Ιερό του Αμφιαράου («Αμφιαράειον», β΄ ήμισυ 5ου αι. π.Χ.)
Ήταν το κύριο ιερό του Ωρωπού, μικρής πόλης-κράτους βορείως του Ραμνούντος, ανάμεσα στην Θήβα και στην Αθήνα, η οποία από το 490 έως τον 1ο αι. π.Χ. άλλαξε χέρια (μεταξύ Αθηναίων και Θηβαίων) δώδεκα φορές. Βρισκόταν στην ενδοχώρα της περιοχής, αρκετά έξω από τα όρια της πόλης, και αφιερώθηκε στον Αμφιάραο, θεότητα ιαματικού χαρακτήρα που αρχικά λατρευόταν ως ήρωας (ένας από τους Επτά επί Θήβας).
Το τέμενος απλωνόταν σε ένα δασωμένο φαράγγι, κατά μήκος των όχθεων ενός χειμάρρου πλησίον μίας ιερής πηγής. Τα πρωιμότερα ίχνη χρήσης του, που συνίστανται σε δύο βωμούς και σε έναν θεατρικά διαμορφωμένο χώρο για καθήμενους που εστιάζει στους βωμούς μπροστά του, ανάγονται στο β΄ ήμισυ του 5ου αι. π.Χ. Περί τα τέλη του αιώνα οι δύο βωμοί ενσωματώθηκαν σε έναν μεγαλύτερων διαστάσεων ενιαίο βωμό που χωριζόταν σε διακριτά τμήματα, καθένα εκ των οποίων προοριζόταν για την απόδοση θυσιών-προσφορών σε μία διαφορετική θεότητα. Μία από τις λίθινες πλάκες, που βρέθηκε στον βωμό και μαζί με άλλες χρησίμευαν ως ταμπέλες-πινακίδες που πληροφορούσαν τον επισκέπτη ποιό τμήμα αφορούσε ποιά θεότητα*, φέρει ενεπίγραφα τα ονόματα του Αμφιαράου και του Αμφιλόχου, πιστοποιώντας την ταυτότητα του ιερού. Σύγχρονα του βωμού οικοδομήματα θεωρούνται ένας πολύ μικρός ναός του Αμφιαράου και το «(εγ)κοιμητήριον», που λειτουργούσε ως χώρος διαμονής των ικετών έως την ίασή τους.
Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. το ιερό εμπλουτίσθηκε με την ανέγερση του μεγάλου δωρικού πρόστυλου ναού του Αμφιαράου, που αντικατέστησε το αρχαιότερο ναϊκό κτίσμα, καθώς και με την προσθήκη μιας επιμήκους στοάς δωρικού ρυθμού, εξοπλισμένης με θρανία-πάγκους για την φιλοξενία των επισκεπτών, και ανδρικών και γυναικείων λουτρών. Λίγο αργότερα κατασκευάσθηκαν μία κρήνη και κατά πλάτος του φαραγγιού ένα μνημειακό υδραυλικό ρολόι, όμοιο με αυτό της αθηναϊκής Αγοράς και πιθανώτατα δημιούργημα του ίδιου τεχνίτη. Επιγραφή του 333 π.Χ. καταγράφει την στεφάνωση ενός Πυθέος, υιού του Σωσιδήμου, από τον δήμο της Αλωπεκής, ως επιβράβευση για την μέριμνά του με σκοπό την επισκευή μιας κρήνης και τις φροντίδες του για το σύστημα ύδρευσης του ιερού.
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, οπότε ο Ωρωπός διατήρησε επί μακρόν την ανεξαρτησία του, πληθώρα αγαλμάτων γέμισαν τον χώρο του παλαιού «(εγ)κοιμητηρίου» προς τιμήν διαφόρων ευεργετών της πόλης. Τον 2ο αι. π.Χ. χτίστηκε στα βόρεια της στοάς μικρό θέατρο, του οποίου η σκηνή σώζεται σήμερα σε καλή κατάσταση.
Η λατρεία του Αμφιαράου υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής. Οι εορτές που τελούνταν προς τιμήν του περιλάμβαναν μουσικούς αγώνες, οι οποίοι λάμβαναν χώρα στο θέατρο, και αθλητικές συναντήσεις, για την διαξαγωγή των οποίων εξυπηρετούσαν το στάδιο μπροστά από την στοά και ένας ιππόδρομος στην υπερκείμενη κοιλάδα.
Οι Ρωμαίοι επέδειξαν αξιοπρόσεχτο ενδιαφέρον για την λατρεία του Αμφιαράου. Μάλιστα, πολλές από τις βάσεις των παλαιότερων ανδριάντων έλαβαν από τους Ωρωπίους νέες επιγραφές, που εξήραν το έργο εξεχόντων Ρωμαίων ευεργετών, ενώ πιθανόν είναι να αντικαταστάθηκαν και τα κεφάλια μερικών από τα αγάλματα. Το ιερό εγκαταλείφθηκε στην υστερορρωμαϊκή περίοδο (τέλη 3ου αι. μ.Χ. και εξής).
* Σύμφωνα με την μαρτυρία του Παυσανίου, ο βωμός διαιρείτο σε πέντε μέρη: στο πρώτο δέχονταν τιμές από τους πιστούς ο Ζεύς, ο Απόλλων Παιάν και ο Ηρακλής· στο δεύτερο ήρωες μαζί με τις συζύγους τους· στο τρίτο ο Ερμής, η Εστία, ο Αμφιάραος και τα παιδιά του Αρχιλόχου· στο τέταρτο η Αθηνά Θεραπεύτρια, η Αφροδίτη, η Υγιεία, η Πανάκεια, και ο Ιάσων· και στο πέμπτο ο Πάν, οι Νύμφες και οι ποταμοί Κηφισός και Αχελώος.
Ωρωπός. Σχέδιο του ιερού του Αμφιαράου («Αμφιαράειον») με τον ναό, τους βωμούς, την στοά και το θέατρο.
|