Η Αθήνα κατά την Ελληνιστική περίοδο
Χαράλαμπος Μπούρας
Αρχιτέκτων, Καθηγητής Ε.Μ.Π.
Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε σε αγγλική γλώσσα στο 13ο Διεθνές συνέδριο Κλασικής Αρχαιολογίας, στο Βερολίνο, το 1988 και περιλαμβάνεται στα πρακτικά του Akten des XIII. Internationalen Kongresses für klassische Archäologie, Berlin, 1988. Mainz am Rhein 1990, 267-274.
Η Αθήνα, χωρίς αμφιβολία, ήταν το πιο σπουδαίο κέντρο πολιτισμού της κλασικής περιόδου του αρχαίου κόσμου. Αργότερα, κατά τα Ελληνιστικά χρόνια, παρά τη μείωση της σημασίας της έναντι νέων πολιτικών δυνάμεων και νέων πολιτιστικών εστιών, δεν έπαψε να είναι μια σημαντική πόλη και ένα κέντρο με οντότητα και σοβαρή καλλιτεχνική ακτινοβολία. Στον νέο ελληνισμό που προέκυψε από τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η πόλη προβαλλόταν από την κληρονομιά της. Η εξέταση της πολεοδομίας, της αρχιτεκτονικής και της τέχνης της κατά την εποχή αυτή παρουσιάζει –ανάμεσα στα άλλα και για τους δύο παραπάνω λόγους– ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Για το θέμα αυτό υπάρχει μια αυτοδύναμη επιστημονική συνθετική μελέτη σχεδόν τριαντακονταετίας. Είναι το αντίστοιχο κεφάλαιο στο πολύτιμο έργο του Γιάννη Τραυλού για την πολεοδομική εξέλιξη των Αθηνών. Το θέμα ωρίμασε και πολλές λεπτομέρειές του διευκρινίσθηκαν έκτοτε, πάλι χάρη στον Τραυλό με την έκδοση του Bildlexikon για την αρχαία Αθήνα, στα 1971. Η εικόνα βελτιώθηκε τοπικά μόνον, για τον χώρο της Ελληνιστικής Αγοράς, με τις μικρές επιστημονικές συνθέσεις στα βιβλία των Thompson-Wykerley το 1972 και προσφάτως του John Camp.
Το νέο υλικό που μπορεί να αυξήσει τις γνώσεις μας για την Ελληνιστική Αθήνα είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα των τελευταίων 17 ετών, του χρονικού δηλαδή διαστήματος που μας χωρίζει από το λεξικό του Τραυλού. Πρόκειται για το προϊόν ανασκαφών αφενός συστηματικών, κυρίως στην Αγορά και δημοσιευμένων στην Hesperia, και αφετέρου τυχαίων, σ' όλη την έκταση της πόλεως, δημοσιευμένων στα Χρονικά του Αρχαιολογικού Δελτίου. Η ατελής ακόμη ερμηνεία, χρονολόγηση και συσχέτιση των ευρημάτων αυτών δυσχεραίνει την άμεση αξιοποίησή τους σε μια νέα σύνθεση για την πολεοδομία και την αρχιτεκτονική της πόλεως. Αντιθέτως, μερικές πρόσφατες μελέτες που ερμηνεύουν κάποια γνωστά μνημεία είναι πολύ ευπρόσδεκτες προς τον σκοπό αυτό.
Η κατά σύμβαση έναρξη της Ελληνιστικής περιόδου το 323 π.Χ. στην αθηναϊκή ιστορία αφήνει εκτός των ορίων της τον ρήτορα Λυκούργο και τα πολυάριθμα έργα που πραγματοποιήθηκαν εδώ στις μέρες του. Ως κάτω όριο της περιόδου θα πρέπει να αποδεχθούμε, όπως προτείνει από παλιά και ο Τραυλός, το 86 π.Χ. κατά το οποίο η πόλη λεηλατήθηκε και υπέστη σοβαρές ζημιές από τον Σύλλα.
Αλλά εδώ το θέμα δεν είναι τόσο να βελτιώσουμε την εικόνα της ελληνιστικής πόλεως πλουτίζοντάς την με νέες άμεσες ή έμμεσες πληροφορίες, όσο το να εξετάσουμε αν αυτή συμμετέσχε στο νέο ύφος της εποχής των διαδόχων. Σε ποιο βαθμό δηλαδή η Αθήνα υιοθέτησε στην πολεοδομία και στην αρχιτεκτονική της τις τρέχουσες τότε ιδέες για το κτισμένο περιβάλλον, αν υπήρξε σε κάτι πρωτοπόρος κατά το διάστημα αυτό και, τέλος, πώς μπορούν να ερμηνευθούν ιστορικά τα αρχιτεκτονικά και τα καλλιτεχνικά φαινόμενα που εκδηλώθηκαν τότε εδώ.
ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΑ
Η Αθήνα κράτησε ως το τέλος του αρχαίου κόσμου το παλαιό, δυναμικά δημιουργημένο από την αρχαϊκή και την κλασική περίοδο, ακανόνιστο πολεοδομικό της σχέδιο. Οι γνώσεις μας για το σχέδιο αυτό είναι περιορισμένες, πλην όμως οι γενικές αρχές από τις οποίες προέκυψε είναι φανερές. Ο αρχικός πυρήνας ήταν η Ακρόπολη. Κάποιοι κύριοι δρόμοι ξεκινούσαν από την είσοδό της, καθώς και από τον δρόμο που άμεσα την περιέβαλλε, για να καταλήξουν ακτινωτά χαραγμένοι στις πύλες των τειχών, αφήνοντας και κάποιους ελεύθερους χώρους, ο σπουδαιότερος από τους οποίους ήταν η Αγορά. Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στα Ελληνιστικά χρόνια ήταν, όπως θα δούμε, περιορισμένες. Η πόλη διατήρησε τότε το παλιό όριο των τειχών της, τις ίδιες πύλες στις οποίες κατέληγαν οι δρόμοι και τις ίδιες παλιές της γειτονιές. Τη μορφή του πολεοδομικού τους ιστού με τα σκόλια δρομάκια και τη συσσώρευση των γύρω κατοικιών τη γνωρίζομε κάπως από παλιές ανασκαφές, όπως του λόφου των Μουσών ή του Αρείου Πάγου, αλλά και από νεώτερες. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η αδράνεια σε μεταβολές του κτισμένου περιβάλλοντος ήταν μεγάλη και ότι οι επισκευές παλαιών, της κλασικής περιόδου, κτηρίων αποτελούσαν συνήθη πρακτική στα ελληνιστικά χρόνια. Την απροθυμία αυτή των Αθηναίων για ριζικές μεταβολές θα μπορούσε κανείς να την αποδώσει στις οικονομικές δυσχέρειες της εποχής, δεν θα ήταν όμως λάθος να τη δει και ως μια έκφραση συντηρητισμού και προσκολλήσεως στα δεδομένα της μεγάλης και παραγωγικής εποχής η οποία προηγήθηκε. Στα ελληνιστικά χρόνια, λόγου χάρη, δεν διατηρούνται μόνον τα μεγάλα και επίσημα ιερά του Άστεως αλλά και τα μικρά τοπικής σημασίας –όπως για παράδειγμα της Αγλαύρου–, ανανεώνεται η λατρεία εντοπίων θεοτήτων και ηρώων και αναδεικνύεται η λατρεία νέων.
Οι μεταβολές, με την έννοια των εκτεταμένων καταστροφών και της υποβαθμίσεως της αρχιτεκτονικής, φαίνεται ότι αφορούν πολύ περισσότερο την ύπαιθρο και οφείλονται στις πολεμικές επιχειρήσεις γύρω από την πόλη κατά τον 3ο αι. π.Χ.
Μια γενική εντύπωση των περιοχών κατοικίας της πόλεως με προφανή τα μειονεκτήματα της παλαιότητάς της μας δίνει το πασίγνωστο χωρίον του Ψευδο-Δικαιάρχου για την ελληνιστική Αθήνα. Στην ίδια όμως την περιγραφή, ευθύς μετά, γίνεται λόγος και για τα εντυπωσιακά της μνημεία στα οποία κατά κύριο λόγο οφείλαμε να στρέψουμε την προσοχή μας.
Στη γενικευμένη, όπως φαίνεται, τάση των πόλεων της Ελληνιστικής εποχής αφενός για κανονικότητα –ένταξη, δηλαδή, των κτηρίων και των ελεύθερων χώρων σε ένα σύστημα ορθογωνίων αξόνων– και αφετέρου για μεγάλους σε πλάτος και μήκος δρόμους πλαισιωμένους από χρηστικά κτήρια, η πόλη των Αθηνών, παρά τις εγγενείς δυσκολίες του ακανόνιστου γενικού της σχεδίου, φαίνεται ότι ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά. Τον εκσυγχρονισμό της αυτόν τον οφείλει σε γενναίες ξένες δωρεές, πλην όμως είναι φανερό ότι υπήρχαν οι προθέσεις και τα προγράμματα προς τούτο από την ίδια την πόλη.
Η περίπτωση της Αγοράς είναι η πιο γνωστή. Οι συστηματικές ανασκαφές και δημοσιεύσεις της Αμερικανικής Σχολής μάς βοηθούν να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή της. Η πελώρια μέση στοά χώρισε δραστικά περί το 180 π.Χ. την Αγορά στα δύο, αυτονομώντας αυτό που ονομάστηκε south square και είχε εμπορικό χαρακτήρα από τον υπόλοιπο χώρο που διατήρησε τις κοινωνικές και πολιτικές του χρήσεις. Ανταποκρίθηκε έτσι στο παλιό αριστοτέλειο αίτημα διακρίσεως μιας αγοράς για τους πολίτες και μιας άλλης για τους εμπόρους. Η μέση στοά είχε σαφέστατο τον προσανατολισμό από βορρά προς νότο και έκλεινε τον κοινόχρηστο χώρο της Αγοράς προς τα νότια. Την πρόθεση για κανονικότητα πιστοποιούν αφενός η κατεδάφιση της παλιότερης νότιας στοάς Ι, προκειμένου η διάδοχός της νότια στοά II να γίνει παράλληλη της μέσης, και αφετέρου η ανέγερση, είκοσι χρόνια αργότερα, της στοάς του Αττάλου (Εικόνα 1) με τον άξονα αυστηρά κάθετο σ' αυτόν της μέσης. Η ολοκλήρωση των ελληνιστικών προγραμμάτων, ακόμα αργότερα, φαίνεται ότι έδωσε στον κοινόχρηστο χώρο της Αγοράς ένα σχήμα σχεδόν κανονικό περιβαλλόμενο εξ ολοκλήρου από κιονοστοιχίες, με φυγές ανάμεσα στα κτήρια. Κράτησε έτσι πολλά από τα κλασικής εποχής κτήριά της, προσαρμόστηκε όμως και στο γενικότερο αίτημα για κανονικότητα. Οι εύστοχες παρατηρήσεις του Onians για την ύπαρξη και άλλων σχέσεων αξόνων στην αθηναϊκή αγορά επιβεβαιώνουν τις θεωρητικές προθέσεις της εποχής.
Στο πνεύμα των ελληνιστικών πολεοδομικών λύσεων φαίνεται ότι ανήκε και η οδός που ένωνε το Δίπυλον με την Αγορά, η αναφερόμενη και ως «Δρόμος». Όψιμες σχετικά πληροφορίες του Παυσανία και του Ιμέριου μάς πείθουν ότι είχε πλάτος 20 μ. και πλαισιωνόταν από στοές με εμπορικό χαρακτήρα, το γυμνάσιο του Ερμού, το ιερό του Διονύσου Μελπομένου, το μεγάλο ανάθημα του Ευβουλίδη και πλήθος αγαλμάτων. Δυστυχώς, η αρχαιολογική μαρτυρία είναι πολύ φτωχή και οι αναπαραστάσεις τελείως σχηματικές. Αλλά και η χρονολόγηση του συνόλου είναι κάπως αόριστη: σε έναν δρόμο ασφαλώς πολύ παλαιότερο (δεδομένου ότι ήταν μέρος της πορείας της πομπής των Παναθηναίων) οι στοές χρονολογούνται μετά το 86 π.Χ., αν και το υλικό τους είχε ξαναχρησιμοποιηθεί, ίσως στην ίδια θέση. Αλλά το σπουδαίο ανάθημα του Ευβουλίδη μαρτυρεί τη σημασία του όλου συγκροτήματος κατά τα ελληνιστικά χρόνια.
Αόριστες είναι ακόμα οι αρχαιολογικές μαρτυρίες για ένα άλλο συγκρότημα στωικών κτηρίων που δημιουργήθηκε στα ελληνιστικά χρόνια βορείως της Ακροπόλεως, στην άμεση γειτονιά του Ωρολογίου του Κυρρήστου και του Αγορανομείου. Πρόκειται για τη διώροφη στοά, της οποίας τα μέλη χρησιμοποιήθηκαν πολύ αργότερα για την επισκευή στο εσωτερικό του Παρθενώνος και μια άλλη παρόμοιά της, διατεταγμένη παράλληλα και λίγο βορειότερα, η οποία υποθέτουν ότι ταυτίζεται με τη στοά του Ρωμαίου, τη γνωστή από την επιγραφή της. Και οι δύο στοές ήταν όμοιες στιλιστικά με του Αττάλου και του Ευμενούς. Αν και είναι πολύ νωρίς για συμπεράσματα, είναι βέβαιο ότι ένα ακόμα συγκρότημα χρηστικών κτηρίων ορθογωνικού σχηματισμού ενσωματώθηκε στον πολεοδομικό ιστό των Αθηνών κατά τον 2ο αι. π.Χ.
Άλλες επεμβάσεις στην πολεοδομική κλίμακα για την ανέγερση χρηστικών κτηρίων στην ελληνιστική Αθήνα, υπό το ίδιο πνεύμα της εποχής, θα μπορούσαν, τέλος, να σημειωθούν: αυτή του κήπου των Μουσών και αφετέρου της στοάς του Ευμενούς. Η πρώτη συνδέεται με το πρόγραμμα του Θεοφράστου κοντά στο Λύκειον, με στοές, κήπους και περιπάτους, που δυστυχώς έχουν εξαιρετικά φτωχή την αρχαιολογική μαρτυρία. Η δεύτερη (Εικόνες 2 και 3) είναι η υλοποίηση μιας μεγαλεπήβολης περγαμηνής ιδέας στωικού κτηρίου και τεράστιου περιπάτου σε συνδυασμό με θέατρο, που απαίτησε την κατεδάφιση μιας ζώνης παλιών κατοικιών της περιοχής, νοτίως της Ακροπόλεως.
Στην απουσία καινούργιων ιερών συγκροτημάτων θα απέδιδε κανείς το ότι δεν διαπιστώνεται στην ελληνιστική Αθήνα αυτό που ο Pollit αποκαλεί θεατρικότητα στην αρχιτεκτονική της εποχής. Πράγματι, το μεγάλο Περίκλειο πρόγραμμα στην Ακρόπολη προς τιμήν της πολιούχου θεάς, με το γόητρο το οποίο είχε στο μεταξύ δημιουργήσει, κάλυπτε όλες τις άμεσες και έμμεσες ανάγκες, μα και τις προθέσεις της πόλεως. Κατά συνέπεια, οι ελληνιστικοί ναοί στην Αθήνα ήσαν λίγοι, μικροί και μεμονωμένοι. Έτσι, η πρόθεση για δραματικές θέες και για απροσδόκητες εναλλαγές αρχιτεκτονικών εντυπώσεων κατά την κίνηση του επισκέπτη δεν είχε την ευκαιρία να εκδηλωθεί. Η Ακρόπολη ήταν το πανάρχαιο σύμβολο εξουσίας και το σταθερό σημείο αναφοράς για όλο το Άστυ. Η μορφή της δεν προσφερόταν για τον ελληνιστικό σχεδιασμό συνεχούς ανόδου με ποικιλία εντυπώσεων. Τις πιθανές προτιμήσεις για σκηνογραφικές εντυπώσεις κάλυπταν στην Αθήνα κατά κύριο λόγο οι στοές με τα διάφορα τιμητικά και αναμνηστικά μνημεία που παρατάσσονταν μπροστά τους.
Οφείλει να εξετασθεί επίσης κατά πόσον η Αθήνα εκσυγχρονίσθηκε τότε στην πολεοδομική κλίμακα. Αν δηλαδή δημιούργησε κάποιες κοινές εξυπηρετήσεις για τους κατοίκους της, στο πνεύμα των νέων αστικών κέντρων της εποχής. Η μαρτυρία των ανασκαφών, και μάλιστα αυτών σ' όλη την έκταση της πόλεως, είναι εν προκειμένω πολύτιμη.
Παρά τα λεγόμενα, λοιπόν, από τον Δικαίαρχο ότι η πόλη ήταν «ξηρά πάσα, ουκ εύυδρος» φαίνεται πως η κατάσταση από πλευράς υδρεύσεως είχε αισθητά βελτιωθεί συγκριτικά με τα κλασικά χρόνια. Από τις ανασκαφές διαπιστώνεται ότι είχαν δημιουργηθεί υδραγωγεία, ένα από τα οποία μάλιστα διασταυρωνόμενο με το τείχος είχε μνημειακή την κατασκευή. Διαπιστώνεται επίσης η ύπαρξη πηγαδιών, δεξαμενών νερού αλλά και ελληνιστικών βαλανείων εντός της πόλεως.
Το δίκτυο των δρόμων, όπως ήδη σημειώθηκε, δεν μεταβλήθηκε κατά τα ελληνιστικά χρόνια. Οι ευκαιριακές όμως ανασκαφές έχουν δώσει γι' αυτούς πολλές πληροφορίες, κυρίως για επισκευές, νέες διαστρώσεις και αναλημματικούς τοίχους που ανάγονται στην εποχή αυτή. Τα ίδια περίπου ισχύουν για τα εν χρήσει τότε νεκροταφεία έξω από την πόλη, για τα οποία υπάρχουν επίσης πολλές νέες πληροφορίες. Συσχετίζονται με τους δρόμους, σπανίως όμως παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον από αρχιτεκτονικής απόψεως.
Οι οχυρώσεις των Αθηνών φαίνεται πως δεν μεταβλήθηκαν ως προς τη γενική τους χάραξη από την εποχή του Κόνωνος και των δραστικών τους βελτιώσεων κατά τον προχωρημένο 4ο αι. π.Χ. Οι ανασκαφές μάς διδάσκουν όμως ότι οι νέες πρακτικές της οχυρωματικής τέχνης των Ελληνιστικών χρόνων είχαν κάποια απήχηση στην Αθήνα ως προς τη μορφή τους, γιατί διακρίνεται σε πλείστα σημεία η ενδυνάμωση των τειχών και η δημιουργία προστατευτικής τάφρου. Την ίδια εποχή φαίνεται ότι τα Μακρά Τείχη μεταξύ Αθηνών και Πειραιώς εγκαταλείπονται. Στα επιστημονικά κέρδη μας από τις πρόσφατες ευκαιριακές ανασκαφές θα πρέπει να προσμετρηθούν και οι ασφαλείς πλέον αναπαραστάσεις της πορείας των τειχών στο βόρειο και στο ανατολικό όριο της ελληνιστικής πόλεως.
Η ελληνιστική τάση για την ένταξη εντυπωσιακών πλαστικών έργων στον δημόσιο χώρο (που βρήκε τότε κυρίως στην Πέργαμο την εκπλήρωσή της) συνδυάστηκε στην Αθήνα με την παλιά εντόπια παράδοση αποδόσεως τιμής, με την ανέγερση αναμνηστικών-τιμητικών μνημείων, συνήθως ανδριάντων επί βάθρων. Διαβάζοντας τον Παυσανία, καταλαβαίνουμε ότι τα σπουδαία και επώνυμα γλυπτικά έργα είχαν γίνει στην Αθήνα σημεία αναφοράς μέσα στην πόλη και έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στον χαρακτήρα των ελεύθερων χώρων της, αυξάνοντας το εντυπωσιακό και το δραματικό στοιχείο σε πολεοδομική κλίμακα.
Ίσως τα περισσότερο εντυπωσιακά από τα τιμητικά αυτά μνημεία ήσαν τα τρία όμοια, πανύψηλα, πρισματικά βάθρα που έφεραν ορειχάλκινα τέθριππα με ανδριάντες βασιλέων της Περγάμου. Ήσαν ανταλλάγματα με τα οποία ο Δήμος των Αθηναίων τους ευχαριστούσε για κάποιες σοβαρές τους ευεργεσίες. Σε καλή κατάσταση σώθηκε μόνον το ένα, μπροστά από τα Προπύλαια της Ακροπόλεως, το γνωστό από το μεταγενέστερο όνομα του ως «βάθρο του Αγρίππα» (Εικόνα 4).Το δεύτερο στεκόταν άλλοτε μπροστά στη στοά του Αττάλου και το τρίτο στη βορειοανατολική γωνία του Παρθενώνος, όπως απέδειξαν πρόσφατες έρευνες.
Εξίσου εντυπωσιακά, όχι με το ύψος αλλά με το μήκος τους, θα ήσαν τα συντάγματα αγαλμάτων που, όπως γνωρίζουμε, στήθηκαν στην Αθήνα κατά την Ελληνιστική εποχή. Από τον Παυσανία κυρίως είναι γνωστά τα σχετικά με το μεγάλο αφιέρωμα του Αττάλου του Α’ στην Ακρόπολη, κοντά στο νότιο τείχος της, με πολλά –αν και σχετικώς μικρά– αγάλματα που απάρτιζαν γιγαντομαχία, αμαζονομαχία και σκηνές από μάχες κατά των Περσών και των Γαλατών. Με πολυπρόσωπη επίσης σκηνή αλλά με μεγαλύτερα αγάλματα ήταν και το αφιέρωμα του Ευβουλίδη, που έφθανε σε μήκος τα 26 μ., στον μνημειακό δρόμο που, όπως σημειώθηκε, ένωνε το Δίπυλον με την Αγορά. Αν και από το αφιέρωμα αυτό λίγα πράγματα σώθηκαν, είναι φανερό ότι τόσο η τεχνοτροπία των μαρμάρινων αγαλμάτων όσο και η πρόθεση του έργου ως στοιχείου πολεοδομικής αναδείξεως το κατατάσσουν στα πιο σπουδαία έργα της Ελληνιστικής εποχής.
Ανάλογη, τέλος, ένταξη πλαστικών έργων –σε συντάγματα ή όχι– κατά την ίδια περίοδο αναφέρεται και το συγκρότημα του Θεοφράστου στους κήπους των Περιπατητικών, κοντά στο Λύκειον.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ
Τον ρόλο των Αθηνών στην εξέλιξη της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής τον καταλαβαίνουμε προσεγγίζοντας μορφολογικής και τυπολογικής φύσεως θέματα στα διάφορα –σπουδαία ή όχι– αθηναϊκά κτήρια.
Ο σπουδαιότερος νεωτερισμός της εποχής στον τομέα της αρχιτεκτονικής μορφολογίας είναι η διάδοση του κορινθιακού ρυθμού και η χρήση του σε περιμετρικές κιονοστοιχίες ναών. Και ο νεωτερισμός αυτός ξεκινά από την Αθήνα.
Πράγματι, ο ναός του Ολυμπιείου, τον οποίο άρχισε να ξανακτίζει ο Αντίοχος ο Επιφανής πάνω από τον στερεοβάτη ενός αρχαϊκού κτίσματος μετά το 174 π.Χ., ήταν ο πρώτος περίπτερος ναός κορινθιακού ρυθμού. Ο ρόλος που έπαιξε το αθηναϊκό κτήριο ως άμεσο ή έμμεσο πρότυπο φαίνεται ότι υπήρξε καθοριστικός, δεδομένου ότι ο ρυθμός ο οποίος κατά τον 4ο αι. π.Χ. περιοριζόταν στο εσωτερικό των κτηρίων, ήλθε σε πρώτη σειρά προτιμήσεως κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Πέρα από τις προθέσεις του Αντίοχου, η σημασία του Ολυμπιείου για την ελληνιστική αρχιτεκτονική είναι πολύ μεγάλη.
Ένα δεύτερο αθηναϊκό κτήριο, με τις αρχιτεκτονικές του μορφές, επιβεβαιώνει τον πρωτοποριακό χαρακτήρα των Αθηνών στα ρυθμολογικά θέματα. Ο Joachim von Freeden με πειστικά επιχειρήματα υποστήριξε προ πενταετίας ότι το πασίγνωστο ωρολόγιο του Ανδρόνικου Κυρρήστου δεν είναι ένα ρωμαϊκό κτίσμα, αλλά ένα σημαντικά παλαιότερο ελληνιστικό. Τούτο σημαίνει ότι τα κιονόκρανα των προπύλων του με τα οξύληκτα φύλλα καλάμου στην άνω ζώνη τους όχι μόνον προηγούνται των λοιπών παραδειγμάτων τους αλλά είναι καθαρά ελληνιστικές δημιουργίες παράγωγα δι' απλουστεύσεως των κιονόκρανων κορινθιακού ρυθμού. Όπως φαίνεται άλλωστε, τα κιονόκρανα της μορφής αυτής εφαρμόσθηκαν αργότερα εδώ κατά προτίμηση και συνδέθηκαν γενικότερα με την Αθήνα. Αλλά το Ωρολόγιο του Κυρρήστου παρουσιάζει μορφική πρωτοτυπία, τόσο στις λεπτομέρειες όσο και στο σύνολο, και μάλιστα τόση ώστε να μνημονεύεται από τις αρχαίες πηγές παρά το γεγονός ότι δεν χρησίμευσε ως άμεσο πρότυπο για άλλα κτήρια.
Το ότι δεν κτίστηκαν τότε –πλην του Ολυμπιείου– νέοι ναοί στην Αθήνα, παρεμποδίζει το να μελετήσουμε εδώ τα φαινόμενα της εξελίξεως των δύο λοιπών ρυθμών κατά την ίδια εποχή. Είναι πιθανόν ορισμένες ιδιοτυπίες του 4ου αι. π.Χ. (όπως η χρήση Υμήττειου γκρίζου μαρμάρου σε συνδυασμό με Πεντελικό) να συνεχίσθηκαν. Πέραν όμως της διαπιστωνόμενης καλής τεχνικής εκτελέσεως των αρχιτεκτονικών μορφών σε μάρμαρο, είναι κάπως δύσκολο να ανιχνεύσει κανείς στην αρχιτεκτονική της πόλεως κλασικιστικά φαινόμενα ανάλογα προς εκείνα που διαπιστώνονται για τη γλυπτική της.
Οι προθέσεις της Ελληνιστικής εποχής για μνημειακές διαστάσεις και για ανάπτυξη προσόψεων ως απλών επιφανειών εκδηλώνονται στην Αθήνα από τις στοές, για τις οποίες έγινε λόγος. Οι σπουδαιότερες από αυτές δεν προσγράφονται βέβαια στην Αθηναϊκή αρχιτεκτονική· η περγαμηνή τους καταγωγή γίνεται φανερή όχι μόνον από τους επώνυμους δωρητές τους αλλά και από πλήθος στοιχεία. Με αυτές εισήχθη το σκηνογραφικό γούστο της Περγάμου στην Ελλάδα. Στη στοά του Αττάλου (Εικόνα 5) είχε κανείς –πίσω από παρατεταγμένα τιμητικά βάθρα και ανδριάντες– μια απέραντη και ουδέτερη μαρμάρινη πρόσοψη, εκτάσεως 1.350 τ.μ., οργανωμένη έτσι ώστε να μην διαταράσσονται οι καθιερωμένες αναλογικές σχέσεις και συγχρόνως με μια πρωτοφανή για χρηστική στοά πολυτέλεια.
Η εμφανής χρήση τόξων θεωρείται επίσης ένας ελληνιστικός νεωτερισμός. Εισάγεται στην Αθήνα με τα περγαμηνά κτήρια και ως στοιχείο τονισμού μιας πύλης είχε ήδη χρησιμοποιηθεί στην Πριήνη. Αλλά στην Αθήνα το βρίσκαμε αρκετά νωρίτερα στη λεγόμενη «πύλη της ιππομαχίας», σε μια από τις εισόδους της Αγοράς σε συνδυασμό με τα τρόπαια και τον έφιππο ανδριάντα μιας νίκης. Αν η προτεινόμενη αναπαράσταση είναι σωστή, πρόκειται για μια συνειδητή χρήση του τόξου ως στοιχείου θριάμβου. Η Αθηναϊκή πύλη μπορεί έτσι να θεωρηθεί ένα πρωτοποριακό έργο το οποίο προαναγγέλλει τις ρωμαϊκές θριαμβευτικές αψίδες, δύο σχεδόν αιώνες οψιμότερες.
Η βελτίωση της λειτουργικότητας των κτηρίων βρισκόταν επίσης ανάμεσα στις επιδιώξεις της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής. Στην Αθηναϊκή Αγορά κατά τον 4ο αι. π.Χ. και την Ελληνιστική εποχή, αναγείρονται ή εκσυγχρονίζονται πολλά διοικητικά κτήρια με σκοπό ακριβώς την καλύτερη λειτουργία τους. Ανάμεσα σ' αυτά ξεχωρίζουν η οπλοθήκη, το νέο βουλευτήριο και το Μητρώον.
Στη Βασίλειο στοά, κάποιες προσθήκες που έγιναν για λόγους λειτουργικούς αποβαίνουν μάλιστα σε βάρος της μορφής του κτηρίου. Εκσυγχρονισμός πραγματοποιείται επίσης στα Γυμνάσια και στο θέατρο του Διονύσου, οι φάσεις IV και V του οποίου αναγνωρίζονται ως ελληνιστικές, όχι όμως και το σκηνικό κτήριο.
Αλλά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν ίσως κτήρια τα οποία στεγάζουν ειδικές χρήσεις σχετιζόμενες με τις νέες τότε επιστημονικές προόδους. Πρόκειται για τις γνώσεις που διαδόθηκαν με αφετηρία την Αλεξάνδρεια και αντικείμενο την ακριβή μέτρηση του χρόνου. Έτσι, το γνωστό Ωρολόγιο του Κυρρήστου έγινε για να στεγάσει ένα τέτοιο σύστημα μετρήσεων, ενώ παράλληλα η παλαιότερη κλεψύδρα της Αγοράς εκσυγχρονίσθηκε προκειμένου να αξιοποιήσει τις νέες γνώσεις.
Έγινε ήδη λόγος για τις κατοικίες στην Αθήνα από πολεοδομικής πλευράς. Η ευτελής κατασκευή, οι δυσχέρειες χρονολογήσεως και το αποσπασματικό των ανασκαφών είχαν ως αποτέλεσμα να μην μελετηθεί η ελληνιστική οικία εδώ ως αυτοδύναμο θέμα. Φαίνεται, όμως, ότι το είδος του πολυτελούς σπιτιού της εποχής δεν ήταν άγνωστο και στην Αθήνα. Οι πρόσφατες ευκαιριακές ανασκαφές σε όλη την έκταση της αρχαίας πόλεως φέρει στο φως έναν εντυπωσιακό αριθμό λειψάνων από σπίτια, ατελώς χρονολογημένων συνήθως, τα οποία προσφέρονται για μελέτη. Εδώ, πολύ πρόχειρα μπορεί να σημειωθεί ότι αναγνωρίζεται συνήθως ο ένας μόνο από τους χώρους του σπιτιού, ο ανδρών, με την τυποποιημένη κάτοψη (με επτά συνήθως ανάκλιντρα σε περιμετρικά υπερυψωμένη βάση) και με επιμελημένη την κατασκευή (ψηφιδωτά ή κονιάματα στα δάπεδα). Μπορεί επίσης να σημειωθεί η ανεύρεση επιχρισμάτων με χρώματα που απέδιδαν το γνωστό ελληνιστικό σύστημα απομιμήσεως ισοδόμου τοιχοποιίας, όπως εκείνο των σπιτιών της Δήλου και της Πέλλας. Τα επισκευασμένα κατά την Ελληνιστική περίοδο διαμερίσματα του Πομπείου επιβεβαιώνουν άλλωστε τον τρόπο αυτόν διακοσμήσεως του εσωτερικού δωματίου διημερεύσεως και στην Αθήνα.
Τα καθέκαστα της πολιτικής ιστορίας των Αθηναίων κατά το διάστημα των 240 χρόνων μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι αρκετά γνωστά. Ένα βιβλίο που έχει γραφεί γι' αυτήν, του William Scott Ferguson (και στο οποίο προτείνεται ένας χωρισμός σε επτά χρονικές περιόδους) δεν έχει χάσει την αξία του. Είναι φανερό ότι μετά τη μάχη της Χαιρώνειας και την εμπέδωση της Μακεδονικής δυνάμεως με την εκστρατεία στην Ασία, οι Αθηναίοι είδαν το παλιό όνειρο της ηγεμονίας τους να απομακρύνεται ακόμα περισσότερο. Με κλυδωνισμούς ως προς τη δημοκρατική διακυβέρνηση αλλά χωρίς ουσιώδεις μεταβολές στην εσωτερική διοικητική δομή, η Αθήνα πέρασε βαθμιαία σε μια νέα εποχή μειωμένης δραστηριότητας, κάτω από την σκιά των μεγάλων πολιτικών δυνάμεων της εποχής: των Μακεδόνων, των βασιλέων της Αιγύπτου και της Περγάμου, της Ρώμης και του Πόντου.
Η νέα κατάσταση είχε ήδη φέρει την αλληλεξάρτηση της οικονομίας των διαφόρων πόλεων. Η Αθήνα για ένα μεγάλο διάστημα διατήρησε άριστες σχέσεις προς τις ισχυρές δυνάμεις της εποχής και διακινούσαν το εμπόριο των σιτηρών και ως φαίνεται, κράτησε έναν ρόλο εμπορικού κέντρου παρά την παρακμή του παραδοσιακού παλιού τρόπου παραγωγής. Στον κοινωνικό τομέα, η νέα οικονομία θα προβάλει μια μεσαία τάξη επιχειρηματιών, εμπόρων και βιοτεχνών, οι λειτουργίες όμως που επιτελούσε η παλιά αθηναϊκή αριστοκρατία (κι όχι μόνον στα πολιτιστικά ζητήματα) δεν ήσαν καθόλου περιορισμένες.
Αλλά για την αρχιτεκτονική και τη μνημειακή εν γένει εμφάνιση της πόλεως γίνεται καθοριστικής σημασίας το φαινόμενο των δωρεών από τους βασιλείς της Ανατολής. Οι δωρεές δεν περιορίζονταν αποκλειστικά στην Αθήνα. Έχει εκφρασθεί η άποψη ότι δεν ήσαν μόνο πολιτικές πράξεις επιδείξεως φιλελληνισμού από τους βασιλείς αυτούς, αλλά υπέκρυπταν και οικονομικούς στόχους. Εν πάση περιπτώσει, στην Αθήνα, μετά το 197 π.Χ. κυρίως, οι δωρεές επέτρεψαν την πραγματοποίηση των μεγάλων προγραμμάτων που εκσυγχρόνισαν και στόλισαν την πόλη.
Το φαινόμενο κατά κάποιο τρόπο ανατρέπει την παραδεγμένη γενική άποψη ότι οι τέχνες και ιδιαιτέρως η αρχιτεκτονική αναπτύσσονται παράλληλα σε μια ακμαία οικονομία. Πράγματι, στην ελληνιστική Αθήνα η χρηματοδότηση των μεγάλων έργων γινόταν από το εξωτερικό και μεγάλα ποσά επενδύονταν για τον κύριο λόγο ότι η πόλη διατηρούσε το γόητρο της πολιτιστικής εστίας της Ελλάδος.
Έχει σχολιασθεί επανειλημμένως το φαινόμενο αυτό. Συσχετίζεται με τη συνεχή λειτουργία της πόλεως ως μορφωτικού κέντρου (φιλοσοφίας και ρητορικής κατά κύριο λόγο) με τη μεγάλη ευκολία διακινήσεως των φιλοσόφων, των λογίων και των καλλιτεχνών και, τέλος, με τη σημασία της ως καλλιτεχνικού κέντρου αλλά και κέντρου εμπορίας και εξαγωγής έργων τέχνης και εν γένει τεχνουργημάτων. Κυρίως, όμως, συσχετίζεται με τους ανταγωνισμούς των διαδόχων στον πολιτιστικό τομέα και τη ζωηρή τάση αυτοπροβολής τους σ' ένα χώρο με πανελλήνια φήμη. Συγχρόνως, ο Δήμος των Αθηναίων ήταν μέχρις υπερβολής γενναιόδωρος σε τιμές, αναγνωρίζοντας τις βασιλικές ευεργεσίες, γεγονός που είχε επίσης άμεσο και έμμεσο αντίκτυπο στην υποστήριξη των τεχνών.
Νεώτερες μελέτες έδειξαν ότι όχι μόνον ως προς τους αρχιτεκτονικούς τύπους ή τις αρχιτεκτονικές μορφές αλλά και από πλευράς κατασκευής ορισμένα από τα κτήρια που δωρίθηκαν τότε στην Αθήνα ήταν καθαρώς περγαμηνά. Η αποδοχή των δωρεών σήμαινε συνήθως και την αποδοχή των ξένων αρχιτεκτονικών τρόπων.
Η Αθήνα κατά την Ελληνιστική περίοδο, παρά τις αντιξοότητες των καιρών, διατήρησε την ακτινοβολία της. Το μεγάλο της όνομα σε όλα τα πολιτιστικά ζητήματα τη βοήθησε γι' αυτό τότε, όπως και αργότερα κατά την περίοδο των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Όπως φάνηκε από τα προηγούμενα, η Αθήνα προσαρμόστηκε στο γενικό ύφος της εποχής αλλά δεν ήταν ετερόφωτη. Έχοντας μια τεράστια πολιτιστική παράδοση, αν και αποδέχθηκε σε πολλά τα ξένα πρότυπα, δεν έπαψε να πρωτοτυπεί· σε μερικά ζητήματα μάλιστα φαίνεται ότι ήταν πρωτοπόρος, θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς ότι ως κέντρο έπαιξε έναν διπλό ρόλο, άλλοτε αποδεχόμενη αμετάβλητες τις ξένες ιδέες και άλλοτε διαδίδοντας τις δικές της. Όπως και να ‘χει, για πολλές γενιές ανθρώπων μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, η Αθήνα ήταν ο κατ' εξοχήν τόπος παιδείας στην κυρίως Ελλάδα, αυτός που προσέφερε τόσο στους πολίτες της όσο και στους πολυάριθμους ξένους που φιλοξενούσε μια υψηλή ποιότητα ζωής και μια εντύπωση συμμετοχής σε ό,τι καλύτερο διέθετε τότε ο ελληνισμός.
|