Η Αθήνα τον 19ο αιώνα: Από επαρχιακή πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου
Λεωνίδας Καλλιβρετάκης
Ιστορικός, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών / Ε.Ι.Ε.
«Η ΑΘΗΝΑ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΧΩΡΙΟ»
Άποψη της πόλης των Αθηνών, σε πίνακα του Richard Temple, όπως την αντίκρισαν ο λόρδος Βύρωνας και ο βαρώνος Hobhouse το έτος 1810. Στο αριστερό άκρο της εικόνας διακρίνεται η Πύλη του Αδριανού και στο δεξιό το Θησείο. Σε πρώτο πλάνο αριστερά, η ρεματιά που αργότερα εξελίχθηκε στις οδούς Δημοκρίτου-Βουκουρεστίου (Πηγή: J. C. Hobhouse, A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810, Λονδίνο 1813).
Αποτελεί κοινό τόπο της ιστοριογραφίας για την Αθήνα των νεωτέρων χρόνων, η επισήμανση της ασημαντότητάς της, προτού επιλεγεί ως πρωτεύουσα του ελευθέρου κράτους· λόγου χάριν: «Όταν έγινε η επιλογή της ως Πρωτεύουσας, η Αθήνα ήταν ένα χωριό 4.000 κατοίκων και ο Πειραιάς μια ασήμαντη ιχθυόσκαλα»· «Ήσαν δε τότε [1834] αι Αθήναι κωμόπολις 10 ή 12.000 κατοίκων, πλήρης ερειπίων, ολίγας οικίας παρά τους πρόποδας της Ακροπόλεως έχουσα»1. Αυτές είναι κάποιες χαρακτηριστικές φράσεις, με κλιμακούμενες αποχρώσεις αυτής της αντίληψης.
Εντούτοις, οι μαρτυρίες της εποχής υποδηλώνουν ότι αυτή η εντύπωση δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα. «Η Αθήνα η πόλις» αποτελεί το σκηνικό των ενθυμημάτων του Παναγή Σκουζέ «από τα 1788 έως τα 1796», ενώ την γενέθλια «πολιτεία των Αθηνών» επισκέπτεται ο Παναγιώτης Κοδρικάς στα 17892. Φτάνοντας με τον Λόρδο Βύρωνα στην Αθήνα το 1810 ο Βαρώνος Hobhouse και ακούγοντας τον οδηγό τους να λέει «αφέντη, να η χώρα», νόμιζε ότι άκουσε «να το χωριό»· αλλά «έκπληκτοι είδαμε σε μια πεδιάδα, σε μεγάλη από μας απόσταση, μια μεγάλη πόλη γύρω από ένα περίοπτο ύψωμα, πάνω στο οποίο μπορέσαμε να διακρίνουμε κάποια οικοδομήματα, και πέραν αυτής της πόλεως, τη θάλασσα»3.
Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η Αθήνα όχι μόνο παρέμεινε πόλη, αλλά παρέμεινε σταθερά η μεγαλύτερη πόλη της Στερεάς Ελλάδας, ακολουθούμενη από τη Θήβα, τη Λιβαδειά, τη Λαμία, την Αταλάντη, τα Σάλωνα και, αργότερα, το Μεσολόγγι4, ενώ παρουσίασε μια αισθητή γεωγραφική επέκταση, εκτός των μεσαιωνικών της ορίων. Έδρα Μητρόπολης καθώς και Οθωμανικού Κάζα, ανέπτυξε την ειδίκευσή της σε μια σειρά από δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα, όπως η βιοτεχνία μεταξωτών υφασμάτων, η σαπωνοποιία και η βυρσοδεψία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν τον Οκτώβριο του 1833, συντάσσεται ο κατάλογος των προς απαλλοτρίωση κτιρίων, χάριν ανασκαφών, καταγράφονται 400 σπίτια, 7 φούρνοι και 103 εργαστήρια, μεταξύ των οποίων 2 ελαιοτριβεία και 2 σαπουντζίδικα, μόνο στην περιοχή την οριζόμενη από τις κατοπινές οδούς Ηφαίστου, Μητροπόλεως, Νίκης, Αμαλίας και Λυσικράτους, δηλαδή στο ήμισυ περίπου της παλαιάς πόλης5. Αλλά και πέραν της Στερεάς, η Αθήνα ανήκε στην κατηγορία των σημαντικών βαλκανικών πόλεων. Κατά τις παραμονές της Επανάστασης, συγκαταλεγόταν στην πρώτη δεκάδα των πόλεων της Νότιας Βαλκανικής, μετά την Κωνσταντινούπολη, την Αδριανούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, τις Σέρρες, τη Λάρισα, την Τρίπολη και την Πάτρα. Κατατασσόταν στην ίδια σειρά με το Αργυρόκαστρο, ενώ άφηνε πίσω ονομαστές πόλεις, όπως τη Βέροια, το Μοναστήρι, το Άργος και το Ναύπλιο, την Καστοριά, το Μπεράτι και την Άρτα6.
Χάρτης της Τουρκοκρατούμενης Αθήνας σχεδιασμένος από τον Coubault, περί το 1800. Εκτός από την κατοικημένη περιοχή, εντός των τειχών, περικλείονται μη οικοδομημένες εκτάσεις, χέρσες αλλά και καλλιεργημένες, προς τα βόρεια και τα βορειοανατολικά (Πηγή: Ι. Μελετόπουλος, Αθήναι 1650-1870, έκδοση Τράπεζας Πίστεως, Αθήνα 1979).
Μεταξύ δε των πόλεων της κατόπιν ελευθέρας Ελλάδος, πράγμα που έχει ξεχωριστή σημασία αφού μεταξύ αυτών επρόκειτο να επιλεγεί εκ των πραγμάτων η πρωτεύουσα, η προεπαναστατική Αθήνα ερχόταν τρίτη, μετά την Τρίπολη και την Πάτρα. Ο ακριβής αριθμός των κατοίκων της είναι δύσκολο να καθοριστεί αλλά όλες οι ενδείξεις, εντούτοις, τείνουν προς έναν αριθμό της τάξεως των 10.000. Τον Οκτώβριο του 1824, επί φρουραρχίας Γκούρα, πραγματοποιήθηκε μια καταγραφή στην επαναστατημένη Αθήνα, σύμφωνα με την οποία στην Πόλη υπήρχαν 9.040 κάτοικοι και 1.605 σπίτια, που κατανέμονταν σε 35 ενορίες7. Την εποχή εκείνη, η πράγματι μεγαλούπολη Θεσσαλονίκη είχε περί τις 60.000 κατοίκους,, η δε Τρίπολη και η Πάτρα περί τις 15.0008. Δεν τεκμηριώνεται συνεπώς ο αφορισμός ότι η Αθήνα «δεν ήταν από τις σημαντικότερες προεπαναστατικές πόλεις». Πολύ περισσότερο δε, το να ονοματίσει κανείς έναν βαλκανικό οικισμό 10.000 κατοίκων των αρχών του 19ου αιώνα, «χωριό» ή ακόμη και «κωμόπολη», συνιστά αναχρονιστική εφαρμογή μεταγενεστέρων κριτηρίων. Αλλά ακόμη και βάσει των νεωτέρων κριτηρίων, τόσο βάσει του Δημοτικού Νόμου του 1912 όσο και εκείνου του 1954, οι 10.000 κάτοικοι αποτελούσαν ακριβώς το όριο που αναβάθμιζε έναν οικισμό από Κοινότητα σε Δήμο.
Οι περιγραφές όμως είναι πράγματι αποκαρδιωτικές όταν μιλούν για την Αθήνα μετά τις περιπέτειες του απελευθερωτικού πολέμου• αναφωνεί τον Αύγουστο του 1832 ο Λουδοβίκος Ρος: «Αυτό δεν είναι αι ιοστεφείς και περίφημοι Αθήναι. Αυτό είναι μονάχα ένας θεόρατος σωρός ερείπια, μια άμορφη [...] γκριζωπή μάζα στάχτης και σκόνης, απ’ όπου ξεπροβάλλουν μια δωδεκάδα φοίνικες και κυπαρίσσια, τα μόνα που αντιστέκονται στην καθολική ερήμωση»9. Την ίδια περίπου εποχή (1832-1833) επισκέπτεται την Αθήνα και ο αποσπασμένος στο εκστρατευτικό σώμα του Στρατηγού Maison, J.L. Lacour: «Η καρδιά σφίγγεται φτάνοντας στην Αθήνα. Νέα ερείπια καλύπτουν τα αρχαία, τα καταχωνιασμένα μέσα στη γη. [...] Στενά, σκοτεινά, λασπώδη, ακανόνιστα δρομάκια. Βρώμικα, καπνισμένα και δυσώδη μαγαζιά, με πραμάτειες που θα τις περιφρονούσαν ως και οι πλανόδιοι πωλητές στα χωριάτικα πανηγύρια μας, κι όλα αυτά περικυκλωμένα από ένα χονδροειδές τοιχίο, να τι έχει αντικαταστήσει το Ωδείο του Περικλέους, το Ελευσίνιο, το Λύκειο, τους Κήπους και τον Ναό της Αφροδίτης, τις Πύλες του Ερμού, [...] και τα λοιπά μνημεία, των οποίων μόνον τα ονόματα έχουν απομείνει»10. Ο εκ των Αντιβασιλέων Georg Maurer, που έφθασε στην Αθήνα το 1833 κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του Όθωνα, σημειώνει: «Η Αθήνα που πριν απ’ τον Απελευθερωτικό Πόλεμο αριθμούσε 3.000 περίπου σπίτια, τώρα δεν είχε ούτε 300. Τα άλλα είχαν μεταβληθεί σ’ έναν άμορφο σωρό από πέτρες»11. Ενώ ο Thomas Abbet-Grasset παρατηρεί τον Οκτώβριο του 1834: «Δεν υπάρχουσιν όμως πλέον Αθήναι. Εις τον τόπον της ωραίας δημοκρατίας απλούται σήμερον πενιχρά πολίχνη, μαύρη εκ των καπνών, σιωπηλή ως φύλαξ των νεκρών μνημείων, με στενούς και ασύμμετρους δρομίσκους»12.
Χάρτης της Τουρκοκρατούμενης Αθήνας σχεδιασμένος από τον Coubault, περί το 1800. Εκτός από την κατοικημένη περιοχή, εντός των τειχών, περικλείονται μη οικοδομημένες εκτάσεις, χέρσες αλλά και καλλιεργημένες, προς τα βόρεια και τα βορειοανατολικά (Πηγή: Ι. Μελετόπουλος, Αθήναι 1650-1870, έκδοση Τράπεζας Πίστεως, Αθήνα 1979).
Είναι προφανές καταρχήν ότι οι αυτόπτες αυτοί μάρτυρες αποτύπωναν στα λόγια τους όχι μόνο τη θλίψη τους για ό,τι έβλεπαν αλλά και την απογοήτευση τους για ό,τι δεν έβλεπαν: «τας ιοστεφείς και περίφημους Αθήνας», «την ωραία δημοκρατία», «το Ωδείο του Περικλέους» και «τις Πύλες του Ερμού». Είναι γεγονός πάντως ότι η πόλη είχε υποστεί σοβαρότατες καταστροφές, ιδιαίτερα στο διάστημα της ενδεκάμηνης πολιορκίας της από τον Κιουταχή, μεταξύ Ιουνίου 1826 και Μαΐου 1827.
ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ολοκληρώνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στην Αθήνα της Τουρκοκρατίας, αξίζει να αφιερώσουμε λίγα λόγια στα τείχη της πόλης. Αρχής γενομένης από τον 5ο π.Χ. αιώνα, η Πόλη των Αθηνών, κατά τη μακραίωνη ιστορία της, περιβαλλόταν σε διάφορες περιόδους από τείχη, την ακριβή θέση των οποίων έχει εντοπίσει η ιστορική έρευνα σε συνδυασμό με την αρχαιολογική. Το Θεμιστόκλειο τείχος του 478 π.Χ. συμπληρώθηκε από το λεγόμενο Διατείχισμα περί το 310 π.Χ. και στη συνέχεια από το τείχος του Αδριανού κατά τα έτη 125-135 μ.Χ. Εσωτερικώς του τείχους αυτού υψώθηκε κατά τα έτη 276-282 το λεγόμενο Υστερορωμαϊκό τείχος και στη συνέχεια το λεγόμενο Ριζόκαστρο, κατά τον 12ο αιώνα. Τα δύο αυτά εσωτερικά περιτειχίσματα αποτέλεσαν κατ’ ουσία το τείχος της φραγκοκρατούμενης πόλης, ενώ τα εξωτερικά τείχη βαθμηδόν κατέρρεαν εγκαταλελειμμένα. Από τον 15ο ως τα τέλη του 18ου αιώνα, η Πόλη δεν διέθετε τείχος, πλην του Ριζόκαστρου στα νότια της Ακρόπολης. Προς τις υπόλοιπες διευθύνσεις, οι τοίχοι των οικιών και οι μαντρότοιχοι σχημάτιζαν είδος περιβόλου, όπως στις Χώρες ορισμένων νησιών του Αιγαίου. Εντούτοις, για να αντιμετωπιστούν οι επιδρομές των Αλβανών επί Βοεβόδα Χατζή Αλή Χασεκή, κτίστηκε στα 1778 ένα πρόχειρο τείχος.
Χάρτης της Αθήνας σχεδιασμένος από τον Γάλλο πρόξενο Louis François Sébastien Fauvel, την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, στον οποίο αποτυπώνεται με σαφήνεια το περίγραμμα του τείχους Χασεκή του 1778 (Πηγή: G. A. Olivier, Voyage dans l’Empire ottoman, l’Egypte et la Perse, Παρίσι 1801).
Το τείχος Χασεκή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς σε μεγάλο βαθμό συνέπιπτε με το Θεμιστόκλειο, αποδεικνύοντας τη μακροβιότητα κάποιων δομών στον χώρο, επιβίωσε δε ως την ανάδειξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα. Το τείχος αυτό ξεκινούσε μπροστά από την Ακρόπολη, όπου υπήρχε η λεγόμενη Πόρτα του Κάστρου (ή των Μνημάτων ή του Καράμπαμπα). Από την Ακρόπολη, διέσχιζε την κορυφή του Αρείου Πάγου και προχωρούσε ώς τη σημερινή πλατεία του Θησείου, όπου υπήρχε η Πόρτα του Δράκου (ή Ασλάν Καπουσί ή Πόρτα του Μαντραβίλη), απ’ όπου ξεκινούσε ο δρόμος προς τον Πειραιά. Το τείχος συνέχιζε ώς την περιοχή των Αγίων Ασωμάτων, όπου συναντούσε την Πόρτα του Μωρία (Μωρά Καπουσί ή Γύφτικη Πόρτα)• από εδώ ξεκινούσε ο δρόμος για την Ελευσίνα. Εν συνεχεία έφθανε στην περιοχή της σημερινής πλατείας Κουμουνδούρου, και συνέχιζε προς την οδό Ευριπίδου, διέσχιζε την Σωκράτους και την Αθηνάς και έφθανε στην οδό Σοφοκλέους, όπου ανοιγόταν η Μενιδιάτικη Πόρτα (ή Γκριμπ Καπουσί ή Πόρτα των Αγίων Αποστόλων)• από εδώ ξεκινούσε ο δρόμος για το Μενίδι και την Εύβοια, η σημερινή οδός Αχαρνών. Το τείχος εξακολουθούσε προς την κατεύθυνση της κατοπινής πλατείας Κλαυθμώνος, την οποία και διέσχιζε, για να φθάσει στη Σταδίου, και από εκεί, διασχίζοντας το σημερινό τετράγωνο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, ώς την Πανεπιστημίου, έστριβε προς την κατεύθυνση της πλατείας Συντάγματος και έφθανε ώς τη λεωφόρο Αμαλίας, στη διασταύρωση της με την Όθωνος, όπου βρισκόταν η Μεσογείτικη Πόρτα (Μσόγια Καπουσί ή Πόρτα της Μπουμπουνίστρας)• από εδώ ξεκινούσε ο δρόμος προς τα Μεσόγεια. Ακολουθώντας χονδρικώς την Αμαλίας εν συνεχεία, το τείχος έφθανε ώς την Καμαρόπορτα ή Πόρτα της Βασιλοπούλας, δηλαδή την Πύλη του Αδριανού και από εκεί διέσχιζε κάθετα την Αμαλίας και κατευθυνόταν προς τη γωνία της Μακρυγιάννη, όπου ανοιγόταν η Πόρτα των Τριών Πύργων (ή Ιντέ Καπουσί ή Αρβανίτικη)• από εδώ ξεκινούσε ο δρόμος προς Σούνιο και προς Φάληρο.
Άποψη της πόλης των Αθηνών από το Λυκαβηττό, περί το έτος 1805, σε υδατογραφία του Edward Dodwell. Διακρίνονται οι αδόμητες εκτάσεις μεταξύ του μετώπου των οικιών και του τείχους (Πηγή: E. Dodwell, A classical and topographical tour through Greece, during the years 1801, 1805 and 1806, Λονδίνο 1821).
Και το τείχος, αφού συνέχιζε στα ριζά της Ακρόπολης ώς και το Ηρώδειο, ταυτιζόμενο προς το νότιο τμήμα του Ριζόκαστρου του 12ου αιώνα, έστριβε προς βορράν και έφθανε πάλι στην Ακρόπολη. Εκτός από την κατοικημένη περιοχή, το τείχος περιέκλειε, και μη οικοδομημένες εκτάσεις, ιδίως προς τα βόρεια, βορειοανατολικά και ανατολικά13.
Ο ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΛΗΣ
Ως γνωστόν, η τουρκική φρουρά αποχώρησε οριστικά από το φρούριο της Ακροπόλεως την 31η Μαρτίου 1833. Στο διάστημα που προηγήθηκε, ιδιαίτερα κατά την τριετία 1830-1833, δεν διαδραματίστηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα στην περιοχή. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα Πρωτόκολλα της Ανεξαρτησίας προέβλεπαν ασυζητητί την απελευθέρωση της Αθήνας, επέτρεψε τη βαθμιαία αναγέννηση της Πόλης.
Τον Νοέμβριο του 1831 οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Eduard Schaubert, μαθητές του σημαντικότερου ίσως Γερμανού νεοκλασικού αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel, εγκαθίστανται στην Αθήνα, όπου βάζουν μπρος το έργο της συστηματικής τοπογράφησης της πόλης και στη συνέχεια συντάσσουν την πολεοδομική τους πρόταση, εν όψει της πιθανής εγκατάστασης εκεί της πρωτεύουσας του νεοπαγούς κράτους. Πράγματι, τον Μάιο του 1832, η μετακαποδιστριακή Προσωρινή Κυβέρνηση τους αναθέτει την εκπόνηση του Νέου Σχεδίου της Πόλεως των Αθηνών, ανεξαρτήτως του εάν θα γίνει ή όχι πρωτεύουσα. Το σχέδιο συντάσσεται και υποβάλλεται τον Δεκέμβριο του 1832 και στις 29 Ιουνίου 1833 εγκρίνεται από την Αντιβασιλεία, που είχε εν τω μεταξύ αναλάβει τα ηνία του Κράτους, και επικυρώνεται με Βασιλικό Διάταγμα στις 6 Ιουλίου του ιδίου έτους14.
Η πολεοδομική πρόταση των Κλεάνθη-Scahubert για την πόλη των Αθηνών του 1833 (Πηγή: Κ. Μπίρης, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα, Αθήνα 1966) Ας δούμε χονδρικά τι προέβλεπε το περίφημο αυτό σχέδιο. Η Νέα Πόλη περιελάμβανε το ήμισυ περίπου της Παλαιάς, ενώ εκτεινόταν και προς τα δυτικά, βόρεια και ανατολικά αυτής. Το υπόλοιπο ήμισυ της Παλαιάς Πόλης, το οριζόμενο από τις οδούς Ηφαίστου, Πανδρόσου και Αδριανού, όπως αναφέραμε προηγουμένως, προβλεπόταν να απαλλοτριωθεί χάριν αρχαιολογικών ανασκαφών. Αλλά και το διατηρούμενο τμήμα της Παλαιάς Πόλης διετηρείτο μόνον ως γεωγραφική περιοχή, και όχι ως δομημένος χώρος, αφού προβλεπόταν στο μεγαλύτερο μέρος του να τμηθεί από νέες οδούς και να χωριστεί σε κανονικά οικοδομικά τετράγωνα. Το σχήμα των κυρίων αξόνων ήταν ένα ισοσκελές τρίγωνο με κορυφή τη σημερινή πλατεία Ομονοίας, σκέλη τις οδούς Πειραιώς και Σταδίου, και βάση την οδό Ερμού. Ο όλος προσανατολισμός είχε ως στόχους τον Πειραιά, το Στάδιο και, κυρίως, την Ακρόπολη, στα πόδια της οποίας η πόλη απλωνόταν σαν μια ανοικτή αγκαλιά. Στην κορυφή του τριγώνου προβλεπόταν η ανέγερση των Ανακτόρων: Η γεωμετρική κορυφή και η κορυφή της κρατικής εξουσίας σε μια συμβολική σύμπτωση. Ο προσανατολισμός των σκελών δεν ήταν τυχαίος: «Συναντώνται», όπως σημειώνουν οι Κλεάνθης και Schaubert στο υπόμνημά τους, «κατά τοιούτον τρόπον ώστε ο εξώστης των Βασιλικών ανακτόρων να απολαμβάνει ταυτοχρόνως του γραφικού Λυκαβηττού, του Παναθηναϊκού Σταδίου, της πλούσιας εις υπερήφανους αναμνήσεις Ακροπόλεως, και των πολεμικών και εμπορικών πλοίων του Πειραιώς» (Μπίρης 1938, σ. 16). Οι οδοί Πειραιώς και Σταδίου διακόπτονταν, συμμετρικά ως προς τα Ανάκτορα, από τις αντίστοιχες τετράγωνες πλατείες Μπόρσας (Χρηματιστηρίου) και Θεάτρου. Πρόκειται για τις σημερινές Πλατείες Κουμουνδούρου και Κλαυθμώνος, οι οποίες πράγματι είναι συμμετρικές, κάτι που δεν το συνειδητοποιεί κανείς εύκολα μέσα στο σημερινό χάος της Αθήνας. Κατέληγαν δε –οι Πειραιώς και Σταδίου– σε δυο κυκλικές πλατείες-όρια της Πόλης: η μεν πλατεία Κέκροπος στη μεγάλη διασταύρωση των προς δυσμάς παραδοσιακών υπεραστικών οδών της Παλαιάς Πόλης, όπου το σημερινό Γκάζι, η δε πλατεία Μουσών στην προς ανατολάς Πύλη των Μεσογείων, όπου η σημερινή πλατεία Συντάγματος.
Απλοποιημένη γεωμετρική απόδοση της προτεινόμενης, από τους Κλεάνθη-Scahubert, επέμβασης στην Αθήνα (με κόκκινες γραμμές οι οδοί και οι πλατείες, με συνεχή μαύρη γραμμή το όριο του τείχους Χασεκή και με διακεκομμένη το όριο του ήδη οικοδομημένου χώρου). Οι κύριοι άξονες σχηματίζουν ένα ισοσκελές τρίγωνο με τα Ανάκτορα στην κορυφή του και τα δύο σκέλη προσανατολισμένα προς τον Πειραιά και το Στάδιο, τα οποία φέρουν, ακόμη και σήμερα, τα αντίστοιχα ονόματα. Στο μέσον των σκελών οι δύο τετράγωνες πλατείες της Βόρσας (σημερινής Κουμουνδούρου/ Ελευθερίας) και Θεάτρου (σημερινής Κλαυθμώνος). Στις δύο γωνίες της βάσης οι δύο κυκλικές πλατείες του Κέκροπος (δυτικά, περίπου στη σημερινή διασταύρωση των οδών Πειραιώς και Ερμού) και των Μουσών (ανατολικά, στη σημερινή πλατεία Συντάγματος). Άνω αριστερά η κυκλική πλατεία των Στρατώνων (βορειοδυτικά, περίπου στη σημερινή διασταύρωση των οδών Αχιλλέως και Μυλλέρου)
Το οδικό δίκτυο αναπτυσσόταν εν μέρει ακτινωτά, με κέντρα τις κυκλικές πλατείες, και εν μέρει παράλληλα και κάθετα προς τους βασικούς άξονες, πάντοτε με απόλυτη κανονικότητα. Η ευρύτερη περιοχή των Ανακτόρων περιβαλλόταν από μεγάλες λεωφόρους, για τις οποίες θα μιλήσουμε εκτενέστερα στη συνέχεια. Προβλέπονταν με ακρίβεια οι θέσεις όλων των δημοσίων κτιρίων και γενικότερα οι περιοχές όλων των λειτουργιών της Πόλης: Υπουργεία, Δικαστήρια, Στρατώνες, Αστυνομία, Ταχυδρομείο, Νομισματοκοπείο, Μητρόπολη, Ακαδημία, Βιβλιοθήκη, Χρηματιστήριο, Αγορές, Πάρκα, κλπ. Το σύνολο ήταν προγραμματισμένο να φιλοξενήσει όλες τις λειτουργίες μιας πρωτεύουσας και έναν πληθυσμό που προβλεπόταν να φθάσει το όριο των 40.000 κατοίκων.
Ο γεωμετρικός σχεδιασμός που διατρέχει τόσο το σχέδιο Κλεάνθη-Schaubert, όσο και εκείνο του Klenze, που θα δούμε στη συνέχεια, αποτελεί συστατικό στοιχείο της νεοκλασικής-ρομαντικής πολεοδομίας, όπως αυτή μορφοποιήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα. Εξίσου συστατικά στοιχεία της αποτελούν και μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά, που είχαν μεν κάνει την εμφάνισή τους σε διάφορες στιγμές από την Αναγέννηση και μετά, τώρα όμως είχαν όλα μαζί διαρθρωθεί σε ένα δομημένο σύνολο. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ο ποσοτικός προγραμματισμός –όταν, λόγου χάριν, καθορίζουν τον προσδοκώμενο ανώτατο αριθμό των κατοίκων της Αθήνας σε 40.000–, ο λειτουργικός προγραμματισμός και η ορθολογιστική χρήση του χώρου, όπως φυσικά και η αναγκαστική ιστορική αναφορά. Η πολεοδομική αυτή σύλληψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις έννοιες Έθνος, Νόμος, Κράτος και Κυβέρνηση, όπως αυτές αναδείχθηκαν στη διάρκεια του 18ου αιώνα. Είναι έννοιες της νέας αστικής συνείδησης και βρίσκουν τη συμβολική τους έκφραση ακριβώς στο Άστυ, τη Νέα Πόλη. Η νέα αυτή πόλη πρέπει να είναι, όπως παρατηρεί και ο Τσιώμης, αφενός μια ορθολογιστική Πόλη-Μηχανή, με απρόσκοπτη λειτουργία, με τον μύθο του απόλυτου ελέγχου και του απόλυτου προγραμματισμού, μια πόλη που λειτουργεί με αποτελεσματικότητα, και αφετέρου μια Πόλη-Κέντρο, Πρωτεύουσα του Κράτους, δηλαδή Κέντρο της Εξουσίας, υλικό σημείο συγκέντρωσης πληροφοριών και εκπομπής των διαταγών αλλά και Συμβολικό Κέντρο της ακτινωτής διάταξης του εθνοκρατικού χώρου15.
Είπαμε ότι το σχέδιο εγκρίθηκε τον Ιούλιο το 1833• ώς το τέλος του χρόνου είχε αρχίσει η εφαρμογή του. Μόλις όμως χαράχθηκαν οι γραμμές του επί του εδάφους, και έγιναν με υλικό τρόπο αντιληπτές οι εκτάσεις που θα απαλλοτριώνονταν για την ανέγερση των δημοσίων κτιρίων, τη διαμόρφωση των πάρκων και του οδικού δικτύου, καθώς και για τις αρχαιολογικές ανασκαφές, ξέσπασε κύμα διαμαρτυριών από μέρους των ιδιοκτητών, ενώ εκτοξεύθηκαν και κατηγορίες για κερδοσκοπία. Τον Μάιο του 1834 ο εκ των Αντιβασιλέων Maurer επισκέφθηκε την πόλη για να μελετήσει επί τόπου την κατάσταση. Η κατακραυγή της οποίας έγινε μάρτυρας, οδήγησε την Αντιβασιλεία να διατάξει την αναστολή της εφαρμογής του σχεδίου στις 11 Ιουνίου 183416.
Το πολεοδομικό σχέδιο του Klenze του 1834, που αποτελούσε αναθεώρηση της πρότασης Κλεάνθη-Scahubert. Κύρια χαρακτηριστικά του ήσαν η μείωση της έκτασης της νέας πόλης, η περιστολή των επεμβάσεων στον ιστό της παλαιάς και η μεταφορά των Ανακτόρων και συνεπώς όλου του διοικητικού κέντρου βάρους της πόλης από την πλατεία Ομονοίας στον Κεραμεικό (Πηγή: Κ. Μπίρης, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα, Αθήνα 1966). Στη συνέχεια μετακλήθηκε ο διάσημος τότε Βαυαρός αρχιτέκτονας Leo von Klenze για να εξετάσει το όλο ζήτημα. Η επίσκεψη του Klenze βάστηξε από τον Ιούλιο ώς τον Σεπτέμβριο του 1834 και κατέληξε στην εκπόνηση ενός Νέου Σχεδίου, ή μάλλον μιας αναθεώρησης του αρχικού17. Κύρια χαρακτηριστικά του ήσαν η μείωση της συνολικής έκτασης της πόλης• η μερική μείωση της έκτασης του χώρου των ανασκαφών, με όριο την οδό Αδριανού• ο περιορισμός του πλάτους των δρόμων και της επιφάνειας των πλατειών, καθώς και η κατάργηση των εντός της πόλης λεωφόρων, η περιστολή του φαινομένου της κατάτμησης της Παλαιάς Πόλης: αντί της χάραξης πλήθους νέων δρόμων, προτάθηκε η διευθέτηση των παλαιών δρομίσκων, με ελαφρές διαπλατύνσεις και ευθυγραμμίσεις εδώ και εκεί• και, τέλος, η μεταφορά των Ανακτόρων και συνεπώς όλου του διοικητικού κέντρου βάρους της πόλης από την πλατεία Ομονοίας στα υψώματα του Κεραμεικού.
Το Σχέδιο Klenze εγκρίθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1834, ενώ ταυτόχρονα οριζόταν ότι την 1η Δεκεμβρίου, δηλαδή σε λιγότερο από δυόμισι μήνες, θα μεταφερόταν στην Αθήνα από το Ναύπλιο η έδρα του Κράτους. Το σχέδιο τέθηκε ευθύς αμέσως σε εφαρμογή. Οι τροποποιήσεις του Klenze περιόρισαν τις δυσχέρειες, χωρίς όμως και να τις εξαλείψουν. Η έναρξη των κατεδαφίσεων για τη διάνοιξη, καταρχήν, των νέων οδών Αιόλου, Ερμού και Αθηνάς, προσέκρουσε στις αντιδράσεις των κατοίκων, προς τους οποίους η Κυβέρνηση δεν είχε παραχωρήσει νέα οικόπεδα σε άλλη θέση, κατά τα συμφωνημένα. Οι εργασίες διακόπηκαν πολλές φορές, για να συνεχιστούν με αστυνομική συνδρομή, και υπό τις διαμαρτυρίες της ίδιας της Δημοτικής Αρχής.
Η τελική μορφή του πολεοδομικού σχεδίου των Αθηνών, μετά την επέμβαση του Gaertner και την οριστική τοποθέτηση των Ανακτόρων στον αυχένα μεταξύ Λυκαβηττού και Ακροπόλεως, έξω από τη Μεσογαία πύλη του τείχους.
Προ της αδυναμίας της Κυβέρνησης να στηρίξει οικονομικά τις προβλεπόμενες απαλλοτριώσεις αποφασίστηκε, στις 11 Νοεμβρίου 1836, νέα μείωση του αρχαιολογικού χώρου, γνωστή ως τροποποίηση Hansen-Schaubert18. Άλλες τροποποιήσεις μικρότερης κλίμακας ακολούθησαν σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Παράλληλα, παρέμενε εκκρεμές το ζήτημα των Ανακτόρων. Εξετάστηκε προς στιγμήν και το ενδεχόμενο ανέγερσής τους πάνω στην ίδια την Ακρόπολη, βάσει σχεδίων του Schinkel, η ιδέα όμως κατακρίθηκε και από τον ίδιο τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας. Τελικώς μετακλήθηκε ο διαπρεπής βαυαρός Friedrich von Gaertner, με αποκλειστικό αντικείμενο τα Ανάκτορα. Ο Gaertner κατέληξε στην επιλογή του αυχένος μεταξύ Λυκαβηττού και Ακροπόλεως, έξω από τη Μεσογαία Πύλη του τείχους, και συνέταξε τα σχετικά σχέδια για την ανέγερση των Ανακτόρων, εκεί όπου και τελικώς κτίστηκαν (σημερινή Βουλή), με ανάλογη διευθέτηση και του περιβάλλοντος χώρου. Περιορισμένες ρυμοτομικές μεταρρυθμίσεις στην περιοχή των Ανακτόρων επήλθαν και το 1837, με το λεγόμενο σχέδιο Hoch19.
Πρακτική συνέπεια των αλλεπαλλήλων αυτών αλλαγών ήταν αφενός η διατήρηση μεγάλου τμήματος της Παλαιάς Πόλης, και ως εκ τούτου η καθυστέρηση της προβλεπόμενης επέκτασης της πρωτεύουσας προς τα νέα της όρια, και αφετέρου ο αναπροσανατολισμός της Πόλης προς το τελικό σημείο ανέγερσης των Ανακτόρων, με αξιοδότηση συνεπώς του προς ανατολάς του άξονος της οδού Αθηνάς τμήματος. Η αξιοδότηση αυτή εκφράζεται, λόγου χάριν, με την δυσανάλογη ανάπτυξη της Σταδίου (και στη συνέχεια της Πανεπιστήμιου) εν σχέσει προς την Πειραιώς, της πλατείας Κλαυθμώνος εν σχέσει προς την πλατεία Κουμουνδούρου, κ.ο.κ.
Η Αθήνα άργησε να επεκταθεί στο σύνολο της προβλεπόμενης από τα σχέδια έκτασης. Πράγματι, επί δεκαετίες τα όρια της παρέμεναν ουσιαστικά εκείνα της παλιάς πόλης. Είναι ενδιαφέρον να συνειδητοποιήσουμε ότι περιοχές που είναι σήμερα το κέντρο της πόλης, όπως η ίδια η Ομόνοια και όλη η βόρεια πλευρά της Πειραιώς, παρέμειναν σχεδόν έρημες ώς τα 1870-1880. Το 1855, λόγου χάριν, όχι μόνον η Ομόνοια ήταν ακόμη τελείως άκτιστη, αλλά και γενικότερα όλη η περιοχή βορείως της Σοφοκλέους. Το 1840, όταν άρχισε να λειτουργεί το πρώτο Αθηναϊκό θέατρο, βρισκόταν, όπως παρατηρούν οι αυτόπτες, «έξω από την Πόλη [...] στη γυμνή, περιτριγυρισμένη από τα βουνά πεδιάδα»20. Αυτό το «έξω από την Πόλη» αντιστοιχεί σήμερα στη μικρή πλατεία μεταξύ των οδών Μενάνδρου και Σωκράτους, πίσω από τη Λαχαναγορά, στο πολύβουο κέντρο της πόλης, όπου επιβιώνει ως ανάμνηση η οδός Θεάτρου. Το θέατρο παρέμενε στο άκρο της πόλης ακόμη το 1855. Το ίδιο ισχύει και για τους πρόποδες του Λυκαβηττού, καθώς και για μεγάλο μέρος της Νεάπολης. Το 1841 ο Hans Christian Andersen εντυπωσιάστηκε από το σπίτι του Αυστριακού Πρέσβη απομονωμένο στην «άκρη της πόλης», με θέα στην «πλατιά ερημιά και τα ψηλά βουνά»21. Το σπίτι αυτό βρίσκεται στην οδό Φειδίου, μεταξύ Πανεπιστημίου και Ακαδημίας, πίσω από το κινηματοθέατρο Rex.
Το 1841 είναι βέβαια σχετικά νωρίς. Αργότερα, όπως φαίνεται και στον χάρτη του 1855, η οικοδόμηση επεκτάθηκε και πέραν της οδού Ακαδημίας. Στον χάρτη του 1881 έχουμε κάποια σπίτια επί των οδών Σόλωνος και Σκουφά• εντούτοις, η περιοχή του Στρέφη αποτελούσε ώς τις αρχές σχεδόν του 20ού αιώνα το όριο της πόλης. Η Μονή Πετράκη, που βρίσκεται σήμερα στο τέρμα της οδού Αλωπεκής, στο Κολωνάκι, ήταν ακόμα στα 1880 ένα εξοχικό Μοναστήρι. Την ίδια εποχή η λεωφόρος Αλεξάνδρας ήταν μια ακατοίκητη ρεματιά μεταξύ των Τουρκοβουνίων και του Λυκαβηττού, και η Κυψέλη είχε κάποιες μετρημένες στα δάχτυλα μακρινές αγροικίες, και μερικές εξοχικές βίλες, όπου οι Αθηναίοι πήγαιναν εκδρομή.
Η εξέλιξη αυτή συνδυάζεται με το ζήτημα του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού της Αθήνας. Είναι αυτονόητο ότι η εγκαθίδρυση της πρωτεύουσας προκάλεσε μεγάλη συρροή νέων κατοίκων. Από 12.000 περίπου στα 1834, ο αριθμός τους διπλασιάστηκε μέσα στην επόμενη δεκαετία. Εντούτοις, η πρόβλεψη των Κλεάνθη-Schaubert για 40.000 κατοίκους δεν πραγματοποιήθηκε πριν από τη δεκαετία του 1860, και το ορόσημο των 100.000 δεν ξεπεράστηκε πριν από τα τέλη της δεκαετίας του 1880. Δεν θα επεκταθούμε στα αίτια αυτού του ρυθμού ανάπτυξης, που πάντως έχει να κάνει με την ίδια τη λειτουργία της Πόλης επί μακρόν, ως Διοικητικού κατά κύριο λόγο, και όχι ως Βιομηχανικού Κέντρου, στο βαθμό άλλωστε που μια άλλη πόλη είχε αναλάβει, δίπλα στην Αθήνα, αυτό τον ρόλο: ο Πειραιάς. Σε ό,τι αφορά όμως τον παραγωγικό ρόλο και ιστό της Αθήνας, η συνάδελφος Χριστίνα Αγριαντώνη, ως αρμοδιότερη, μας μιλά διεξοδικά στο οικείο κεφάλαιο.
Η κατοικία του Αυστριακού πρεσβευτή στην Αθήνα, Prokesch von Osten, οικοδομήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1830, στη σημερινή οδό Φειδίου. Το 1841 περιγράφεται ως απομονωμένο στην «άκρη της πόλης», με θέα στην «πλατιά ερημιά και τα ψηλά βουνά». Το περιέβαλε μεγάλος κήπος που ξεκινούσε από τη οδό Πανεπιστημίου και έφθανε ως τη Χαριλάου Τρικούπη, την Εμμανουήλ Μπενάκη και την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Αργότερα στέγασε το Ελληνικό Ωδείο. Σώζεται ως σήμερα με μεταγενέστερες προσθήκες στον όροφο, αλλά εγκαταλελειμμένο ερειπώνεται καθημερινά.
Άποψη της πόλης των Αθηνών, από την Ακρόπολη προς το Λυκαβηττό, περί το 1860. Διακρίνονται σε πρώτο πλάνο η Μητρόπολη υπό κατασκευή, στο βάθος το κτίριο του Πανεπιστημίου, και πίσω του οι ακατοίκητες ακόμη εκτάσεις της Νεάπολης και του Στρέφη (Πηγή: L. & R. Matton, Athènes et ses monuments, du XVIIe siècle a nos jours, Αθήνα 1963).
Η ανάπτυξη της πόλης των Αθηνών έως τα τέλη τη δεκαετίας του 1870, στο χάρτη του Kaupert, που εκδόθηκε το 1881. Παραμένουν ακατοίκητες οι εκτάσεις πέραν του Πολυτεχνείου (Πεδίον του Άρεως, Κυψέλη), πέραν των λόφων του Λυκαβηττού και του Στρέφη, αλλά και πέραν των σημερινών οδών Πλουτάρχου και Ριζάρη, προς τους Αμπελόκηπους. Η Μονή Πετράκη (“Kloster ton Asomaton”) παραμένει απομονωμένη στην εξοχή, ενώ η μελλοντική λεωφόρος Αλεξάνδρας είναι ακόμη μια απότομη ρεματιά (Πηγή: Dietrich Reimer, Athen mit Umgebung, Βερολίνο 1881).
Ο ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΛΗΣ
Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή περιήγηση στον σχεδιασμό της νέας πόλης, θα ήθελα να αναφερθώ στην περιπέτεια των αθηναϊκών βουλεβάρτων. Ο όρος boulevard είναι γερμανικής προέλευσης, από το μεσαιωνικό ολλανδικό bolwerk, και σήμαινε αρχικά «οχύρωση». Με την έννοια αυτή περνά στα γαλλικά τον 15ο αιώνα (boloart) και χρησιμοποιείται υπό διάφορες μορφές (belouart, boulevert, boulevard), κυριολεκτικά και μεταφορικά, ώς τον αιώνα μας: «le justice est le boulevard des Etats» («Η δικαιοσύνη είναι το οχυρό των κρατών», Larousse 1898). Από το 1690 εμφανίζεται, πάντοτε στα γαλλικά, και η έννοια «δενδροφυτεμένος τόπος περιπάτου επί άλλοτε οχυρωματικής τοποθεσίας, ήδη άχρηστης λόγω των εξελίξεων στις αμυντικές μεθόδους». Από τα γαλλικά πέρασε η χρήση του όρου με αυτήν την έννοια και στις λοιπές γλώσσες.
Στο τελικό σχέδιο των Κλεάνθη-Schaubert, που εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 1833, προβλεπόταν η διαμόρφωση τεσσάρων συνεχόμενων «Βουλεβαρίων», διατεταγμένων στο τετράγωνο σχήμα, το οποίο θα περιέβαλλε την πλατεία των Ανακτόρων, τη σημερινή πλατεία Ομονοίας22. Η τελική χάραξη των αθηναϊκών οδών με τις συνεχείς αλλαγές των σχεδίων δυσχεραίνει την ακριβή ταύτιση των βουλεβαρίων με σημερινές οδούς, αλλά μπορούμε να πούμε χονδρικώς, για να δώσουμε μια εικόνα, ότι το βόρειο συνέπιπτε περίπου με τις σημερινές οδούς Φαβιέρου και Χαλκοκονδύλη, το νότιο με τη σημερινή οδό Ευριπίδου, το δυτικό περίπου με τον άξονα της σημερινής οδού Νικηφόρου ενώ το ανατολικό, τέλος, δεν συμπίπτει με κάποια σύγχρονη οδό, καθώς ο προσανατολισμός του ήταν τελείως διάφορος από εκείνον του οδικού δικτύου όπως τελικώς διαμορφώθηκε. Eντούτοις, θα μπορούσαμε να το φανταστούμε ως μια νοητή ευθεία η οποία ξεκινώντας από το βόρειο άκρο της πλατείας Κλαυθμώνος, θα κατέληγε στη διασταύρωση των οδών Θεμιστοκλέους και Σόλωνος. Οι τέσσερις κορυφές του τετραγώνου προβλέπονταν, η πρώτη στη σημερινή διασταύρωση των οδών Βερανζέρου και Μάρνη, η δεύτερη στη σημερινή πλατεία Κάνιγγος, η τρίτη στην πλατεία Θεάτρου (σημερινή Κλαυθμώνος) και η τέταρτη στη Βόρσας (σημερινή Κουμουνδούρου / Ελευθερίας). Τα «βουλεβάρια» αυτά χαράχτηκαν ουσιαστικά επί της ακάλυπτης ελευθέρας ζώνης η οποία παρεμβαλλόταν ώς τότε μεταξύ του οικιστικού πλέγματος και του τείχους Χασεκή, που στο σημείο εκείνο ταυτιζόταν άλλωστε με το αρχαίο τείχος της πόλης.
Το σχέδιο του von Klenze καταργούσε τα προβλεπόμενα από τους Κλεάνθη-Schaubert βουλεβάρια. Αντιθέτως προέβλεπε βουλεβάρια («περιπάτους» στην ελληνική εκδοχή του σχεδίου) τα οποία θα περιέγραφαν όλη την πόλη. Συγκεκριμένα προέβλεπε, από δυσμών προς ανατολάς, τα βουλεβάρια των Κυκλάδων, της Κορίνθου, της Πελοποννήσου, των Δελφών, της Λοκρίδας, της Βοιωτίας και της Ευβοίας, ονομαζόμενα ανάλογα με τον προσανατολισμό του αντίστοιχου άκρου της Πόλεως23. Από αυτά τα βουλεβάρια, της Πελοποννήσου αντιστοιχούσε χονδρικώς προς τη σημερινή οδό Αχιλλέως αλλά παράλληλα προς τη σημερινή Μεγάλου Αλεξάνδρου, των Δελφών αντιστοιχούσε προς τη σημερινή οδό Σατωβριάνδου, της Λοκρίδας προς τη σημερινή Πανεπιστημίου, από την Ομόνοια μέχρι του ύψους της οδού Αμερικής, της Βοιωτίας αντιστοιχούσε περίπου προς τις Βαλαωρίτου και Ζαλοκώστα, και συνέχιζε εντός του χώρου των Ανακτόρων (που δεν προβλέπονταν εκεί αλλά στον Κεραμεικό) και τέλος της Ευβοίας αντιστοιχούσε περίπου προς τη σημερινή λεωφόρο Αμαλίας.
Σε αυτό τον τοπογραφικό χάρτη της Αθήνας που δημοσιεύθηκε το 1841, επιβιώνουν σχεδιαστικά τα περιφερειακά «βουλεβάρτα» που προέβλεπε το πολεοδομικό σχέδιο του Klenze του 1834 (σημειώνονται ως “Boulevard des neuen Stadtplans”). Στην πράξη τα περισσότερα δεν χαράχθηκαν ποτέ επί του εδάφους, με εξαίρεση την οδό Πανεπιστημίου -που αντιστοιχεί χονδρικά στο «βουλεβάρτο της Λοκρίδος» του σχεδίου- και τη λεωφόρο Αμαλίας -«βουλεβάρτο της Ευβοίας» (Πηγή: P. W. Forschhammer, Topographie von Athen, Κίελο 1841). Στην πράξη χαράχθηκαν μόνον τα βουλεβάρια της Λοκρίδας και της Ευβοίας, τα οποία διαδέχονται το ένα το άλλο, σχηματίζοντας μια ενιαία λεωφόρο που αρχίζει από την πλατεία Ομονοίας και φτάνει ώς τους στύλους του Ολυμπίου Διός –οι σημερινές Πανεπιστημίου και Αμαλίας– στον άξονα της οποίας, όπως παρατηρεί και ο Αλέξης Πολίτης, κτίστηκαν τα κυριότερα μνημειακά οικοδομήματα της Αθήνας: Αρσάκειο, Βιβλιοθήκη, Πανεπιστήμιο, Ακαδημία, Οφθαλμιατρείο, Καθολική Εκκλησία, Μέγαρο Αρχαιολογικής Εταιρείας, Μέγαρο Σλίμαν, Παλάτι, Βασιλικός Κήπος, Αγγλικανική Εκκλησία24. Οι δε Πανεπιστημίου και Αμαλίας ονομάζονταν ώς το 1884 οδός Βουλεβαρίου. Είναι εξάλλου αξιοσημείωτο ότι οι τέσσερις κορυφές του τετραγώνου που σχημάτιζαν τα βουλεβάρια στο σχέδιο των Κλεάνθη-Schaubert, αποτελούν ακόμη και σήμερα ευρύχωρα κομβικά σημεία της πόλης.
Η ΟΝΟΜΑΤΟΘΕΣΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΪΚΩΝ ΟΔΩΝ
Πριν από την απελευθέρωση και την πολεοδομική συγκρότηση της Αθήνας, οι περισσότεροι από τους δρόμους της πόλης δεν έφεραν βεβαίως ιδιαίτερα ονόματα, όπως τουλάχιστον τα εννοούμε σήμερα. Τα κτίρια προσδιορίζονταν με βάση το όνομα του ιδιοκτήτη ή του κατοίκου και την ενορία εντός των ορίων της οποίας βρίσκονταν, λόγου χάριν «οσπήτιον πρώην ιδιοκτησίας Χατζή Αλή, ενορία Γοργοπίκου» ή «οίκος του Σπύρου και Παναγιώτου Βαριμπόμπη, ενορία Βλασαρού». Άλλοτε αναφέρονταν και πρόσθετα στοιχεία όπως «οίκος της χηρευούσης Μισερόκενας, υπό τον Ναόν του Θησέως, ενορία Φίλιππος» ή «εργαστήρι του Σωτήρη Λαρδή εις το εξωπάζαρον». Ορισμένοι εντούτοις δρόμοι έφεραν ονόματα, κάποια από τα οποία επιβίωσαν μέχρι σήμερα, όπως «Λέκκα» (μεταξύ Βουλής και Κολοκοτρώνη), «Βοριά» (σημερινή Βορέως, μεταξύ Αιόλου και Αθηνάς), «Τάτση» (σημερινή Τάκη, στου Ψυρή)• η πρώτη και η τρίτη οφείλουν την ονομασία τους σε ομώνυμες βρύσες προς τις οποίες οδηγούσαν.
Τα πρώτα ονόματα των οδών δόθηκαν από τους Κλεάνθη και Schaubert, όταν διαμόρφωναν την πολεοδομική τους πρόταση για την Αθήνα, το έτος 1832. Όπως ήταν επόμενο, τα αρχαιοελληνικής έμπνευσης ονόματα κυριάρχησαν εξ ολοκλήρου στις επιλογές τους, με μοναδικές ίσως εξαιρέσεις τα Βουλεβάρια και τις πλατείες Ανακτορίων, Βόρσας και Θεάτρου. Από τα ονόματα εκείνα, ένας μικρός αριθμός αντιστοιχούσε σε κάποια τοπογραφική πραγματικότητα, Λόγου χάριν, η Πειραιώς κατευθύνονταν πράγματι προς τον Πειραιά, η Μεσογείων προς τα Μεσόγεια, η Σταδίου, στην αρχική της σύλληψη, έφθανε ώς το Στάδιο, η Αρείου Πάγου σκόπευε τον ομώνυμο βράχο και η Αθηνάς αντίστοιχα το Ναό της Παλλάδας, ενώ η Λυσικράτους έφθανε ώς το ομώνυμο μνημείο και η Αιόλου ώς τον υποτιθέμενο Ναό του Αιόλου, δηλαδή το Ωρολόγιο του Ανδρόνικου Κυρρήστου. Οι πλατείες εξάλλου των Ανακτορίων, της Βόρσας και του Θεάτρου, προβλεπόταν ότι θα φιλοξενούσαν τα αντίστοιχα ιδρύματα. Αλλά και η οδός Αριστοφάνους κατέληγε στην πλατεία Θεάτρου, και ήταν παράλληλη προς τις οδούς Ευριπίδου και Μενάνδρου. Ανάλογες ομαδοποιήσεις παρατηρούνται και σε άλλες περιπτώσεις. Έτσι, οι ρήτορες Δημοσθένης, Ισοκράτης και Αισχίνης όδευαν παραλλήλως, όπως παραλλήλως όδευαν και οι φιλόσοφοι Ευκλείδης και Αριστοτέλης ενώ διασταυρώνονταν οι γλύπτες Φειδίας και Πραξιτέλης.
Άποψη της πόλης των Αθηνών, από τα Ανάκτορα προς την πλατεία Συντάγματος, περί το έτος 1845, σε πίνακα του Ulrich Halbreiter.
Αναλαμβάνοντας τη χάραξη του νέου σχεδίου ο Klenze το 1834, άλλαξε, παραδόξως, μεταξύ των άλλων και όλα τα προβλεπόμενα από τους Κλεάνθη και Schaubert ονόματα, πλην τριών: των οδών Ερμού, Πειραιώς και Θεμιστοκλέους (σημερινή Αγίου Κωνσταντίνου). Στην ουσία αυτό που έκανε ήταν να μετακομίσει τα διάφορα ονόματα των Κλεάνθη-Schaubert, προσθαφαιρώντας και ορισμένα. Και αυτός κινήθηκε αρχαιοπρεπώς, αλλά έθεσε και ορισμένα δυναστικά ονόματα. Έτσι οι πλατείες Ανακτορίων και Μπόρσας, των οποίων τα ονόματα δεν αντιστοιχούσαν πλέον στις σχετικές λειτουργίες, μετονομάστηκαν αντιστοίχως σε Όθωνος και Λουδοβίκου. Η πλατεία Θεάτρου, όπου προβλεπόταν να παραμείνει το θέατρο, μετονομάστηκε απλώς σε Αισχύλου.
Στην πράξη αυτό που συνέβη αρχικά ήταν ένα χάος. Άλλες οδοί εμφανίζονταν με το όνομα που είχαν στο πρώτο σχέδιο και άλλες στο δεύτερο. Στην πορεία ένας πολύ μικρός αριθμός από τα ονόματα της περιόδου εκείνης επιβίωσε στη συνέχεια, τουλάχιστον εκεί όπου τα σχέδια το προέβλεπαν: συνολικά μόνον οκτώ. Από αυτά, τα έξι προέρχονταν από το αρχικό σχέδιο Κλεάνθη-Schaubert, που αποδείχθηκε ανθεκτικότερο από εκείνο του Klenze σε αυτόν τον τομέα. Συγκεκριμένα, πλην των Πειραιώς και Ερμού, επιβιώσαν και η Σταδίου (αντί Φειδίου που πρότεινε ο Klenze), η Αθηνάς (αντί Νίκης), η Αιόλου (αντί Ποσειδώνος) και η Αριστείδου (αντί Καλλικράτους). Μόνον η οδός Πραξιτέλους των Κλεάνθη-Schaubert), διατήρησε ώς τα σήμερα το όνομα που της έδωσε ο Klenze: οδός Κεραμεικού, το Βουλεβάριο, όπως είδαμε προηγουμένως, μετονομάστηκε το 1884. Οι δύο πλατείες, Όθωνος και Λουδοβίκου διατήρησαν τα ονόματα τους ώς το τέλος της βασιλείας του Όθωνα. Εν συνεχεία η μεν Λουδοβίκου μετακόμισε στην πλατεία Δημαρχείου, όπου παρέμεινε έως ότου θυσιάστηκε χάριν του Κωνσταντίνου Κοτζιά, Διοικητού πρωτευούσης επί Μεταξά, ενώ ο Όθωνας αντικατέστησε πολύ αργότερα, μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα, τον Δημοσθένη στην πλατεία Συντάγματος.
Από τις υπόλοιπες οδούς, κάποιες δεν χαράχθηκαν ποτέ επί του εδάφους, ενώ όσες απέμειναν, έλαβαν άλλα ονόματα αντί των προβλεπομένων. Έχουμε, δηλαδή, στην ουσία μια τρίτη μετακίνηση των ιδίων ονομάτων, με κάποιες νέες προσθαφαιρέσεις. Ορισμένες μετονομασίες είχαν βεβαίως νόημα. Τελικά, παραδείγματος χάριν, η μεγάλη πλατεία της οδού Σταδίου δεν φιλοξένησε ποτέ το θέατρο, το οποίο κτίστηκε, όπως είδαμε, στην βορειοδυτική άκρη της τότε πόλης, δίνοντας το όνομά του στην ομώνυμη Πλατεία την τεμνόμενη από την οδό Ηροδότου των σχεδίων, η οποία δικαίως μετονομάστηκε σε Μενάνδρου. Τα Ανάκτορα κατά τις αλλεπάλληλες μετακομίσεις τους, συμπαρέσυραν και το όνομα που τα συνόδευε. Η πλατεία Ανακτόρων από την Ομόνοια πήγε στον Κεραμεικό, για να καταλήξει στην άλλη άκρη της πόλης, περίπου εκεί όπου το σχέδιο Κλεάνθη-Schaubert προέβλεπε την πλατεία Μουσών. Εκεί παρέμεινε επί μακρόν, έστω και απειλούμενη, κατόπιν των γεγονότων του 1843, από την προ αυτής πλατεία Συντάγματος, έως ότου η διαμόρφωση του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτου και η εγκατάσταση της Βουλής, την έθεσαν φύσει και θέσει στο περιθώριο.
Η λίγων μόλις μηνών διαμονή του Όθωνα στο Μέγαρο Κοντόσταυλου (εκεί που κτίστηκε αργότερα η Παλαιά Βουλή, σήμερα στέγη του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου), άφησε ένα απρόσμενα μακρόβιο ίχνος: την οδό Ανακτορίων που επιβίωσε αρκετά, προτού πάρει την ονομασία με την οποία τη γνωρίζουμε σήμερα: Κολοκοτρώνη. Εξάλλου και το αρχικό όνομα της πλατείας Συντάγματος επιβίωσε λάθρα επί 75 ολόκληρα χρόνια στην άκρη της, ως οδός Μουσών, μέχρις ότου πήρε το όνομα του Σέρβου ηγέτη Καραγεώργη, το 1908.
Με τη διαδοχική ανέγερση των διαφόρων ιδρυμάτων της Πόλεως, κατά κανόνα σε εντελώς διαφορετικό σημείο από το προβλεπόμενο στα σχέδια, ονοματοδοτείτο και ο αντίστοιχος δρόμος που οδηγούσε σε αυτό. Έτσι έκαναν την εμφάνιση τους η οδός Τυπογραφείου (από το 1884 Γεωργίου Σταύρου), η οδός Οφθαλμιατρείου (από το 1910 Εδουάρδου Λω), η οδός Νοσοκομείου (από το 1884 Ακαδημίας) κ.ο.κ.
Εξαιρέσει αυτού του είδους των ονομάτων, που σηματοδοτούσαν σημεία της Πόλης, τα αρχαιοπρεπή ονόματα κυριαρχούσαν σε όλη τη διάρκεια του αιώνα, τονίζοντας και αυτά με τη σειρά τους αυτό που ο Αλέξης Πολίτης επισημαίνει ως προβολή της αρχαιοελληνικής διάστασης της νεοελληνικής ταυτότητας (Πολίτης 1993, σ. 86). Η Νέα Ελλάδα ήθελε να είναι συνέχεια της Αρχαίας και όχι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η οικειοποίηση της μεσαιωνικής κληρονομιάς είναι ένα πολύ μεταγενέστερο φαινόμενο. Πράγματι, οι βασικοί άξονες της Νεάπολης έφεραν επίσης αρχαία ονόματα: Θεμιστοκλέους - Ιπποκράτους - Ασκληπιού (1884). Μετά το 1890 μπαίνουν στο σχέδιο οι δρόμοι από τον Λόφο του Στρέφη και πέρα, ακόμη δε αργότερα δόθηκαν στους ακρότατους αυτούς δρόμους μιας εν πολλοίς αυθαίρετης γειτονιάς, τα ονόματα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων: Κομνηνών το 1915, Τσιμισκή το 1921, Βατατζή και Λασκάρεως το 1927, και Ισαύρων μόλις το 1928 (πρώην Καρυών).
Η οικία Δεκόζη Βούρου (1833-1834), επί της οδού Παπαρρηγοπούλου 7, στην ανατολική πλευρά της πλατείας Κλαυθμώνος (Πηγή: Αθήνα-Μόναχο, έκδοση Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών, Αθήνα 1980).
Νωρίτερα, αλλά πάντως αρκετά αργά, επί βασιλείας Γεωργίου του Α', τιμήθηκαν στην ίδια περιοχή τα ονόματα κάποιων από τους πρωταγωνιστές του 1821, κυρίως εκείνων που στη συνέχεια έκαναν πολιτική καριέρα στο νεοπαγές κράτος: Λόντου -Κωλέττη - Τζαβέλλα - Ανδρέου Μεταξά - Ζαΐμη - Μαυρομιχάλη - Κωνστ. Δεληγιάννη (1884-1890) κτλ, καθώς και τα τοπωνύμια σημαντικών μαχών της Επανάστασης: Βαλτετσίου - Κιάφας - Γραβιάς - Αραχόβης - Δερβενιών. Ορισμένοι από τους υπόλοιπους αγωνιστές τιμήθηκαν την ίδια εποχή περί την πλατεία Ηρώων στου Ψυρρή: Καραϊσκάκη - Μιαούλη - Παπανικολή (1884), ενώ η αρχή της οδού Φαλήρου πήρε το όνομα του Μακρυγιάννη μόλις το 193325.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Ολοκληρώνοντας αυτή την ανασκόπηση του περάσματος από την Παλιά στη Νέα Αθήνα, θα επιχειρήσουμε μια προσέγγιση των καθαυτό υλικών τεκμηρίων αυτού του περάσματος, που είναι τα πρώτα νέα κτίρια στην Πόλη ή, αν θέλετε, τα πρώτα κτίρια της Νέας Πόλης.
Παραμένει γεγονός αναμφισβήτητο ότι αυτό που ονομάζεται νεοκλασική αρχιτεκτονική στα τέλη του 18ου και στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα υπήρξε ένα διεθνές στυλ που γεννήθηκε ως απάντηση στα περίκομψα και διακοσμητικά αυλικά αισθητικά ρεύματα του Μπαρόκ και του Ροκοκό. Η ανερχόμενη μεσαία κοινωνική τάξη αναζητεί νέα ηθικά και αισθητικά πρότυπα. Και αυτά τα πρότυπα τα βρίσκει στις Αρχαίες Δημοκρατίες της Αθήνας και της Ρώμης. Στην Ελλάδα ο ρυθμός αυτός ήρθε διαμέσου της Γερμανίας. Ας μην ξεχνάμε ότι η Βαυαρία του Λουδοβίκου αποτελούσε εκείνη την εποχή ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Νεοκλασικισμού. Εντούτοις, στην Ελλάδα το νεοκλασικό στυλ αποκτά τη δική του δυναμική και ιδιαιτερότητα, με κύρια χαρακτηριστικά την αναβάπτιση στα κλασικά πρότυπά του, την πλατιά αποδοχή του που ξεπερνά τα μνημειακά κτίσματα και τα εύπορα στρώματα για να φθάσει ώς την ευρεία μάζα του πληθυσμού και τέλος τη μακρά διάρκειά του, που φτάνει ώς τον Μεσοπόλεμο. Τούτων δοθέντων, θα ’θελα να τονίσω ότι δεν είμαι ιστορικός της Τέχνης, και συνεπώς δεν είμαι αρμόδιος να υπεισέλθω στην αισθητική συζήτηση του τι είναι Νεοκλασικό και τι δεν είναι, τι είναι Ρομαντικό και τι Νεομπαρόκ. Αποτελεί, εντούτοις, πεποίθησή μου ότι έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για τη «Νεοκλασική Αθήνα του 19ου αιώνα» μ’ έναν τρόπο, θα έλεγα, ισοπεδωτικό.
Η οικία Κλεάνθη-Schaubert (έδρα του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1837-1841), στην οδό Θόλου 5, στην Πλάκα (Πηγή: Αρχείο Ψηφιοποιημένων Εικόνων Ε.Ι.Ε.).
Η οικία Λασσάνη επί της οδού Διογένους 1-3 (Φωτογραφία του συγγραφέα).
Όπως σημειώσαμε ήδη, στο διάστημα 1830-1833, προτού δηλαδή οριστεί ως πρωτεύουσα, παρατηρείται σημαντική οικοδομική δραστηριότητα στην Αθήνα. Χαρακτηριστικά κτίρια αυτής της περιόδου είναι:
- Η οικία του Χιώτη Σταμάτη Δεκόζη-Βούρου στην περιοχή της πλατείας του Θεάτρου (σήμερα Κλαυθμώνος) όπου εγκαταστάθηκε ο Όθωνας μετά τον γάμο του, από τον Φεβρουάριο του 1837 ώς τα 1843 που ολοκληρώθηκαν τα Ανάκτορα. Η οικία αυτή κτίστηκε το 1833-1834, πάνω σε σχέδια των αρχιτεκτόνων G. Luders και J. Hoffer και στεγάζει σήμερα το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, του Ιδρύματος Βούρου-Ευταξία.
- Η οικία των ίδιων των Κλεάνθη και Schaubert, στην οδό Θόλου στην Πλάκα· πρόκειται στην πραγματικότητα για κτίσμα των οθωμανικών χρόνων, το οποίο αναδομήθηκε εκ βάθρων μεταξύ των ετών 1831-1833 και αργότερα στέγασε το Πανεπιστήμιο (1837-1841), ενώ σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο του Πανεπιστημίου.
- Η προαναφερθείσα οικία του Αυστριακού Πρεσβευτή Prokesch von Hosten, στην οδό Φειδίου, κτισμένη στα 1835-1837, η οποία στέγασε το Ελληνικό Ωδείο (1919) και σήμερα είναι εγκαταλελειμμένη, έχοντας υποστεί κάποιες τροποποιήσεις στον πρώτο όροφο, και
- Η οικία Λασσάνη στους Αέρηδες, δίπλα στο Μενδρεσσέ, απέναντι από το Ωρολόγιο του Κυρρήστου, η οποία κτίστηκε και αυτή στη δεκαετία του 1830, και πάντως προ του 1837, και στεγάζει σήμερα το Μουσείο Μουσικών Οργάνων.
Στο διάστημα από της σύνταξης του Σχεδίου Κλεάνθη- Schaubert μέχρι της οριστικής ρύθμισης του ζητήματος των Ανακτόρων, δηλαδή από το 1832 ώς τον Ιανουάριο του 1836, αρκετοί σημαίνοντες παράγοντες της Νέας Αθήνας, κυρίως Φαναριώτες, θεωρώντας ότι τα Ανάκτορα θα κτίζονταν όπου προέβλεπαν τα δύο πρώτα σχέδια, δηλαδή στην Ομόνοια, ή έστω στον Κεραμεικό, έσπευσαν να αγοράσουν οικόπεδα και να κτίσουν στην ευρύτερη περιοχή Ομονοίας και περί τον άξονα της οδού Πειραιώς.
Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν:
- Οι δυο οικίες Βλαχούτζη, επί της οδού Πειραιώς, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως πρώτη έδρα της Αντιβασιλείας. Η μία εκ των δύο, η μόνη που διασώθηκε, με την προσθήκη ενός ορόφου το 1845, στέγασε επίσης το Σχολείο των Τεχνών, το κατοπινό δηλαδή Πολυτεχνείο (1837-1872), στη συνέχεια το Ωδείο Αθηνών (1872-1976) και σήμερα τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
- Η οικία Προβελέγγιου, πιθανότατα αρχικά οικία Μπότσαρη, στη γωνία Κεραμεικού και Μυλλέρου.
- Το μέγαρο ή συγκρότημα καλύτερα, Κατακουζηνού, επίσης επί της οδού Μυλλέρου, (που έμεινε ημιτελές όταν οριστικοποιήθηκε η τελική θέση των Ανακτόρων), το κατόπιν γνωστό ως Μεταξουργείο Δουρούτη, για τις περιπέτειες του οποίου μας μιλά αναλυτικά στη συνέχεια η συνάδελφος Χριστίνα Αγριαντώνη.26
Η οικία Βλαχούτζη στην οδό Πειραιώς 35 (φωτογραφία του Κωστή Καλλιβρετάκη)
Η οικία Βλαχούτζη στην οδό Πειραιώς 35 (σχέδιο από το Αρχείο Ψηφιοποιημένων Εικόνων Ε.Ι.Ε.)
Η οικία Προβελέγγιου (περ. 1835), στη γωνία των οδών Μυλλέρου και Κεραμεικού (φωτογραφία του συγγραφέα)
Η οικία Προβελέγγιου (περ. 1835), στη γωνία των οδών Μυλλέρου και Κεραμεικού (λεπτομέρεια από το Panorama von Athen του Fr. Stademann (1835).
Το Νομισματοκοπείο στο βόρειο άκρο της πλατείας Κλαυθμώνος, κατεδαφισμένο ήδη το 1940 (Πηγή: Α. Ι. Κλάδος Εφετηρίς του Βασίλειου της Ελλάδος για το έτος 1837, Αθήνα 1837).
Κατά την ίδια περίοδο, τέλος, εμφανίζονται και τα πρώτα κρατικά κτίρια στην Αθήνα, όπως είναι:
- Το Βασιλικό Τυπογραφείο επί της οδού Σταδίου, μεταξύ των οδών Σανταρόζα και Αρσάκη, σε σχέδια του J. Hoffer, το οποίο κτίστηκε το 1834-1835 και στέγασε αρχικά το Τυπογραφείο (ώς το 1906), και κατόπιν το Πρωτοδικείο Αθηνών (ώς το 1984)· διασώζεται με σοβαρές μετατροπές των ετών 1931-1932, και
- Το Νομισματοκοπείο στο προς τη Σταδίου άκρο της πλατείας Θεάτρου, δηλαδή της Κλαυθμώνος, το οποίο κτίστηκε το 1835, πιθανότατα σε σχέδια του Schaubert, και στέγασε αργότερα (1884) το Υπουργείο Οικονομικών, με την προσθήκη ενός ορόφου· κατεδαφίστηκε το 1940. Σημειωτέον ότι σχεδόν κανένα από τα δημόσια κτίρια δεν κτίστηκε εκεί όπου τα πολεοδομικά σχέδια είχαν προβλέψει, αλλά κυρίως εκεί όπου υπήρχε διαθέσιμη δημόσια γη.
Η έπαυλις Malkolm, στην οδό Αγίας Ζώνης, στην Κυψέλη (Πηγή: Αρχείο Ψηφιοποιημένων Εικόνων Ε.Ι.Ε.).
Παρατηρώντας όλα αυτά τα πρώιμα κτίρια, είναι προφανές ότι η οικοδόμησή τους βάσει κάποιου στυλ, νεοκλασικού ή άλλου, είναι η τελευταία έγνοια που κυριαρχεί. Πρόκειται για λιτά διώροφα κτίρια, με απλές γραμμές, χωρίς ιδιαίτερη κομψότητα. Εντούτοις μια κλασική αυστηρότητα στη φόρμα και τον χειρισμό των όγκων είναι διακριτή.
Στο μεταξύ, βέβαια, εμφανίζονται και τα πρώτα κτίσματα στα οποία ο αρχιτεκτονικός ρυθμός είναι περισσότερο εμφανής.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν:
- Η έπαυλη του Βρετανού Ναυάρχου Malkolm, αντικαταστάτη του Codrington στη διοίκηση του βρετανικού στόλου της Μεσογείου, η οποία κτίστηκε από τους Κλεάνθη και Schaubert το 1832 στην εξοχική τότε Κυψέλη, «μισή ώρα μακριά από την Αθήνα» κατά τον Ross, κοντά στην Αγία Ζώνη, και αργότερα στέγασε τη Γαλλική Πρεσβεία
- Η οικία του Αμβροσίου Ράλλη επί της Πλατείας Κλαυθμώνος, που οικοδομήθηκε το 1835, επίσης από τον Κλεάνθη και αργότερα στέγασε τη Βρετανική Πρεσβεία μέχρις ότου κατεδαφίστηκε (1938) και
- Η οικία του γερμανού φιλέλληνα Heinrich Treiber, επίσης του 1837, στη γωνία Ερμού και Αγίων Ασωμάτων, η οποία στέγασε σε κάποια φάση το Πτωχοκομείο (1865) και δεν υπάρχει σήμερα.
Η οικία Αμβροσίου Ράλλη, στην οδό Δραγατσανίου, στην δυτική πλευρά της πλατείας Κλαυθμώνος, κατεδαφισμένη από το 1938 (Πηγή: Αρχείο Ψηφιοποιημένων Εικόνων Ε.Ι.Ε.).
Παράλληλα αρχίζει πλέον η οικοδόμηση κτιρίων όπως:
- Τα Ανάκτορα, σε σχέδια, όπως είδαμε, του von Gaertner (1836-1843).
- Το Δημοτικό, Πολιτικό λεγόμενο, Νοσοκομείο (1836-1858), που στεγάζει σήμερα το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων.
- Το Πανεπιστήμιο, σε σχέδια του Christian Hansen (1839-1864)
- Η οικία Γενναδίου το 1845 στην οδό Ακαδημίας, όπου στεγάστηκε για λίγο η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή (1846-1856) και αργότερα διάφορα σχολεία, όπως η Ιόνιος Σχολή και το Οικονομικό Γυμνάσιο, και η οποία κατεδαφίστηκε το 1980, και
- Το Αρσάκειο στην αρχική του μορφή από τον Λύσσανδρο Καυταντζόγλου (1846-1852).
Τα Παλαιά Ανάκτορα των Αθηνών, σημερινή έδρα της Βουλής των Ελλήνων (Πηγή: Αρχείο Ψηφιοποιημένων Εικόνων Ε.Ι.Ε.).
Το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών (Πηγή: Αρχείο Ψηφιοποιημένων Εικόνων Ε.Ι.Ε.).
Τα κτίσματα αυτά χαρακτηρίζονται από αυστηρή σύνθεση, με βάση την ισορροπία, απλές γεωμετρικές φόρμες, συγκεκριμένα περιγράμματα, ομοιογένεια στα υλικά, αρχαιοπρεπές ύφος, με τριμερή διάταξη της όψης που τονίζεται από την αετωματική κατάληξη, χωρίς όμως υπερβολές στα διακοσμητικά στοιχεία.
Αυτή η Αθήνα δεν μας είναι ιδιαίτερα γνωστή, καθώς έχει επικαθίσει από πάνω της η μεταγενέστερη Αθήνα, του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα με τον λεγόμενο Εκλεκτικισμό, με δυο λόγια, η Αθήνα του Ziller. Η μεταγενέστερη αυτή αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται από μια ολοένα αυξανόμενη αναζήτηση μιας περίτεχνης διακόσμησης που γρήγορα γίνεται στερεότυπη και μαζική: ακροκέραμοι, ανθέμια, αγάλματα, πτηνά και γλάστρες, τα πουλούσαν έτοιμα στις μάντρες οικοδομικών υλικών. Η τάση εντυπωσιασμού οδηγεί στην ασύμμετρη διάταξη των όγκων, όπως λόγου χάριν στην περίπτωση του Μεγάρου Σταθάτου.
Το μέγαρο του Αρσακείου Παρθεναγωγείου (1846-1852), στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Πεσμαζόγλου (φωτογραφία του Κωστή Καλλιβρετάκη).
Το μέγαρο του Αρσακείου Παρθεναγωγείου (1846-1852), στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Πεσμαζόγλου (σχέδιο από το Αρχείο Ψηφιοποιημένων Εικόνων Ε.Ι.Ε.).
Όλο αυτό το Νεομπαρόκ ύφος, δεν γνωρίζω κατά πόσον είναι Νεοκλασικισμός ή όχι, θα έλεγα δε ότι μικρή σημασία έχει αυτό στη δική μου προσέγγιση. Συμφωνώ απολύτως στο σημείο αυτό με την παρατήρηση του Ηλία Μυκονιάτη, ότι «τα χρονολογικά όρια, όταν ο λόγος είναι για αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, είναι συχνά ρευστά και, όπου δίνονται με φανερή προσπάθεια για ακρίβεια, έχουν συνήθως μικρή αξία από άποψη ιστορική. Στην αρχιτεκτονική κάθε δεκαετία έχει τα δικά της ιδανικά θέματα και τις δικές της προσμίξεις συρμών», θα πρόσθετα δε, για να γίνει το πράγμα ακόμη πιο πολύπλοκο, ότι συχνά προγενέστεροι ρυθμοί επιβιώνουν και ατόφιοι επί μακρόν, παράλληλα με νέους που κάνουν την εμφάνιση τους.
Το Μέγαρο Μελά, έργο του Ernst Ziller (1874), στη γωνία της οδού Αιόλου, με την πλατεία Δημαρχείου (φωτογραφία του συγγραφέα).
Το Μέγαρο Μελά, έργο του Ernst Ziller (1874), στη γωνία της οδού Αιόλου, με την πλατεία Δημαρχείου (σχέδιο από το Αρχείο Ψηφιοποιημένων Εικόνων Ε.Ι.Ε.).
Το Μέγαρο Schliemann (Ιλίου Μέλαθρον), έργο του Ernst Ziller (1878-1880), στην οδό Πανεπιστημίου (σχέδιο από το Αρχείο Ψηφιοποιημένων Εικόνων Ε.Ι.Ε.)
Το Μέγαρο Schliemann (Ιλίου Μέλαθρον), έργο του Ernst Ziller (1878-1880), στην οδό Πανεπιστημίου (φωτογραφία του Κωστή Καλλιβρετάκη).
Το Μέγαρο Σταθάτου έργο του Ernst Ziller (1895), στη γωνία των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Ηροδότου, (σχέδιο από το Αρχείο Ψηφιοποιημένων Εικόνων Ε.Ι.Ε.)
Το Μέγαρο Σταθάτου έργο του Ernst Ziller (1895), στη γωνία των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Ηροδότου, (φωτογραφία του Κωστή Καλλιβρετάκη).
Αυτό που ενδιαφέρει τη δική μας ιστορική προσέγγιση είναι να συστηματοποιηθεί η έρευνα των υλικών καταλοίπων της Αθήνας. Σε μια τέτοια προσέγγιση, η μελέτη του αρχιτεκτονικού ύφους ξεφεύγει από τη συζήτηση περί αισθητικής και μετατρέπεται σε εργαλείο για την κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης του οικιστικού ιστού, της κοινωνικής διάρθρωσης και των λειτουργιών της Πόλης. Απαραίτητη προϋπόθεση για ένα παρόμοιο εγχείρημα είναι να ξεφύγουμε από τη μελέτη των λίγων επωνύμων κτισμάτων, που μας παγιδεύει στην αντίληψη ότι ελάχιστα τεκμήρια έχουν διασωθεί.
Το εν τρίτον τουλάχιστον των κτιρίων της οδού Αιόλου σήμερα, είναι ακόμη κτίρια του περασμένου αιώνα, κρυμμένα συχνά πίσω από τις μεταλλικές υπερκατασκευές και τις βιτρίνες των καταστημάτων. Το ίδιο ισχύει και για την οδό Μητροπόλεως, την οδό Ερμού, και δεκάδες άλλους δρόμους του ιστορικού κέντρου και όχι μόνο αυτού. Σε δρόμους που τους θεωρούμε τελείως αλλοιωμένους, όπως η Πατησίων, η Αχαρνών ή η Γ’ Σεπτεμβρίου, και σε περιοχές όπως η Πλατεία Βάθη και ο Άγιος Παύλος, υπάρχουν πολλά και σημαντικά κτίρια του 19ου αιώνα. Η μάντρα του σημερινού Ασύλου Ανιάτων στην Κυψέλη, κρύβει την Έπαυλη του Ναυάρχου Malkolm του 1832, για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως.
Προετοιμάζοντας με τους συναδέλφους τα κείμενα της παρούσας έκδοσης, οδηγηθήκαμε σε μια διαπίστωση που ίσως φαντάζει οξύμωρη: τελικά, η Αθήνα του Περικλή μας είναι περισσότερο γνωστή απ’ όσο η Αθήνα του Κωλέττη και του Τρικούπη. Αυτό που εκκρεμεί λοιπόν είναι να κεντριστεί το ενδιαφέρον και να συστηματοποιηθεί η έρευνα για την πόλη μας. Γνωρίζοντάς την καλύτερα, ίσως την αγαπήσουμε περισσότερο, και τότε ίσως την κακομεταχειριζόμαστε λιγότερο.
Υπομνήματα
1. Π. Λουκάκης, «Αθήνα 1830-1940: Ιστορικές φάσεις παγίωσης του υπερσυγκεντρωτισμού της», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας Νεοελληνική Πόλη: Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό κράτος (1984), τ. Ιος, Αθήνα 1985, σ. 86• Σ. Β. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τόμος 1ος, Αθήνα 1966, σ. 126.[επιστροφή]
2. Π. Σκουζές, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1948 (επανέκδοση 1975, σ. 110-111)· Π. Κοδρικάς, Εφημερίδες, Αθήνα 1963, σ. 9.[επιστροφή]
3. J. C. Hobhouse, AjourneythroughAlbaniaandotherprovincesofTurkeyinEuropeandAsia, toConstantinople, duringtheyears 1809 and 1810, Λονδίνο 1813, τ. I, σ. 286.[επιστροφή]
4. Δ. Ν. Καρύδης, «Αθήνα-Αττική στον πρώτο αιώνα Οθωμανικής κατοχής: η σχέση πόλης-υπαίθρου», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας Νεοελληνική Πόλη: Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό κράτος (1984), τ. 1ος, Αθήνα 1985, σ. 50-53• General Marmont, «Renseignements sur diverses parties de l’Empire Ottoman», στο D. Anoyatis-Pele, Les communications terrestres dans la peninsule hellénique au XVIIIe siècle (διδ. διατριβή), Παρίσι 1984, τ. 2ος, σ. 372-380.[επιστροφή]
5. Δ. Γ. Καμπούρογλου, «Αι παλαιαί απαλλοτριώσεις χάριν ανασκαφής των αρχαίων Αθηνών», Αρχαιολογικόν Δελτίον 12/1929, Παράρτημα, σ. 1-28.[επιστροφή]
6. General Marmont, ό.π., σ. 370.[επιστροφή]
7. Κ. Κωνσταντινίδης, «Απογραφή των Αθηνών κατά το 1824», Νέα Εστία 13/1939, σ. 899.[επιστροφή]
8. N. Svoronos, Le commerce de Salonique au XVIIIe siècle, Παρίσι 1956, σ. 7-11• Κ. Μοσκώφ, Θεσσαλονίκη 1700-1912: τομή της μεταπρατικής πόλης, Αθήνα 1974, σ. 71-72• F.C.H.L. Pouqueville, Voyage dans la Grèce, τ. III, Παρίσι 1820-1821, σ. 51• General Marmont, ό.π., σ. 370.[επιστροφή]
9. L. Ross, Emneirungen und Mittheilungen aus Griechenland, Βερολίνο 1863 (ελληνική μετάφραση: Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα 1832-1833, Αθήνα 1976, σ. 281)• Α. Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια: Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Αθήνα 1993, σ. 74.[επιστροφή]
10. J. L. Lacour, Excursions en Grèce dans les années 1832 et 1833, Παρίσι 1834, σ. 170.[επιστροφή]
11. G. L.von Maurer, Das Griechische Volk, Χαϊδελβέργη 1835 (ελληνική μετάφραση: Ο Ελληνικός Λαός, Αθήνα 1976, σ. 410-411)[επιστροφή]
12. Όπως παρατίθεται από τον Α. Πολίτη, ό.π., σ. 74.[επιστροφή]
13. Π. Σκουζές, ό.π., σ. 68-69, 121-122• Κ. Μπίρης, Τα πρώτα σχέδια των Αθηνών, Αθήνα 1933, σ. 4-5• Ι. Τραυλός, Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών, Αθήνα 1960 (β' έκδοση 1993, σσ. 195-242).[επιστροφή]
14. Κ. Μπίρης, Τα πρώτα σχέδια…, ό.π., pasim• Κ. Μπίρης, Αθηναϊκαί μελέται, τεύχος 1, Αθήνα 1938, σ. 10-30.[επιστροφή]
15. Γ. Τσιώμης, «Αθήνα, ευρωπαϊκή υπόθεση», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας Νεοελληνική Πόλη: Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό κράτος (1984), τ. 1ος, Αθήνα 1985, σ. 97-101.[επιστροφή]
16. G. L.von Maurer, ό.π., σ. 478-481• Κ. Μπίρης, Τα πρώτα σχέδια…, ό.π., σ. 13-15.[επιστροφή]
17. Κ. Μπίρης, Τα πρώτα σχέδια…, ό.π., σ. 16-21.[επιστροφή]
18. Ό.π., σ. 22-32.[επιστροφή]
19. Κ. Μπίρης, Τα πρώτα σχέδια…, ό.π., σ. 30-32• Κ. Μπίρης, Αθηναϊκαί μελέται, ό.π., σ. 3-4• Α. Πολίτης, ό.π., σ. 82-84.[επιστροφή]
20. H. C. Andersen, En Digters Bazar, Κοπεγχάγη 1843 (ελληνική μετάφραση: Οδοιπορικό στην Ελλάδα, Αθήνα χ.χ., σ. 40).[επιστροφή]
21. Ό.π., σ. 89.[επιστροφή]
22. Κ. Μπίρης, Τα πρώτα σχέδια…, ό.π., σ. 10, 15.[επιστροφή]
23. Ό.π., σ. 21.[επιστροφή]
24. Α. Πολίτης, ό.π., σ. 80.[επιστροφή]
25. Κ. Μπίρης, Τοπωνυμικά των Αθηνών, Αθήνα 1945, passim.[επιστροφή]
26. Πρβλ και το συλλογικό τόμο Χριστίνα Αγριαντώνη και Μαρία Χριστίνα Χατζηϊωάννου (επιμ.), Το Μεταξουργείο της Αθήνας, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1995.[επιστροφή]
|