δεύτερη έννοια, η έννοια της επιστήμης, προβάλλει στη σκέψη του Καμπούρογλου, κι αυτές οι δύο έννοιες οργανώνουν το σύνολο του έργου του αυτής της περιόδου. Η επιστήμη του Καμπούρογλου δεν είναι η ακαδημαϊκή επιστήμη, όπως, ας πούμε, αυτή του Λάμπρου. Κι ο Καμπούρογλου όμως στην επιστήμη πιστεύει, σε αυτή βλέπει την υπέρτατη δύναμη της γνώσης, τη «θρησκεία», όπως γράφει, «του σύγχρονου κόσμου».26 Αλλά ενδιαφέρεται πρωτίστως για την εκλαΐκευσή της, θέλει τη γνώση για τους πολλούς και για την πατρίδα. Κάτω, όμως, κι από τη σκιά του Λάμπρου ή και των γενικότερων θετικιστικών ιδεών που ηγεμονεύουν, δεσμεύεται από το να προχωρήσει στην εξιστόρηση των γνωστών κι αντίθετα αφιερώνει μεγάλη προσπάθεια στη συγκέντρωση των πηγών. Ο Καμπούρογλου θέλει να προσφέρει νέα γνώση. Η τρίτομη έκδοση των Μνημείων υλοποιεί, με τις ατέλειες του ερασιτέχνη ιστοριοδίφη, την ιδέα της συγκέντρωσης των πηγών, των «ψηφίδων» του Λάμπρου, χωρίς ωστόσο οργάνωση της ύλης, χωρίς σχέδιο: εδώ θέλει να βρίσκονται όλα, «παν ότι περιεσώθη και δύναται να θεωρηθή ως Πηγή της Αθηναϊκής ιστορίας», πάσα η ιστορική ύλη, ατάκτως ερριμμένη. Πηγές γραπτές: έγγραφα, ιδιωτικά και δημόσια, περικοπές περιηγητών· πηγές χαρακτές: επιγράμματα, επιγραφές και σφραγίδες, και τέλος, πηγές κατά την παράδοσιν, δηλαδή ποικίλο λαογραφικό υλικό.
Ακόμη κι όταν ξεκινά τη συγγραφή της Ιστορίας συνομιλεί ευθέως, και εν μέρει απολογητικά, με τη σκέψη του Λάμπρου και τις επιστημονικές απαιτήσεις, τις οποίες εκείνος, όπως είδαμε, είχε θέσει στα 1878-1881 ως προς τη μελέτη της αθηναϊκής ιστορίας.
Γιατί οι λέξεις είναι του Λάμπρου στα παρακάτω λόγια του Καμπούρογλου: «Αι πηγαί της ιστορίας των Αθηναίων επί Τουρκοκρατίας, και κατά την πρώτην περίοδον ιδίως, ατυχώς δεν είναι πολλαί [...] ο δε επιχειρών ν’ απεικονίσει τους αιώνας τούτους, αφού πολλάκις απελπίση, κατορθοί μεν πως, επί τέλους, τούτο, διατρύτων κόπων, αλλ’ αντί εικόνος, καταρτίζει μάλλον ψηφίδωμα, ούτινος και τα συστατικά λιθάρια ηναγκάσθη ν’ αναζητήση ο ίδιος».
Επειδή, όμως, ο Καμπούρογλου είναι αποφασισμένος να γράψει την ιστορία των γεννητόρων του, συμπληρώνει απαντώντας έμμεσα στον Λάμπρο: «Οπωσδήποτε και το ψηφίδωμα είναι εικών».27
Η «εικών», την οποία ο Καμπούρογλου αδημονεί να συνθέσει, είναι η ιστορία της Αθήνας –του αθηναϊκού βίου, όπως θα διόρθωνε εκείνος– στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Και εδώ, στην περίοδο δηλαδή, βρίσκεται μια άλλη διαφορά έμφασης από τον Λάμπρο. Το μέλημα του Καμπούρογλου είναι η αποκατάσταση της τουρκοκρατούμενης Αθήνας· θέλει να την εντάξει στο πεδίο δράσης της ιστορικής έρευνας, να φωτίσει «τα πολλά άλυτα ιστορικά προβλήματα [τα οποία] εν εαυταίς κρύπτουσιν αι Αθήναι» και με την Ιστορία των Αθηναίων αυτό επιχειρεί. Πασχίζει αφενός να προβάλει την «ανεπίδραστον αντίθεσιν της Ελληνικότατης των πόλεων προς τα (αλβανόφωνα) χωρία της Αττικής και να θέσει το πρόβλημα του χρόνου της μεταβαπτίσεως τμημάτων της Αττικής γης και της εν τη Αττική μεταναστεύσεως του Ηπειρωτικού πληθυσμού» και αφετέρου να αναδείξει την τομή του 1687, δηλαδή της βενετικής κατοχής και του εκπατρισμού των Αθηναίων που επακολούθησε, σε ορόσημο έως το οποίο διήρκεσε η «σχετική ακμή της πόλεως και των Αθηναίων υπό πάντα δυνάστην, μηδέ του Τούρκου εξαιρουμένου».28 Αυτός ο ορμητικός προσανατολισμός του Καμπούρογλου προς την Τουρκοκρατία, η αφοσιωμένη αποφασιστικότητά του να ιστορικοποιήσει και να αποκαταστήσει αυτό το «περιφρονημένο» παρελθόν είναι, ίσως, το πιο σημαντικό του γνώρισμα.
Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου, Αι Παλαιαί Αθήναι, Αθήνα 1922
Δεν τελειώνει εδώ, ούτε βεβαίως εξαντλείται σε όσα παρουσιάσαμε ώς εδώ, η αθηναϊκή απόπειρα μελέτης και γνωριμίας με το αθηναϊκό παρελθόν, όπως αυτή δυναμικά εμφανίστηκε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. Στα ίδια χρόνια είναι κι άλλοι που καταπιάνονται με θέματα της μεταγενέστερης αθηναϊκής ιστορίας. Για να αναφέρουμε μερικούς, είναι ο Τάσσος Νερούτσος, ο Επαμεινώνδας Σταματιάδης, ο Κωνσταντίνος Ζήσιος, ο Πανάρετος Κωνσταντινίδης, ο Θεμιστοκλής Νικολαΐδης Φιλαδελφεύς. Παράλληλα, σημειώνεται από το 1882 η αξιόλογη συλλεκτική δραστηριότητα της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, στο Δελτίο της οποίας δημοσιεύονται αρκετές από τις μελέτες για το αθηναϊκό παρελθόν.
Επίσης, στα πρώτα χρόνια του αιώνα μας νέα σημαντικά έργα εμφανίζονται με τη χρηματοδότηση και υποστήριξη και του Δήμου Αθηναίων. Καταρχήν, η έκδοση το 1901, του πρώτου περί την ιστορία έργου του Γιάννη Βλαχογιάννη, φέρει τον τίτλο Αθηναϊκόν Αρχείον και εκδίδεται με δημοτική δαπάνη. Περιλαμβάνει έκδοση μεγάλου όγκου αθηναϊκών εγγράφων της δεκαετίας του Αγώνα. Αν και το έργο του μεγάλου ιστοριοδίφη, και πρώτου Διευθυντή των Γενικών Αρχείων του Κράτους, δεν έχει τελικά ως κυρίως αντικείμενο αθηναϊκά πράγματα, είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον –για τη δύναμη του φαινομένου που εξετάζουμε– ότι ο Βλαχογιάννης ξεκινάει με ενότητα αθηναϊκή. Ας μην υποτιμάται επίσης ούτε η σημασία που έχει η δυνατότητα της δημοτικής χρηματοδότησης. Πράγματι, ο Δήμος Αθηναίων έχει τουλάχιστον σταθεροποιηθεί, έστω χωρίς τον προγραμματισμό που οραματιζόταν νεαρός ο Λάμπρος, ως χορηγός αθηναϊκών ιστορικών εκδόσεων.
Τέλος, το 1904, και πάλι ο Σπυρίδων Λάμπρος παρουσιάζει, ως μεταφραστής τώρα, την ελληνική έκδοση της Ιστορίας της Πόλεως των Αθηνών κατά τους μέσους χρόνους του Φερδινάνδου Γρηγοροβίου, συγγραφέα της Μεσαιωνικής Ιστορίας της Ρώμης.29 Ο Σπυρίδων Λάμπρος θερμά και πολύπλευρα υποστήριξε τον Γρηγορόβιο στο αθηναϊκό του σχέδιο, ακριβώς γιατί δεν θέλησε για ποικίλους λόγους να το αναλάβει ο ίδιος. Η παρουσία του Δήμου Αθηναίων είναι πάλι αισθητή με τη μορφή τώρα χρηματοδότησης προς τον Λάμπρο για μια ερευνητική αποστολή στις Βιβλιοθήκες της Ευρώπης (δήμαρχος τώρα ο Σπύρος Μερκούρης). Καρπός της χορηγίας και της αποστολής αυτής ο τρίτος τόμος της ελληνικής έκδοσης του Γρηγοροβίου: μια φροντισμένη δημοσίευση πλήθους ανέκδοτων μεσαιωνικών εγγράφων, από τον ίδιο τον Λάμπρο, ο οποίος κρατά για τον εαυτό του επίμονα τον ρόλο του επιμελητή κριτικών εκδόσεων. Πρόκειται για έναν τόμο που θα μπορούσε θαυμάσια να σταθεί και ως αυτοτελής έκδοση.30
Αυτή ήταν σε αδρές γραμμές η ιστορία της ανάπτυξης του πρώτου ενδιαφέροντος, εντός της Αθήνας, για την ιστορική μελέτη του νεώτερου παρελθόντος της. Πιο εθνική και πιο ακαδημαϊκή (και πιο μεσαιωνική;) η προσέγγιση του Σπ. Λάμπρου, πιο τοπική και πιο λαϊκή/κοσμική (και σαφώς πιο προσανατολισμένη στα τουρκοκρατούμενα νεώτερα χρόνια), η προσέγγιση του Καμπούρογλου. Και οι δύο γεννημένοι στα μέσα του αιώνα, μεγαλωμένοι στη Νέα Αθήνα, εκπρόσωποι της ίδιας γενιάς, της ίδιας πόλης. Ανάμεσά τους, γύρω τους, όπως μπορεί, ο Δήμος των Αθηναίων.
Η ιστορία της αθηναϊκής ιστορίας, όπως την είδαμε, είναι ασφαλώς μια ιστορία της Αθήνας του 19ου αι. Η σκιαγράφηση που επιχειρήθηκε, στραμμένη κυρίως στην ιστορία της γένεσης αυτού του νέου ιστοριογραφικού πεδίου, δεν αποτελεί παρά μια εισαγωγή για την κατανόησή του. Η κυρίως μελέτη του θα πρέπει ασφαλώς να ενταχθεί στην έρευνα τόσο της νεοελληνικής ιστοριογραφίας, όσο και της ιστορίας της πόλης.
Υπομνήματα
1. Π. Ενεπεκίδης, Η Ελλάδα, τα νησιά και η Μικρά Ασία τον Καρόλου Κρονμπάχερ, Αθήνα 1994, σ. 61.[επιστροφή]
4. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη από τη δεκαετία του 1850 έχουν εμφανιστεί στην ευρωπαϊκή βιβλιογραφία δύο σημαντικές μελέτες σχετικές με την ιστορία των Αθηνών, τη μεταγενέστερη της αρχαίας: Karl Hopf, De historiae Ducatus Atheniensis fonbidus, Βόννη 1852 και Comte de Laborde, Athènes au XVe, XVIe, XVIIe siècles, Παρίσι 1854, 2 τόμοι. Οι μελέτες ωστόσο αυτές συνδέονται είτε με τη μελέτη της Φραγκοκρατίας στην Ανατολή, που γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη στην Ευρώπη ως μέρος της στροφής στην ιστορική έρευνα του δυτικού μεσαίωνα, είτε με τη μελέτη της προόδου της ευρωπαϊκής γνωριμίας με την ελληνική αρχαιότητα και τον ελληνικό χώρο, επίσης μέρος διεργασιών που αφορούν στην ευρωπαϊκή αυτογνωσία. Εξάλλου, από ελληνικής πλευράς θα πρέπει επίσης να σημειωθεί το έργο του Αθηναίου συμβολαιογράφου Διονυσίου Σουρμελή: Τους υπέρ πατρίδος αποθανόντος εν τη πολιορκία των Αθηνών, εντός της πόλεως και τον φρουρίον, εν έτει 1826, Αίγινα 1828· Ιστορία των Αθηνών κατά τον υπέρ ελευθερίας αγώνα, αρχομένη από της Επαναστάσεως μέχρι της αποκαταστάσεως των πραγμάτων, Αίγινα 1834· Κατάστασις συνοπτική της πόλεως των Αθηνών από της πτώσεως αυτής υπό των Ρωμαίων μέχρι τέλους της Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1842 (α' και β' εκδ.) και 1846 (γ' εκδ.). Ο Σουρμελής είναι κατά μία έννοια ο πρώτος μετά την Ανεξαρτησία ιστορικός της νεώτερης Αθήνας. Το έργο του ωστόσο εντάσσεται κυρίως στην ιστοριογραφική παραγωγή, τη σχετική με τις τοπικές συμβολές στον Αγώνα, ενώ το υπόλοιπο έργο του, ανεπαρκές και συνοπτικό ούτως ή άλλως, συνδέεται μάλλον με τις απόπειρες ανασκευής των θέσεων του Φαλμεράγερ για την ερήμωση των Αθηνών κατά τον Μεσαίωνα, οι επανεκδόσεις του οποίου οφείλονται εν πολλοίς στην περαιτέρω ανάπτυξη των αναιρετικών επιχειρημάτων του συγγραφέα (βλ. σχετικά Γ. Βελούδη, Ο Fallmerayer και η γένεση τον ελληνικού ιστορισμού, Αθήνα 1982, σ. 50-52).[επιστροφή]
5. Η αναγγελία του «αγωνίσματος» γίνεται από τον δήμαρχο την 1η Νοεμβρίου 1873, το σχετικό έγγραφο δημοσιεύεται στον πρόλογο του Γ. Κωνσταντινίδη, Ιστορία των Αθηνών, Αθήνα 1876, σ. θ'-ι.[επιστροφή]
6. Βλ. σχετικά, Σπ. Λάμπρου, Μικταί Σελίδες, Αθήνα 1905, σ. 47.[επιστροφή]
7. Βλ. σχετικό σχόλιο από έναν άλλο σύγχρονο ιστορικό της νεώτερης Αθήνας: «επειδή δε ούτε επί νέων πηγών ήτο συντεταγμένη [...] η επιτροπή απέστη της κρίσεως. Τότε ο Δήμαρχος μετά του Δημοτικού Συμβουλίου, μετασχηματισθέντες εις Ελλανόδικος, εβράβευσαν ασυζητητείτο πόνημα του Γ. Κωνσταντινίδου ευχερώς και ταχέως», Θ. Ν. Φιλαδελφέως, Ιστορία των Αθηνών επί Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1902, τ. 1, σ. γ'-δ'. Ωστόσο, η Ιστορία του Γ. Κωνσταντινίδη σημείωσε εκδοτική επιτυχία τόση ώστε να κάνει και δεύτερη έκδοση το 1894. Ο ίδιος δημοσίευσε το 1930 Επιτομή Ιστορίας των Αθηνών από τις εκδόσεις Ελευθερουδάκη.[επιστροφή]
10. Ο Σπ. Λάμπρος ασχολείται ήδη ερευνητικά με τον Μιχαήλ Ακομινάτο και αποτέλεσμα των ερευνών του αυτών είναι η διατριβή επί υφηγεσία που υποβάλει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και η οποία εκδίδεται το 1878 με τίτλο Αι Αθήναι περί τα τέλη του 12ου αιώνος.[επιστροφή]
11. Φερδινάνδου Γρηγορόβιου, Ιστορία της Πόλεως των Αθηνών, μεταφρασθείσα, μετά διορθώσεων και προσθηκών υπό Σπυρίδωνος Λάμπρου, τ. Α', Αθήνα 1904, σ. 20.[επιστροφή]
12. Η Έκθεση του Σπ. Λάμπρου δημοσιεύεται από τον ίδιο στην «Εισαγωγή» του στο έργο του Φ. Γρηγορόβιου, ό.π., τ. Α', σσ. 21-23.[επιστροφή]
13. Από τον Λάμπρο πληροφορούμαστε επίσης ότι στη συνέχεια του ζητήθηκε μια εκτίμηση του οικονομικού κόστους του όλου σχεδίου, την οποία και υπέβαλε προτείνοντας τον ορισμό ενός ετήσιου κονδυλίου 3.000 δραχμών στον προϋπολογισμό του Δήμου, βλ. αυτ., σ. 24 –25.[επιστροφή]
14. Σπ. Λάμπρου, Μιχαήλ Ακομινάτου τον Χωνιάτη τα Σωζόμενα, τα πλείστα εκδιδόμενα, νυν το πρώτον κατά τους εν Φλωρεντία, Οξωνίω, Παρισίοις και Βιέννη κώδικας, 2 τόμοι, Αθήνα 1879.[επιστροφή]
16. Ο Δήμος Αθηναίων καταθέτει συνδρομή στη ΙΕΕ 300 δρχ. ετησίως από το 1888 έως και το 1899, με διακοπή το 1893-1894, δες σχετικά τις Εκθέσεις του Ταμία της ΙΕΕ, όπως δημοσιεύονται στα Δελτία της ΙΕΕ, τ. Β'-ΣΤ 1888-1900.[επιστροφή]
17. Δες σχετικά την «Εισαγωγή» του στο Φ. Γρηγορόβιου, ό.π., 1904, σ.19 και σ. 25. Εν τω μεταξύ, ο Σπ. Λάμπρος που από το 1878 εργάζεται ως υφηγητής της Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο, το 1882 αναλαμβάνει τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή των Δημοτικών Σχολείων.[επιστροφή]
18. Δημοσιεύεται στον Παρνασσό, τ. Ε', 1881, σ. 224- 253. Αναδημοσιεύεται στο Σπ. Λάμπρου, Μικταί Σελίδες, Αθήνα 1905, σ. 518-530.[επιστροφή]
20. Για τον Καμπούρογλου, βλ. Δ. Γέροντα, Δημήτριος Γρηγορίου Καμπούρογλου, η ζωή και το έργο του, Αθήνα 1974.[επιστροφή]
21. Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, τ. Α', 1883.[επιστροφή]
22. Δ. Γρ. Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηναίων, τ. 3,1986, σ. 267.[επιστροφή]
29. Ferdinard Gregorovius, Geschichte der Stadt Rom in Mittelalter, Στουτγάρδη 1859-1872.[επιστροφή]
30. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί εδώ η περιπέτεια που γνώρισε η έκδοση των χειρογράφων του Ιωάννου Μπενιζέλου (1735-1807), συγγραφέα μιας Ιστορίας των Αθηνών σε δύο μέρη –Παλαιά Ιστορία της Πόλεως των Αθηνών (από τους μυθικούς χρόνους έως το 1754), και Ιστορία Νέα των εν Αθήναις συμβεβηκότων (από το 1754 έως το 1795). Τελικώς εκδόθηκε πλήρως μόλις το 1986, αν και τμήματά της εκδίδονται ήδη από το 1815 από τον Περραιβό, όπως και κατά την περίοδο που εδώ εξετάσαμε από τον Καμπούρογλου και τον Φιλαδελφέα, διατηρώντας ωστόσο ανοιχτή την «περί του χειρογράφου έριδα» (βλ. σχετικά στην ενότητα με αυτόν το τίτλο στα «Προλεγόμενα» του Ιω. Γεννάδιου στην έκδοση που ο ίδιος ετοίμασε το 1932 και η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε το 1986). Η καθυστέρηση αυτή της έκδοσης του έργου του Μπενιζέλου έχει ένα ενδιαφέρον, ακριβώς γιατί παρά τις αντιστοιχίες του εγχειρήματος του με τις προσπάθειες που επιχειρούνται στα τέλη του 19ου αι. ο Μπενιζέλος, ο πρώτος Αθηναίος ιστορικός των Αθηνών κατά τους νεώτερους χρόνους, δεν τοποθετείται έγκαιρα σε αυτή τη θέση από τους «επιγόνους» του. Βεβαίως, η έκδοση που ετοίμαζε ο Ιω. Γεννάδιος το 1932, έκδοση για την οποία είχε εξασφαλίσει –κατά το γνώριμο πλέον σχήμα– τη χρηματοδότηση του Δήμου Αθηναίων, επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη, και η οποία ματαιώθηκε λόγω του θανάτου του Γεννάδιου, θα μπορούσε να θεωρηθεί προέκταση της αθηναϊκής ιστοριογραφικής δραστηριότητας που ξεκινά γύρω στα 1874. Σε αυτήν εξάλλου ο Γεννάδιος σκόπευε να συμπεριλάβει, υπό τον τίτλο «Παρεμβολαί», τη δημοσίευση εικοσιτεσσάρων δικών του αθηναϊκών ιστορικών εργασιών του, άλλες ήδη δημοσιευμένες και άλλες όχι (για τους τίτλους των επιμέρους εργασιών, οι οποίες φυλάσσονται στη Γεννάδειο, βλ. την εισαγωγική «Παρουσίαση» της έκδοσης από τον Μ.Ι. Μανούσακα στο Ιω. Μπενιζέλου, Ιστορία των Αθηνών, επιμ. Ι. Κοκκώνας - Γ. Μπώκος, Αθήνα 1986, σ. ιστ').[επιστροφή]
|