Η τοπογραφία της Αθήνας στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή
Νίκος Μοσχονάς
Ιστορικός, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, ΕΙΕ
Το έτος 267 μ.Χ. οι Έρουλοι – ένας βαρβαρικός λαός με σκανδιναβική προέλευση εγκαταστημένος τον 3ο αιώνα στα βόρεια παράλια του Ευξείνου – σε συνεργασία με τους Γότθους επέδραμαν στα νησιά του Αιγαίου και στην ηπειρωτική Ελλάδα, εισέβαλαν στην Αττική, κατέλαβαν την Αθήνα, τη λεηλάτησαν και την πυρπόλησαν (πηγή , μετάφραση). Οι συνέπειες της επιδρομής των Ερούλων στην Αθήνα ήταν τρομακτικές. Η περίλαμπρη πόλη καταστράφηκε ολοκληρωτικά με μόνη εξαίρεση την Ακρόπολη, που διέφυγε τότε την καταστροφή. Ένα στρώμα στάχτης κάλυψε όλη την έκταση της πόλης, απ' όπου ξεπρόβαλλαν τα καπνισμένα ερείπια των έξοχων οικοδομημάτων και των άλλων μνημείων της.
Είχε, βέβαια, προηγηθεί η μεγάλη καταστροφή της Αθήνας από τα στρατεύματα του Ρωμαίου στρατηγού Σύλλα, όταν κατέλαβαν την πόλη το 86 π.Χ. (πηγές: 1 , 2 , 3 , 4 , μεταφράσεις: 1, 2, 3, 4). Αλλά αμέσως μετά την καταστροφή εκείνη η Αθήνα άρχισε να ανασυγκροτείται και στους επόμενους αιώνες κοσμήθηκε με νέα λαμπρά οικοδομήματα χάρη στη γενναιόδωρη χορηγία Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ξένων βασιλέων (όπως ο βασιλιάς της Καππαδοκίας Αριοβάρζανος) και επιφανών φιλαθηναίων. Κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα η Αθήνα όχι μόνο είχε ανακτήσει την αρχαία της λαμπρότητα, αλλά είχε οδηγηθεί σε νέα άνθηση με την ευεργετική επέμβαση του Ηρώδη του Αττικού και του αυτοκράτορα Αδριανού. Όπως επιγραμματικά σχολιάζει ο Παυσανίας (Ι, 20, 7) Αθήναι μεν όντως υπό του πολέμου κακωθείσαι, τον Ρωμαίων αύθις Αδριανού βασιλεύοντος ήνθησαν (μετάφραση). Τότε οικοδομήθηκε (πηγή , μετάφραση) ο ναός του Ολυμπίου Διός, το Πάνθεον, το Αδριάνειο Γυμνάσιο και η Βιβλιοθήκη, καθώς και ολόκληρη η αδριάνεια πόλη κοντά στον Ιλισό, παράλληλα με πλείστα σημαντικότατα έργα κοινής ωφέλειας, όπως υδραγωγεία, δρόμοι, γέφυρες, υπόνομοι. Αντίθετα, μετά την επιδρομή των Ερούλων η ανασυγκρότηση της Αθήνας ακολούθησε βραδύτατους ρυθμούς, χωρίς να αποκατασταθεί ολότελα η αλλοτινή φυσιογνωμία της πόλης.
Τοπογραφικό σχέδιο της Αθήνας στην περίοδο από την καταστροφή της πόλης από του Ερούλους το 267 μ.Χ. μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄(408 μ.Χ.)Ι. Τραυλού, Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών, 2η έκδοση, Αθήνα 1993, πίν. VI
Όπως είναι γνωστό, η αρχαία πόλη της Αθήνας είχε αναπτυχθεί γύρω από την Ακρόπολη, αλλά κυρίως στην περιοχή που εκτείνεται βόρεια του λόφου. Αμέσως μετά τη μάχη των Πλαταιών, το 479 π.Χ., η πόλη περιτειχίστηκε με το Θεμιστόκλειο τείχος , που λείψανα του έχουν διασωθεί σε διάφορα σημεία της σημερινής Αθήνας. Από τον λόφο των Μουσών (τον γνωστό ως λόφο του Φιλοπάππου) το Θεμιστόκλειο τείχος κατερχόταν προς τα νοτιοδυτικά, όπου άρχιζαν τα «μακρά τείχη» (μετάφραση) που συνέδεαν την Αθήνα με τον Πειραιά, κατευθυνόταν βορειοανατολικά προς τον λόφο των Νυμφών, διερχόταν από τον Κεραμεικό, έστρεφε ανατολικά τέμνοντας τη σημερινή οδό Αθηνάς στη διασταύρωση με την οδό Σοφοκλέους, προχωρούσε προς την οδό Αιόλου, τρεπόταν νοτιοανατολικά και ακολουθώντας φορά παράλληλη προς την οδό Σταδίου διερχόταν από την Πλατεία Κλαυθμώνος, διέσχιζε την οδό Κολοκοτρώνη, διερχόταν από την οδό Βουλής, ακολουθούσε το νοτιότερο τμήμα της οδού Νίκης και έφθανε στο Ολυμπιείο, απ' όπου με τεθλασμένη γραμμή κατευθυνόταν προς τα δυτικά καταλήγοντας στον λόφο του Φιλοπάππου. Το Θεμιστόκλειο τείχος κατεδαφίστηκε από τον Λύσανδρο μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 403 π.Χ., αλλά ξαναχτίστηκε το 394 π.Χ. από τον Κόνωνα, ενώ κατά τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., χτίστηκε το διατείχισμα από τον λόφο των Μουσών ως τον λόφο των Νυμφών. Τα τείχη της Αθήνας καταστράφηκαν οριστικά από τον Σύλλα το 86 π.Χ. Κατά την εποχή του Αδριανού επισκευάστηκαν τα παλιά τείχη και περιτειχίστηκε η νέα αδριάνεια πόλη. Το νέο αυτό τείχος άρχιζε από το σημείο συμβολής των σημερινών οδών Βουλής και Κολοκοτρώνη, εκτεινόταν ανατολικά και κατά μήκος της οδού Βασιλίσσης Σοφίας μέχρι του ύψους της οδού Μέρλιν, τρεπόταν νοτιοανατολικά μέχρι το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο και από εκεί κατευθυνόταν νοτιοδυτικά προς το Ολυμπιείο, όπου ενωνόταν με το Θεμιστόκλειο τείχος. Η μακρόχρονη ειρηνική περίοδος που ακολούθησε είχε ως συνέπεια να παραμεληθούν τα τείχη της Αθήνας. Μόλις κατά τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, στα πλαίσια του ευρύτερου αμυντικού προγράμματος του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253-260 μ.Χ.), έγινε συστηματική ανοικοδόμηση και μερική επέκταση των αθηναϊκών τειχών (πηγή , μετάφραση).
Ωστόσο, την επομένη δεκαετία, τα τείχη αυτά αποδείχτηκαν ανεπαρκή για να προστατεύσουν αποτελεσματικά την πόλη από τη βαρβαρική απειλή. Η επιδρομή των Ερούλων το 267 μ.Χ. επέφερε στην Αθήνα δεινή και ανεπανόρθωτη καταστροφή και ερήμωση, ανατρέποντας τη δημογραφική και την πολεοδομική φυσιογνωμία της. Ο αστικός ιστός συρρικνώνεται και περιορίζεται στο κεντρικότερο τμήμα της πόλης, γύρω από τη Ρωμαϊκή Αγορά. Η περιοχή αυτή, που εκτείνεται βόρεια του λόφου της Ακρόπολης, περιτειχίστηκε στα τέλη του 3ου αιώνα, πιθανότατα κατά την εποχή του αυτοκράτορα Πρόβου (276-282 μ.Χ.) ή λίγο αργότερα. Το νέο αυτό τείχος ξεκινούσε από το βορειοδυτικό άκρο των τειχών της Ακρόπολης, κατευθυνόταν βόρεια κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της οδού των Παναθηναίων φθάνοντας στο νότιο άκρο της Στοάς του Αττάλου που ενσωματωνόταν σε αυτό, από το βόρειο άκρο της Στοάς κατευθυνόταν ανατολικά, συναντούσε τον νότιο τοίχο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού που επίσης ενσωματωνόταν στο τείχος, προχωρούσε ανατολικά και σε απόσταση 350 περίπου μέτρων (εκεί όπου στη νεότερη εποχή θα ανεγειρόταν το αρχοντικό των Μπενιζέλων) έστρεφε νότια και κατευθυνόταν προς τα τείχη της Ακρόπολης. Είναι φανερό ότι το τείχος αυτό ήταν προϊόν έντονης ανησυχίας και φόβου και κατασκευάστηκε με σπουδή κάτω από την επήρεια της νωπής ακόμη ανάμνησης της συμφοράς που είχε προξενήσει η επιδρομή των Ερούλων. Αποβλέποντας στην αποτροπή νέων δεινών, οι Αθηναίοι – όσοι είχαν απομείνει στη ρημαγμένη πόλη – οικοδόμησαν ένα οχυρό περίβολο χρησιμοποιώντας ως δομικό υλικό τους ίδιους τους δόμους των ερειπωμένων αρχαίων κτηρίων και εξοικονομώντας χρόνο και εργασία με την ενσωμάτωση στον περίβολο αυτό εκείνων των αρχαίων κτισμάτων που χάρη στη θέση, την κατασκευή και τον όγκο τους προσφέρονταν γι' αυτό.
Η Αθήνα ήταν τώρα πια ένας περιορισμένος σε έκταση, μικρός και ολιγάνθρωπος οικισμός, που αγωνιζόταν να επιβιώσει μέσα σ' ένα απέραντο και θλιβερό χώρο ερειπίων. Παρ' όλα αυτά, η ζωή επανήλθε σε κανονικούς ρυθμούς και κατά τον 4ο αιώνα η Αθήνα παρουσιάζει κάποιες (πηγή, μετάφραση) έχοντας καταστεί και πάλι σπουδαίο παιδευτικό κέντρο, όπου διδάσκουν ξακουστοί φιλόσοφοι, όπως ο Λιβάνιος, και όπου έρχονται να διδαχθούν νέοι απ' όλη την ελληνορωμαϊκή οικουμένη. Ανάμεσά τους και έξοχα πνεύματα του όψιμου αρχαίου κόσμου, όπως ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Μέγας Βασίλειος και ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιουλιανός, ο γνωστός ως Παραβάτης (πηγή , μετάφραση).
Βέβαια, η Αθήνα δεν ήταν τότε παρά ένα φτωχό απομεινάρι του λαμπρού παρελθόντος. Ο Συνέσιος ο Κυρηναίος, που είχε επισκεφθεί την Αθήνα στα τέλη του 4ου αιώνα έγραφε χαρακτηριστικά, ότι η πόλη δεν είχε τίποτα το σπουδαίο εκτός από τα ένδοξα τοπωνύμια: Ουδέν έχουσιν αι νυν Αθήναι σεμνόν, αλλ' ή τα κλεινά των χωρίων ονόματα. Μόνο τις άδειες φιλοσοφικές σχολές και τη γυμνή Ποικίλη Στοά μπορούσε κανείς να θαυμάσει στην Αθήνα, την πόλη που άλλοτε ήταν Εστία σοφών και τώρα «σεμνύνουσιν... οι μελιττουργοί» (Επιστ. 136 , μετάφραση).
Οπωσδήποτε κατά τον 4ο αιώνα η πόλη αρχίζει να επεκτείνεται και πάλι έξω από το εσωτερικό τείχος, γεγονός που οδήγησε στην επισκευή του εξωτερικού αρχαίου τείχους κατά το δεύτερο μισό του αιώνα. Στην ευρύτερη αυτή ζώνη της Αθήνας, όπου παρά τις αλλεπάλληλες δηώσεις και καταστροφές η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν είχε ολότελα εξαφανιστεί, παρατηρείται έντονη οικοδομική δραστηριότητα γύρω στα τέλη του 4ου και τις αρχές του 5ου αιώνα με την επισκευή παλαιών κτηρίων και την ανέγερση νέων. Στην περιοχή της αρχαίας Αγοράς, όπου το μόνο κτήριο που είχε διαφύγει την καταστροφή ήταν ο ναός του Ηφαίστου (το λεγόμενο «Θησείο»), επισκευάστηκαν η θόλος και το Μητρώον, ενώ στον νότιο κεντρικό χώρο της Αγοράς, όπου υπήρχε το Ωδείο του Αγρίππα, οικοδομήθηκε γύρω στο 400 μ.Χ. το Γυμνάσιον, πανεπιστημιακό συγκρότημα που περιλάμβανε αίθουσες διδασκαλίας, βιβλιοθήκη, παλαίστρα και λουτρά.
Κάτοψη Σχολής που ανασκάφτηκε στην Αρχαία Αγορά (400-410 μ.Χ.)Ι. Τραυλού, Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών, 2η έκδοση, Αθήνα 1993, σελ. 133
Τοπογραφικό σχέδιο της Αθήνας στην περίοδο από τη βασιλεία του Θεοδοσίου Β΄μέχρι τους χρόνους του Ιουστινιανού (408 – 565 μ.Χ.)Ι. Τραυλού, Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών, 2η έκδοση, Αθήνα 1993, πίν. VIΙ
Τμήμα της πρόσοψης της βιβλιοθήκης του Αδριανού, όπου η κιονοστοιχία με κίονες από φρυγικό μάρμαρο. Ο χώρος είχε χρησιμεύσει για την ανέγερση του ναού των Αγίων Ασωμάτων στα Σκαλιά, ονομασία που προσέλαβε απο τις βαθμίδες της εισόδου της Βιβλιοθήκης.
Τοπογραφικό σχέδιο της Αθήνας στην περίοδο από την εποχή του Ιουστινιανού μέχρι την κατάληψη της πόλης από τους Φράγκους (565 – 1205 μ.Χ.). Η πόλη εκτείνεται και πέρα από το υστερορωμαϊκό τείχος και το Ριζόκαστρο στα όρια που περικλείονται από τα αρχαία τείχη, όπου αναπτύσσονται βυζαντινές συνοικίες και όπου εμφανίζονται διάσπαρτοι οι βυζαντινοί ναοί. Ι. Τραυλού, Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών, 2η έκδοση, Αθήνα 1993, πίν. VIΙΙ
Πολλά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια οικοδομούνται νοτιότερα, κάτω από τον Άρειο Πάγο (πηγή , μετάφραση). Επίσης επισκευάζεται η Βιβλιοθήκη του Αδριανού (από τον Ερκούλιο, ύπαρχο του Ιλλυρικού μεταξύ των ετών 402-410) και ανατολικότερα ανεγείρεται το 401 από τον ύπαρχο Αέτιο ένα μεγάλο οικοδόμημα προς τιμή των αυτοκρατόρων Ονωρίου και Αρκαδίου. Άλλο Γυμνάσιο χτίζεται νότια του Ωδείου του Ηρώδη του Αττικού, ενώ παράλληλα επισκευάζονται πολλά από τα Γυμνάσια, τα ρωμαϊκά λουτρά και τα άλλα κτίσματα που υπήρχαν στην αδριάνεια πόλη.
Η επέκταση και η ανάπτυξη της Αθήνας έξω από το εσωτερικό υστερορρωμαϊκό τείχος συνεχίστηκε και κατά τους επόμενους αιώνες. Και αυτή ακριβώς η επέκταση της πόλης αιτιολογεί την κατά τους χρόνους του Ιουστινιανού ανοικοδόμηση του εξωτερικού τείχους παράλληλα με την επισκευή του εσωτερικού (πηγή , μετάφραση). Ο Ιουστινιανός, βέβαια, είχε καταφέρει καίριο πλήγμα στην πνευματική και την οικονομική ζωή της Αθήνας με την κατάργηση των φιλοσοφικών σχολών (529 μ.Χ.) (πηγή , μετάφραση). Εξάλλου, τότε αποσπάστηκαν από κτήρια της αθηναϊκής Αγοράς κάποιοι κίονες, που μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για να χρησιμοποιηθούν στην οικοδόμηση του ναού της Αγίας Σοφίας. Έτσι, η μέριμνα για την αποκατάσταση των οχυρώσεων της Αθήνας θεωρήθηκε ως ένα είδος αποζημίωσης για όσα είχαν γίνει σε βάρος της. Παρά την αποκατάσταση του εξωτερικού τείχους, το εσωτερικό υστερορρωμαϊκό δεν αχρηστεύθηκε ούτε εγκαταλείφθηκε. Χρήσιμο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, παρουσιάζει σαφή σημεία επισκευών κατά την ύστερη βυζαντινή εποχή και αργότερα κατά την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας. Λίγο μετά τα μέσα του 11ου αιώνα, παράλληλα με τις επισκευές του εσωτερικού τείχους, χτίστηκε το Ριζόκαστρο που περιέβαλε τον λόφο της Ακρόπολης. Έτσι, κατά το τέλος της βυζαντινής περιόδου η Αθήνα διέθετε ικανή άμυνα χάρη στο σύστημα των τριών οχυρωματικών περιβόλων της. Ένα νεότερο τείχος, που κατασκευάστηκε με εντολή του βοεβόδα Χατζή Αλή Χασεκή το 1778 και που περιέκλειε σημαντικά μικρότερη έκταση απ' ό,τι το αρχαίο τείχος, αντικατέστησε τα ερειπωμένα πλέον παλιά τείχη της Αθήνας.
Παρά τις αλλεπάλληλες επιδρομές και τις οδυνηρές καταστροφές που επέφεραν στην αθηναϊκή ύπαιθρο και την πόλη, η εγκατοίκηση και η δραστηριότητα στον ευρύτερο αστικό χώρο της Αθήνας εξακολουθεί με αυξομειώσεις και διακυμάνσεις σε όλη τη βυζαντινή περίοδο. Οι ανασκαφικές έρευνες αποκάλυψαν την ύπαρξη βυζαντινών οικιών, εργαστηρίων και άλλων κτισμάτων, καθώς και ολόκληρων συνοικιών στις περιοχές της αρχαίας Αγοράς, του Αγοραίου Κολωνού, μεταξύ του λόφου των Νυμφών και του Αρείου Πάγου, νότια του Ριζόκαστρου και βόρεια του Ολυμπιείου. Μεγάλες οικοδομές χτίστηκαν στα πρωτοχριστιανικά χρόνια και καταστράφηκαν κατά την επιδρομή των Ερούλων. Άλλα οικοδομικά σύνολα επιβιώνουν ως τα τέλη του 6ου αιώνα και εγκαταλείπονται μετά την επιδρομή των Σλάβων. Νεότερα οικοδομήματα και συνοικίες στην περιοχή της Αγοράς και στις γειτονικές περιοχές ανάγονται σε διάφορες εποχές από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα. Αλλά και νότια της Ρωμαϊκής Αγοράς, μέσα στον εσωτερικό περίβολο υπάρχουν λείψανα οικιών από τον 10ο έως τον 14ο αιώνα. Σε πολλές περιπτώσεις διακρίνονται ίχνη καταστροφών που ανάγονται στις αρχές του 13ου αιώνα (επιδρομή του Λέοντα του Σγουρού το 1203, φραγκική κατάληψη το 1204) ή αποδίδονται στα πολεμικά γεγονότα του 14ου και των αρχών του 15ου αιώνα.
Ο Χριστιανισμός, που εισάγεται στην Αθήνα ενωρίτατα με τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου (πηγή , μετάφραση), έμελλε να διαδραματίσει σπουδαιότατο ρόλο στη διαμόρφωση της αθηναϊκής τοπογραφίας των μετέπειτα αιώνων. Σύμφωνα με την παράδοση, ο πρώτος αθηναϊκός χριστιανικός ναός είχε χτιστεί τον 1ο μ.Χ. αιώνα στα βόρεια περίχωρα της πόλης και στον ναό αυτό οι χριστιανοί Αθηναίοι «ανεστήλωσαν» εικόνα της Θεοτόκου που είχε ζωγραφίσει ο ευαγγελιστής Λουκάς. Ο ναός αυτός ταυτίστηκε με την παλαιοχριστιανική βασιλική που είχε ανασκαφεί το 1859 από τον Κ. Πιττάκη στα Πατήσια, στη θέση όπου υπήρχε τον 19ο αιώνα μικρός ναός του Αγίου Λουκά, που αντικαταστάθηκε από τον σημερινό περικαλλή ομώνυμο ναό της οδού Πατησίων. Η ύπαρξη ενός χριστιανικού ναού σε απομακρυσμένη από την πόλη εξοχική τοποθεσία κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες είναι δικαιολογημένη. Ο ναός θα είχε οικοδομηθεί στο κτήμα κάποιου εύπορου χριστιανού Αθηναίου, που παρείχε την αναγκαία κάλυψη για λόγους ασφάλειας. Εκεί θα είχε πιθανότατα δημιουργηθεί και χριστιανικό κοιμητήριο, ίσως κατά τον τύπο μιας κατακόμβης. Έξω από τα τείχη της πόλης στη νότια πλευρά του Λυκαβηττού, στη θέση όπου είχε ταφεί ο επίσκοπος της Αθήνας Κλημάτιος είχε ανεγερθεί κατά τον 4ο αιώνα χριστιανική βασιλική, ενώ στην αριστερή όχθη του Ιλισού υπήρχε το «μαρτύριο» του Λεωνίδη, όπου επίσης ιδρύθηκε στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα μεγάλη χριστιανική βασιλική προς τιμή του μάρτυρα επισκόπου της Αθήνας.
Από τα μέσα του 5ου αιώνα, μετά τα διατάγματα του Θεοδοσίου του Β΄ κατά των Εθνικών (437 μ.Χ.), άρχισε η μετατροπή ειδωλολατρικών ναών σε χριστιανικούς, ενώ παράλληλα ανεγέρθηκαν νέοι χριστιανικοί ναοί (έχουν εντοπιστεί 22 συνολικά). Στην Ακρόπολη μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς ο Παρθενώνας (ως ναός της Παρθένου Μαρίας) και το Ερεχθείο , ενώ ανάμεσα σε αυτούς, στη θέση του ναού της Πολιάδος Αθηνάς, ιδρύθηκε ο ναός της Αγίας Τριάδας και στα Προπύλαια διασκευάστηκε σε χριστιανικό ναό (ίσως των Αρχαγγέλων) η νότια πτέρυγα του οικοδομήματος. Ως τόποι χριστιανικής λατρείας χρησίμευσαν και τα σπήλαια της Ακρόπολης: το σπήλαιο του Πάνος (Άγιος Αθανάσιος), η Κλεψύδρα (Άγιοι Απόστολοι στα Μάρμαρα) και το σπήλαιο στο χορηγικό μνημείο του Θρασύλλου (Παναγία η Σπηλιώτισσα). Στα μέσα του 5ου αιώνα ιδρύθηκε η βασιλική του Διονυσιακού θεάτρου και η βασιλική του Ασκληπιείου προς τιμή των Αγίων Αναργύρων, ενώ πάνω από το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού φέρεται ότι υπήρχε βασιλική του Αγίου Ανδρέα. Μέσα στην κεντρική περιοχή της Αθήνας, την οποία περιέκλειε το υστερορρωμαϊκό τείχος, μετασκευάζεται σε βασιλική το λεγόμενο Αγορανομείο και σε βαπτιστήριο το Ωρολόγιο του Κυρρήστου. Εξάλλου, μέσα στον χώρο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού χτίστηκε στις αρχές του 5ου αιώνα ο τετράκογχος ναός της Μεγάλης Παναγίας, που υπήρξε πιθανότατα ο καθεδρικός ναός της Αθήνας και που μετατράπηκε σε μικρότερη τρίκλιτη βασιλική στις αρχές του 6ου αιώνα. Πολλοί επίσης χριστιανικοί ναοί ιδρύθηκαν και στον ευρύτερο χώρο της Αθήνας. Στον λόφο του Αγοραίου Κολωνού ο ναός του Ηφαίστου διασκευάστηκε σε χριστιανικό ναό αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο. Κάτω από τον Άρειο Πάγο υπήρχε παλαιοχριστιανικός ναός αφιερωμένος πιθανότατα στη μνήμη του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη – όπως και ο γειτονικός μεταγενέστερος ναός (του 17ου αιώνα), που τα ερείπιά του διακρίνονται στην περιοχή – ενώ στο σπήλαιο του λόφου των Νυμφών ιδρύθηκε ο ναός της Αγίας Μαρίνας. Βόρεια της αρχαίας Αγοράς υπήρχε παλαιοχριστιανικός ναός κάτω από τον σημερινό ναό του Αγίου Φιλίππου, καθώς και στη θέση όπου άλλοτε υπήρχε ο ναός της Αγίας Θέκλας και ένας τρίτος ακόμη βορειότερα, στην οδό Ευριπίδου, στη θέση όπου υπάρχει ο μικρός ναός του Αγίου Ιωάννη στην Κολώνα. Ανατολικά της Ακρόπολης υπήρχαν πέντε παλαιοχριστιανικοί ναοί: στη θέση του μεταγενέστερου ναού της Αγίας Αικατερίνης, στη θέση του ναού της Σωτείρας του Λυκοδήμου, η βασιλική του Εθνικού Κήπου, η τρίκλιτη βασιλική στη βόρεια πλευρά του Ολυμπιείου (αφιερωμένη πιθανότατα στον Άγιο Νικόλαο) και ο ναός που υπήρχε νότια του Ολυμπιείου. Τέλος, ο ναός της Δήμητρας και της Κόρης, κοντά στη νότια όχθη του Ιλισού, μετατρέπεται σε ναό της Παναγίας με την επωνυμία Παναγία στην Πέτρα. Στις περιπτώσεις μετατροπής των αρχαίων ναών και ιερών σε χριστιανικούς ναούς παρατηρείται η τάση διατήρησης του παραδοσιακού λατρευτικού χαρακτήρα του χώρου με τη μεταλλαγή της ειδωλολατρικής αφιέρωσης σε αντίστοιχη χριστιανική: ο Παρθενώνας (ναός της Παρθένου Αθηνάς) γίνεται ναός της Παρθένου Μαρίας (πηγή, μετάφραση), στα Προπύλαια διαμορφώνεται ναός των φρουρών Αρχαγγέλων, στο Ασκληπιείο ανεγείρεται ναός των Αγίων Αναργύρων και η εκεί αρχαία ιερή κρήνη γίνεται αποδεκτή ως άγιασμα, ενώ γύρω από τον ναό της Δήμητρας και της Κόρης (που η λατρεία τους συνδέεται με το πρόβλημα του θανάτου) δημιουργείται χριστιανικό κοιμητήριο.
Κατά την ίδια εποχή υπήρχαν οκτώ χριστιανικά κοιμητήρια στην Αθήνα. Τα δύο βρίσκονταν μέσα στην πόλη, στη νότια πλευρά της Ακρόπολης, στον χώρο του ναού του Αγίου Ανδρέα και της βασιλικής του Διονυσιακού θεάτρου. Τα άλλα βρίσκονταν έξω από τα τείχη της πόλης: στον Κεραμεικό, στην περιοχή της παλιάς Βουλής, στη νότια πλευρά του Λυκαβηττού (μεταξύ Δεξαμενής, Σχιστής Πέτρας και βασιλικής του Κληματίου), στον Ιλισό, όπου υπήρχε ο ναός της Δήμητρας και της Κόρης (Παναγία στην Πέτρα), στην περιοχή του Κυνοσάργους και στη νότια πλευρά του λόφου του Φιλοπάππου.
Λίγο πριν από τα μέσα του 8ου αιώνα, η Αθήνα προάγεται εκκλησιαστικά από επισκοπή σε μητρόπολη (1 , 2 ), πράγμα που φανερώνει ότι την εποχή αυτή παρουσίαζε αξιόλογη ανάπτυξη. Τον 9ο αιώνα παρατηρείται νέα δραστηριότητα στον τομέα της ναοδομίας. Τότε ανεγέρθηκαν νέοι ναοί, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος του Μαγκούτη που χτίστηκε το 871 μ.Χ. στις βόρειες υπώρειες της Ακρόπολης (οδός Μνησικλέους) και η Παναγία Νεραντζιώτισσα στο Μαρούσι. Μεγάλος αριθμός ναών οικοδομήθηκε στην Αθήνα από τον 10ο (Μονή Πετράκη) έως τα τέλη του 12ου αιώνα, οπότε το σύνολο των αθηναϊκών εκκλησιών υπολογίζεται ότι έφτασε τις σαράντα. Από τους ναούς αυτούς σώζονται μέχρι σήμερα στην αρχική μορφή τους ή με μικρές μεταγενέστερες επεμβάσεις επτά ναοί του 11ου αιώνα – οι Άγιοι Απόστολοι του Σολάκη στην αρχαία Αγορά, οι Άγιοι Ασώματοι του Κεραμεικού, οι Άγιοι Θεόδωροι, η Καπνικαρέα, η Σωτήρα του Λυκοδήμου στην οδό Φιλελλήνων (σήμερα ρωσική εκκλησία), η Αγία Αικατερίνη, ο Άγιος Ιωάννης ο θεολόγος – και ένας του τέλους του 12ου αιώνα, η Παναγία η Γοργοεπήκοος (γνωστή ως «μικρή Μητρόπολη» ή Άγιος Ελευθέριος). Από τους υπόλοιπους, άλλοι έχουν παραμορφωθεί από τις μεταγενέστερες προσθήκες και επισκευές (όπως η Σωτήρα του Κωττάκη και ο Άγιος Νικόλαος του Ραγκαβά, όπου τελευταία έγιναν εργασίες αποκατάστασης) ή έχουν αντικατασταθεί με νεότερους ναούς που χτίστηκαν πάνω στους παλιούς διατηρώντας την παλιά επωνυμία (όπως η Αγία Ειρήνη, η Παναγία η Χρυσοσπηλιώτισσα, ο Άγιος Γεώργιος του Καρύκη, οι Άγιοι Ανάργυροι του Κολοκύνθη) ή, τέλος, διασώζονται μόνο κάποια ίχνη τους σε αρχαία οικοδομήματα. Την εποχή αυτή εισάγεται στην αθηναϊκή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική ο ρυθμός του δικιόνιου ή τετρακιόνιου εγγεγραμμένου σταυρικού τύπου με τρούλο, όπως είναι οι περισσότεροι ναοί που έχουν διασωθεί, με εξαίρεση τον ναό της Σωτήρας του Λυκοδήμου, οκταγωνικού ρυθμού, που αποτελεί επίσης αρχιτεκτονική καινοτομία της εποχής και τον τρίκογχο ναό των Αγίων Αποστόλων του Σολάκη.
Η περιοχή του Θησείου και του Ψυρρή με την εκκλησία των Αγ. Αναργύρων, κατοικίες και σκηνές της καθημερινής ζωής σχεδιασμένα από τον August Ferdinand Stademann και λιθογραφημένα για την έκδοση Panorama von Athen, Μόναχο 1841 (Aθήνα, Μουσείο Μπενάκη). O ναός των Αγίων Αναργύρων είναι του 11ου αι. και ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου αλλά με ιδιότυπο εξάπλευρο τρούλλο, που χωρίζεται σε δύο τμήματα με εξέχον γείσο.
Βυζαντινή Αθήνα, σελ. 57, εικ. 22
Οι περισσότεροι από τους νέους αυτούς ναούς χτίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας που εκτείνεται έξω από το υστερορρωμαϊκό τείχος, όπου την εποχή αυτή υπάρχει σημαντική οικοδομική δραστηριότητα , όπως αποδεικνύεται από το πλήθος των ανασκαφικών ευρημάτων που ανάγονται στην περίοδο από τον 9ο έως τον 12ο αιώνα. Στο βόρειο άκρο της Αγοράς, ανατολικά του Θησείου . Ο μικρός ναός είναι κομψό κτίσμα του δεύτερου μισού του 11ου αι. και ανήκει στον τετρακιόνιο αθηναϊκό τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλλο και νάρθηκα.
Βυζαντινή Αθήνα, σελ. 109, εικ. 17], είχε διαμορφωθεί από τον 10ο έως τον 12ο αιώνα ευρύτατη και πυκνοκατοικημένη συνοικία, που εγκαταλείπεται τον 13ο και δεν επαναδραστηριοποιείται έως τα τέλη του 18ου αιώνα. Αντίθετα, στην περιοχή που εκτείνεται βόρεια του Αγοραίου Κολωνού και συνεχίζεται πέρα από την τάφρο της γραμμής του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου διαπιστώνεται μεγαλύτερη διάρκεια εγκατοίκησης. Σε αυτή την περιοχή εντοπίστηκε ένα μεγάλο βυζαντινό οικοδόμημα του 12ου αιώνα που κόπηκε με τη διάνοιξη της σιδηροδρομικής γραμμής. Το κτήριο, που είχε 30 δωμάτια, πρέπει να εγκαταλείφθηκε τον 13ο ή τον 14ο αιώνα. Ως προς τη χρήση του, που παραμένει άγνωστη, διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις, θεωρήθηκε ως αρχοντική κατοικία, ως πολυκατοικία, ως εμπορικό κέντρο ή δημόσιο κτήριο ή, τέλος, ως ενδιαίτημα των μοναχών του γειτονικού Αγίου Γεωργίου του Κολωνού (Θησείου) και ως ξενώνας προσκυνητών. Ακόμη βορειότερα ανασκάφτηκε συνοικία με σχετικά μεγάλες ιδιωτικές κατοικίες, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια κατασκευής ή διακόσμηση. Τα κτίσματα φαίνεται ότι καταστράφηκαν από πυρκαγιά στα μέσα του 12ου αιώνα και πιθανότατα η αιτία της καταστροφής να ήταν η νορμανδική επιδρομή του 1147 μ.Χ. Στην ίδια περιοχή, που πρέπει να ήταν εργατική συνοικία, ανασκάφτηκε ένα βιοτεχνικό συγκρότημα, πιθανότατα υφαντουργείο. Η περιοχή σύντομα ανοικοδομήθηκε, αλλά στις αρχές του 13ου αιώνα μαρτυρείται νέα καταστροφή. Ακολούθησαν νεότερες οικοδομήσεις και καταστροφές τον 13ο και στις αρχές του 14ου αιώνα. Ως δομικό υλικό είχαν χρησιμοποιηθεί αργοί λίθοι και σε μικρότερη κλίμακα δόμοι από αρχαία κτίσματα. Οι τοίχοι ήταν επιχρισμένοι με ασβεστοκονίαμα και τα δάπεδα καλύπτονταν από πιεσμένο χώμα με κάποια σπάνια εξαίρεση, όπου διασώζονται ίχνη ψηφιδωτού και πλακόστρωσης κεραμικής ή λίθινης. Οι ίδιες σχεδόν οικοδομικές φάσεις διαπιστώνονται και στην περιοχή του Αγοραίου Κολωνού, όπου τα κτίσματα είχαν δομηθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή απλότητα από λίθους και πλίνθους, ενώ οι αρχαίοι δόμοι χρησιμοποιούνται στις γωνίες των κτηρίων. Και αυτών των κτισμάτων οι τοίχοι είχαν επιχριστεί με ασβεστοκονίαμα.
Φανταστική άποψη της Αθήνας από χειρόγραφο του 16ου αι. Χαρακτηριστική η τοποθέτηση γλαυκών στους πύργους των τειχών της πόλης.
Παρά τις επανειλημμένες καταστροφές και τις ανοικοδομήσεις, ο πολεοδομικός ιστός της Αθήνας δεν μεταβλήθηκε ουσιαστικά. Οι αστικοί δρόμοι σε όλη τη διάρκεια της μεσαιωνικής περιόδου ακολουθούν τον αρχαίο σχεδιασμό του οδικού δικτύου της πόλης και συμπίπτουν με τους αρχαίους δρόμους. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στη νεότερη περίοδο αλλά και στη σημερινή ακόμη εποχή στο παλιό τμήμα της πόλης και στη διάταξη ορισμένων από τις βασικές οδικές αρτηρίες της Αθήνας. Έξω από τα τείχη της πόλης, το αρχαίο δίκτυο των δρόμων που οδηγούσε στα περίχωρα της Αθήνας παραμένει αμετάβλητο. Άλλωστε, με μικρές αποκλίσεις, επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Στα μέσα του 12ου αιώνα, ο Άραβας γεωγράφος Εδρισή (Al-Idrisi) αναφέρεται στην Αθήνα και την περιγράφει ως «πολυάνθρωπη πόλη που περιβάλλεται από κήπους και καλλιεργημένα χωράφια» (πηγή ). Αλλά και ο πατριάρχης Λουκάς Χρυσοβέργης λίγα χρόνια αργότερα, το 1166, δεν διστάζει να προσδώσει στην Αττική τον ευφημισμό «πανευδαίμων χώρα». Ο ίδιος ο Μιχαήλ ο Χωνιάτης, ο λόγιος μητροπολίτης της Αθήνας, που με κάθε ευκαιρία εκφράζει την απογοήτευση που αισθάνεται για την κατάντια της Αθήνας, εκστασιάζεται από το φυσικό περιβάλλον και βεβαιώνει έμμεσα ότι άλλοτε η Αττική ήταν χώρα πολυπληθής . Παρά το αμμώδες και φτωχό κατά τη μαρτυρία του Χωνιάτη έδαφος της Αττικής, υπήρχαν ελαιώνες και αμπελώνες, καθώς και χωράφια δοσμένα στην καλλιέργεια του σταριού. Το αττικό τοπίο συμπληρώνεται με τις πευκόφυτες εκτάσεις, που κάλυπταν τους λόφους του λεκανοπεδίου και έφταναν στις πλαγιές των γειτονικών βουνών.
Κατά το τελευταίο τέταρτο του 12ου αιώνα, λίγα χρόνια πριν από τον ερχομό του μητροπολίτη Μιχαήλ του Χωνιάτη, η Αθήνα έπαθε μεγάλη καταστροφή από την επιδρομή των Σαρακηνών, που κατέλαβαν την πόλη και απείλησαν το Ριζόκαστρο και την Ακρόπολη. Την άθλια εικόνα της κατεστραμμένης πόλης αντίκρισε ο Χωνιάτης, όταν εόρτασε στην Αθήνα το 1182. Γεμάτος από το όραμα του αθηναϊκού μεγαλείου της κλασικής εποχής, ο λόγιος ιεράρχης αντικρίζει ένα απογοητευτικό θέαμα . Ερειπωμένα ή ολότελα γκρεμισμένα τείχη, σπίτια να έχουν ανασκαφεί και να έχουν μετατραπεί σε χωράφια , ανθρώπους σε απόγνωση από τον λοιμό και την πείνα που μάστιζε την πόλη. Ο ίδιος θρηνεί για την κατάσταση της Αθήνας και την περιγράφει με ζοφερά χρώματα στις επιστολές και στους λόγους του προσπαθώντας να κινήσει το ενδιαφέρον των ισχυρών για την ανακούφιση του ποιμνίου του. Αλλά στη διάρκεια της ιεραρχίας του ο Χωνιάτης θα έβλεπε να ολοκληρώνεται η φοβερή αυτή καταστροφή με την εισβολή στην Αττική, το 1203, του Λέοντα του Σγουρού, δυνάστη του Ναυπλίου. Ο δραστήριος μητροπολίτης της Αθήνας υπερασπίστηκε τότε με σθένος την πόλη και το ποίμνιό του αντιτάσσοντας αποτελεσματική άμυνα στον επιδρομέα. Ωστόσο, τα αποθέματα δυνάμεων φαίνεται ότι είχαν εξαντληθεί . Οι Αθηναίοι, εξουθενωμένοι από τις λεηλασίες και τις καταστροφές, δεν ήταν πλέον σε θέση να προβάλουν άλλη αντίσταση ούτε η κατάσταση της πόλης το επέτρεπε. Η Αθήνα έγινε, λοιπόν, εύκολη λεία για τους Φράγκους που έφτασαν το 1204 και διεκδίκησαν την κατοχή της. Ο Χωνιάτης, βλέποντας τώρα πως ήταν ανώφελο να προβάλει αντίσταση στους σιδερόφρακτους ιππότες, παρέδωσε την Αθήνα στον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό. Με απληστία οι νέοι κυρίαρχοι της ένδοξης πόλης επιδόθηκαν στη λεηλασία και τη διαρπαγή των εκκλησιαστικών θησαυρών, των κειμηλίων και των άλλων πολύτιμων αντικειμένων που υπήρχαν εκεί. Ο Παρθενώνας, ο περίλαμπρος ναός της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, λαφυραγωγήθηκε, ενώ η σπουδαία βιβλιοθήκη του Χωνιάτη λεηλατήθηκε και τα χειρόγραφά της διασκορπίστηκαν. Ο ίδιος ο Χωνιάτης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και, αφού περιπλανήθηκε για κάποιο διάστημα στη Θεσσαλονίκη και στην Εύβοια, εγκαταστάθηκε τελικά στην Κέα. Ο Βονιφάτιος παραχώρησε την Αθήνα και την Αττική ως φέουδο στον Βουργουνδό ευπατρίδη Όθωνα de la Roche, που προσαγορεύτηκε «Κύριος των Αθηνών» (Dominus Athenarum, Sire d' Athènes) και από τους Έλληνες «Μέγας Κυρ» ή «Μέγας Κύρης».
Γενική άποψη της Αθήνας με θέα προς τη θάλασσα. Σχεδιαστής ο Wolfensberger και χάρακτης ο Brandard (19ος αι.).
Βενετία, Biblioteca del Civico Museo Correr M 38144
Μετά την παράδοση της πόλης και την αποχώρηση του Χωνιάτη, η Αθήνα εγκαταλείπεται στην κυριαρχία των Λατίνων στερημένη από κάθε δυνατότητα πολιτικής ή εκκλησιαστικής προστασίας από ελληνικής πλευράς. Στη διάρκεια των δυόμισι αιώνων της λατινικής κυριαρχίας η Αθήνα παραμένει μια μικρή πόλη . Επιχρωματισμένη η περιοχή της πόλης μέσα στα όρια του υστερορωμαϊκού τείχους και του Ριζόκαστρου.] που περιορίζεται μέσα στο υστερορρωμαϊκό τείχος και το Ριζόκαστρο. Το εξωτερικό τείχος εγκαταλείπεται οριστικά και στην έκταση που περικλείει παραμένουν μόνο τα λαμπρά ερείπια των αρχαίων μνημείων συντροφιασμένα από τους κομψούς βυζαντινούς ναούς των προηγούμενων αιώνων ανάμεσα σε πλήθος από χαλάσματα κατοικιών, όπου λίγες δεκαετίες νωρίτερα υπήρχε η ζωντανή ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα.
Τον 13ο αιώνα ελάχιστες επεμβάσεις γίνονται στον αθηναϊκό αστικό χώρο. Στην Ακρόπολη οι Βουργουνδοί κυρίαρχοι γύρω στα μέσα του αιώνα σφραγίζουν την κύρια πύλη – τη γνωστή ως πύλη Beulé – και χρησιμοποιούν τη δεύτερη μικρότερη πύλη που βρίσκεται κάτω από τον πύργο του ναού της Απτέρου Νίκης, απ' όπου γινόταν η άνοδος στην Ακρόπολη από τα προϊστορικά χρόνια. Για την προστασία της πύλης αυτής χτίστηκε ένα προτείχισμα, που τμήμα του διατηρείται μέχρι σήμερα. Την ίδια περίπου εποχή κατασκευάστηκε το οχυρωματικό τείχος της πηγής της Κλεψύδρας, ανοίχτηκε δίοδος στον βόρειο αναλημματικό τοίχο των Προπυλαίων και κατασκευάστηκε η κλίμακα που εξασφάλιζε την επικοινωνία του χώρου των Προπυλαίων με την πηγή της Κλεψύδρας. Εξάλλου, για την ενίσχυση της οχύρωσης της Ακρόπολης, οικοδομήθηκε στη νότια πτέρυγα των Προπυλαίων ο Φραγκικός πύργος που κατεδαφίστηκε το 1875. Από τον πύργο αυτό ήταν δυνατή η κατόπτευση όλου του αθηναϊκού λεκανοπεδίου και η επιτήρηση των τειχών της Ακρόπολης σε συνδυασμό με τον άλλο πύργο που κατασκευάστηκε επίσης τότε στην ανατολική πλευρά, τον γνωστό ως Belvedere. Κατά την οικοδόμηση του Φραγκικού πύργου καταστράφηκε ο παλαιοχριστιανικός ναός που υπήρχε στη νότια πτέρυγα των Προπυλαίων , αλλά δημιουργήθηκε άλλος στον άξονα του συγκροτήματος.
Οι Καταλανοί, που έγιναν κύριοι της Αθήνας μετά τη μάχη του βοιωτικού Κηφισού το 1311, μετέτρεψαν τα Προπύλαια σε Διοικητήριο (Palau del Castell de Cetines) και προσοικοδόμησαν το παρεκκλήσι του Αγίου Βαρθολομαίου (La Capella de Sant Berthomeu). Στην Ακρόπολη είχε εγκατασταθεί η διοίκηση και η φρουρά αλλά και ορισμένες εξέχουσες προσωπικότητες, ενώ σε κτήριο που είχε ανεγερθεί ανάμεσα στον Παρθενώνα και το Ερεχθείο διέμενε ο Λατίνος επίσκοπος της Αθήνας με το σώμα των δώδεκα εφημερίων του καθεδρικού ναού.
Περισσότερη οικοδομική δραστηριότητα επέδειξαν οι Φλωρεντινοί δούκες της Αθήνας. Στον Νέριο τον Α’ τον Acciaiuoli (1387-1395) αποδίδεται η επισκευή των τειχών, η κατασκευή δρόμων και η μετασκευή των Προπυλαίων σε δουκικό μέγαρο.
Τα Προπύλαια της Ακρόπολης διασκευασμένα σε ανάκτορο των Ατσαγιουόλι, των Φλωρεντινών δουκών της Αθήνας (σχέδιο Τ. Τανούλα).Αθήναι. Από την κλασική εποχή έως σήμερα, σελ. 217
Οι εργασίες που συντελέστηκαν τότε στα Προπύλαια ανέδειξαν το κτηριακό αυτό συγκρότημα σε ισχυρότατο ανεξάρτητο οχυρό. Ο Νέριος ο Α’ ενδιαφέρθηκε επίσης για την ανακαίνιση του Παρθενώνα, τον ναό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, που μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Φράγκους είχε μετατραπεί σε ναό δυτικού δόγματος (Santa Maria di Setines). Τότε ενδέχεται να ανοικοδομήθηκε ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Μαγκούτη, που επίσης διαμορφώθηκε ως ναός δυτικός.
Εξάλλου, η αποκατάσταση της ορθόδοξης Εκκλησίας και η ανασύσταση του μητροπολιτικού θρόνου από τον Νέριο τον Α’ είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη της οικοδομικής δραστηριότητας σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα. Οι περισσότεροι αθηναϊκοί ναοί επισκευάζονται αυτή την εποχή και παράλληλα ανεγείρονται νέοι. Τότε οικοδομήθηκε ο μικρός ναός της Μεταμόρφωσης στο βόρειο πρανές της Ακρόπολης, ο ναός του Προφήτη Ηλία στη Ρωμαϊκή Αγορά που δεν έχει διασωθεί και ο ναός του Αγίου Φράγκου στον Ιλισό, κοντά στο Στάδιο, γνωστός από κείμενα περιηγητών. Την ίδια εποχή φαίνεται ότι προστέθηκαν στους αθηναϊκούς ναούς και τα καμπαναριά. Μετά την πρόσκαιρη βενετική κατοχή (1395-1403) η οικοδομική δραστηριότητα συνεχίζεται στην Αθήνα την εποχή του Αντώνιου του Α' του Acciaiuoli. Ωστόσο, παρά τη δραστηριότητα αυτή, σε όλη τη διάρκεια της λατινικής κυριαρχίας η Αθήνα δεν επεκτείνεται ουσιαστικά έξω από το υστερορρωμαϊκό τείχος και το Ριζόκαστρο, παραμένοντας μια μικρή πόλη με συνολική έκταση 400.000 τετραγωνικά μέτρα και περίμετρο τειχών μόλις 2.170 μέτρα.
Βέβαια, τη μικρή αυτή πόλη εξακολουθούσε να την περιβάλλει η αίγλη του ένδοξου παρελθόντος, που αδιάψευστοι μάρτυρες του ήταν τα επιβλητικά ερείπια των αρχαίων μνημείων, οι εγκατεσπαρμένοι μαρμάρινοι δόμοι, οι απειράριθμες επιγραφές και κοντά σε όλα αυτά τα σεμνά μνημεία των παλαιοχριστιανικών χρόνων και οι ναοί των προσφάτων βυζαντινών αιώνων, που επιβεβαίωναν την αδιάλειπτη πολιτισμική συνέχεια της Αθήνας.
Άποψη της πόλης της Αθήνας, χαλκογραφία από το έργο του Vincenzo Maria Coronelli, Memorie istoriografiche de’ regni della Morea, Negreponte e littoral fin’ a Salonichi… Βενετία 1686. Αποτελεί αναπαραγωγή του χαρακτικού του J. Spon με ζωγραφικότερη απόδοση, χωρίς τοπωνυμικό υλικό.
Στάικος – Βιγγοπούλου, Η Ανάδυση..., σελ. 5, αρ. 4
Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο το γεγονός ότι ο σπουδαίος Άραβας πολεμιστής, ιστοριογράφος και γεωγράφος Abulfeda, στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα αναφέρεται με θαυμασμό στην Αθήνα βεβαιώνοντας ότι υπήρξε η κοιτίδα της ελληνικής φιλοσοφίας και ο τόπος όπου διατηρούνται οι επιστήμες και οι φιλοσοφικές διδασκαλίες των Ελλήνων. Την ίδια περίπου εποχή, ο Γερμανός κληρικός Λουδόλφος από το Sudheim της Βεστφαλίας, προσκυνητής στους Άγιους Τόπους (1336-1341), πέρασε από την Πελοπόννησο και κατέγραψε τις πληροφορίες που πήρε για την Αθήνα , που ωστόσο δεν επισκέφτηκε. «Η πόλη αυτή», σημειώνει, «άλλοτε ήταν επιφανέστατη, αλλά τώρα είναι σχεδόν έρημη» (Haec civitas quondam fuit nobilissima, sed nunc est quasi deserta). Και εξηγεί ότι η ερήμωση της πόλης οφειλόταν στο γεγονός ότι οι αθηναϊκές αρχαιότητες είχαν μεταφερθεί ως δομικό υλικό στη Γένουα, όπου χρησιμοποιήθηκαν στην οικοδόμηση και στον καλλωπισμό της πόλης εκείνης, «όπου δεν υπάρχει μαρμάρινη κολώνα ή όμορφο λίθινο γλυπτό παρά μονάχα ότι έχει μεταφερθεί εκεί από την Αθήνα». Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει, η Γένουα χτίστηκε ολοκληρωτικά από αθηναϊκό υλικό, όπως ακριβώς και η Βενετία είχε χτιστεί με τις πέτρες της Τροίας. Φυσικά, πρόκειται για υπερβολή που οφείλεται σε πλανημένα και αφελή ακούσματα, όπου παρ' όλα αυτά, διαφαίνονται δύο σημαντικά πραγματικά στοιχεία: η τάση των Δυτικών για απόσπαση από τον ελληνικό χώρο και νεοπλουτική ιδιοποίηση των έργων της αρχαιότητας – τάση που από τη ρωμαϊκή εποχή μέχρι τα νεότερα χρόνια είχε οδυνηρές επιπτώσεις για την Ελλάδα – και η μυθοπλασία ευγενούς πολιτισμικού παρελθόντος των νέων ισχυρών ιταλικών πολιτειών, της Γένουας και της Βενετίας, που επιδίωκαν να ανταγωνιστούν και να υπερκεράσουν σε αίγλη την κραταιά Ρώμη, ενώ παράλληλα διεκδικούσαν την υπεροχή και την ηγεμονία στον χώρο της Ελληνικής Ανατολής γι' αυτό και προβάλλονταν ως διάδοχοι των ενδοξότερων πόλεων της αρχαιότητας.
Στα τέλη του 14ου αιώνα επισκέφτηκε την Αθήνα ο Ιταλός νοτάριος από την Κάπουα Niccolo da Martoni, που ταξίδευε επιστρέφοντας στην Ιταλία από ένα προσκύνημα στην Ανατολή. Έφτασε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 1395 και στις δύο ημέρες που έμεινε εδώ φρόντισε να γνωρίσει την πόλη και να ξεναγηθεί στα μνημεία της. Η καταγραφή της εμπειρίας του αποτελεί σημαντική μαρτυρία για την κατάσταση του αθηναϊκού χώρου εκείνη την εποχή. Η πόλη, όπως αναφέρει ο da Martoni, βρίσκεται ανάμεσα σε δύο βουνά και περιβάλλεται από μια όμορφη πεδιάδα, όπου υπάρχουν «πολλοί και ωραίοι ελαιώνες» (plura et pluchra oliveta). Ο da Martoni επισημαίνει το πλήθος των ερειπίων, τονίζει το μέγεθος και την έκταση που είχε άλλοτε η πόλη και υπογραμμίζει το γεγονός ότι μετά την τελευταία καταστροφή της είχε πλέον περιοριστεί σ' ένα μικρό οικισμό κοντά στην Ακρόπολη.
Ο ναός των Ταξιαρχών της Αγοράς σε επιχρωματισμένη χαλκογραφία του William Cole (1833) για το Select views of the remains of ancient monuments in Greece, που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1835 (Μουσείο Μπενάκη).
Βυζαντινή Αθήνα, σελ. 113, εικ. 21
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου, η πόλη είχε τότε περίπου χίλια νοικοκυριά. Η Αθήνα δεν διέθετε πανδοχείο ή άλλο κατάλυμα για ξένους και ο da Martoni φιλοξενήθηκε στο σπίτι του βικάριου του Λατίνου αρχιεπισκόπου. Ο Ιταλός επισκέπτης κατά τη σύντομη παραμονή του στην πόλη εκδήλωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις αθηναϊκές αρχαιότητες. Με τη συνοδεία, λοιπόν, αθηναίων ξεναγών επισκέφτηκε το αδριάνειο υδραγωγείο στους πρόποδες του Λυκαβηττού και την εκεί δήθεν Σχολή του Αριστοτέλη, από εκεί κατεβαίνει στις όχθες του Ιλισού, όπου επισκέπτεται το Ολυμπιείο που το θεωρεί ως ανάκτορο του Αδριανού, περιγράφει την κομψή Πύλη του Αδριανού, τα ερείπια του Σταδίου και την εκεί ρωμαϊκή γέφυρα του Ιλισού και τέλος καταλήγει στην Ακρόπολη. Εκεί θαυμάζει ο ξένος επισκέπτης το δουκικό ανάκτορο των Προπυλαίων, ενώ μένει έκθαμβος όταν επισκέπτεται τον Παρθενώνα, τη μεγάλη εκκλησία της Παναγίας, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, περιγράφει με λεπτομέρεια το μεγαλειώδες κτήριο και καταγράφει τις παραδόσεις που σχετίζονται με αυτό.
Στο δεύτερο τέταρτο του 15ου αιώνα επισκέφτηκε δύο φορές την Αθήνα, το 1436 και το 1444, ο Ιταλός αρχαιοδίφης Κυριακός de Pizzicoli από την Αγκώνα. Ο Κυριακός παρατηρεί με περισσότερη εμβρίθεια τον αθηναϊκό χώρο, περιγράφει τις αρχαιότητες, σχεδιάζει, αντιγράφει επιγραφές. Στο πρώτο ταξίδι του επισκέπτεται και αυτός το αδριάνειο υδραγωγείο και σημειώνει ότι οι Αθηναίοι το θεωρούσαν ως Σχολή του Αριστοτέλη (φαίνεται πως ακριβώς γι' αυτό τον λόγο ήταν από τα περισσότερο αξιοθέατα μνημεία της τότε Αθήνας). Θεωρεί, ωστόσο, και αυτός το Ολυμπιείο ως ανάκτορο του Αδριανού, μνημονεύει τα χορηγικά μνημεία του Λυσικράτη και του Θρασύλλου και περιγράφει το μνημείο του Φιλοπάππου. Κάνει λόγο, επίσης, για τα «νέα τείχη» της Αθήνας (nova moenia) που, όπως αναφέρει, είχαν χτιστεί από τους Φλωρεντινούς ή τους Καταλανούς και όπου είχαν ενσωματωθεί πολλές αρχαίες επιγραφές. Είναι προφανές ότι ο Κυριακός αναφέρεται στο υστερορρωμαϊκό τείχος της Αθήνας που είχε επισκευαστεί στα χρόνια της ξένης κυριαρχίας. Έξω από αυτό το τείχος, ο Κυριακός επισκέφτηκε το «Θησείο», που το αναφέρει ως ναό του Άρη. Στο δεύτερο ταξίδι του στην Αθήνα, οκτώ χρόνια αργότερα, ο Κυριακός περιγράφει το Ωρολόγιο του Κυρρήστου «τον μαρμάρινο οκταγωνικό ναό του Αιόλου» και ανεβαίνει στην Ακρόπολη, όπου περιγράφει τα υπέροχα Προπύλαια και θαυμάζει τον Παρθενώνα «εκείνο τον έξοχο και θαυμάσιο ναό» (eximium illud et mirable templum). Όπως έχει παρατηρηθεί, είναι αξιοσημείωτο, ότι ο Κυριακός είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί και πάλι στα νεότερα χρόνια τον όρο Acropolis αντί του συνηθισμένου από τη μεσαιωνική εποχή όρου «Κάστρο» (Castrum).
Ο πύργος των Ανέμων (Ωρολόγιο του Ανδρόνικου Κυρρήστου) στη Ρωμαϊκή Aγορά σε επιχρωματισμένη λιθογραφία του Theodore du Moncel από το Vues pittoresques des monuments d’Athènes, Παρίσι 1845 (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
Βυζαντινή Αθήνα, σελ. 37, εικ. 6
Ένας άγνωστος Έλληνας συγγραφέας συνέταξε λίγο μετά τα μέσα του 15ου αιώνα σύντομο οδηγό στις αθηναϊκές αρχαιότητες με τίτλο Τα θέατρα και τα διδασκαλεία των Αθηνών. Στο κείμενο αυτό, γνωστό ως Ανώνυμος της Βιέννης, συνυπάρχουν πραγματικά στοιχεία του αθηναϊκού χώρου, παραδόσεις και μυθεύματα. Βέβαια, ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να περιγράψει τη σύγχρονή του Αθήνα, αλλά να ταυτίσει με συγκεκριμένες θέσεις και μνημεία τις υπαρκτές ή φανταστικές σχολές των μεγάλων φιλοσόφων και δραματουργών της αρχαιότητας, περιγράφοντας έμμεσα τον χώρο και μεταφέροντας αντιλήψεις της εποχής. Στα περίχωρα, λοιπόν, της τότε Αθήνας τοποθετεί ορισμένες από τις μεγάλες σχολές : την Ακαδημία στην τοποθεσία Βασιλικά, στα νότια της πόλης, το διδασκαλείο του Πλάτωνος στο Παραδείσιον, που κατά μία άποψη ταυτίζεται με τα Πατήσια, την Ελαιατική σχολή στους Αμπελοκήπους, όπου υπήρχε ο αρχαίος δήμος Αλωπεκής, ονομασία που παρεφθαρμένη ανιχνεύεται στο νεότερο τοπωνύμιο και τέλος τις σχολές του Πολυζήλου και του Διόδωρου στον Υμηττό. Μέσα στην Αθήνα τοποθετεί τη σχολή του Σωκράτη στο Ωρολόγιο του Κυρρήστου και θεωρεί ότι δυτικά σε αυτό ίστανται τα παλάτια του Θεμιστοκλέους, προσδιορίζοντας με αυτό τον χαρακτηρισμό τα ερείπια της Ρωμαϊκής Αγοράς. Αναφέρεται, επίσης, στην περιοχή της αρχαίας Αγοράς και στην περιοχή που εκτείνεται στο νότιο πρανές της Ακρόπολης, όπου στα ερείπια του Ωδείου του Ηρώδη του Αττικού αναγνωρίζει το παλάτι του Μιλτιάδη, ενώ τη Στοά του Ευμενή τη θεωρεί ως διδασκαλείον λεγόμενον του Αριστοτέλους. Στην περιοχή που εκτείνεται ανατολικά της Ακρόπολης ανάμεσα σε άλλα αξιοθέατα ίσταται ο Λύχνος του Δημοσθένους, όπως λεγόταν τότε το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη, γνωστό στα νεότερα χρόνια ως «Φανάρι του Διογένη» . Μνημονεύει την Πύλη του Αδριανού , το Ολυμπιείο, που και αυτός θεωρεί ότι ήταν οίκος βασιλικός, την «Εννεάκρουνο» – όπως την ονομάζει – Καλλιρρόη πηγή, τον ναό της Δήμητρας και της Κόρης που τον θεωρεί ως ναό της Ήρας που «μετεποιήθη εις ναόν της υπεραγίας Θεοτόκου υπό των ευσεβών» (η γνωστή «Παναγία στην Πέτρα»). Περιγράφει ακόμη το Στάδιο , το υδραγωγείο του Αδριανού και τέλος αναφέρεται στην Ακρόπολη . Εκεί αντικρίζει τον ναό της Απτέρου Νίκης, που τον θεωρεί ως ένα μικρόν διδασκαλείον για μουσικούς όπερ Πυθαγόρας ο Σάμιος συνεστήσατο και περιγράφει το περικαλλές δουκικό ανάκτορο των Προπυλαίων (παλάτιον μέγιστον), όπου υπήρχε η Καγκελλαρία, στον χώρο της αρχαίας Πινακοθήκης, η στοά όπου δίδασκαν οι Στωικοί και απέναντι σε αυτή το διδασκαλείο των Επικούρειων. Τέλος, περιγράφεται ο Παρθενώνας , ο ναός της θεομήτορος ον ωκοδόμησαν Απολώς και Ευλόγιος επ' όνόματι αγνώστω θεώ.
Αγορά της Αθήνας, με την Ακρόπολη στο βάθος και δύο μιναρέδες. Έγχρωμο χαρακτικό του Sasso, από τον τρίτο τόμο του βιβλίου Giulio Ferrario, Il costume antico e moderno, Φλωρεντία 1827.
Βενετία, Biblioteca Querini Stampalia, I. d. 2056 και Συλλογή οικογένειας Ν. Μοσχονά
Το 1456, τα στίφη του Οθωμανού διοικητή της Θεσσαλίας Ομάρ, που με εντολή του Μωάμεθ του Β’ του Πορθητή είχαν εκστρατεύσει κατά της Αθήνας, κυρίευσαν την πόλη και την Ακρόπολη, κατέλυσαν το δουκάτο της Αθήνας και επέβαλαν την οθωμανική κυριαρχία. Δύο χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του 1458, επισκέφτηκε την Αθήνα ο ίδιος ο Μωάμεθ. Περιηγήθηκε τα μνημεία της πόλης και επιθεώρησε τα λιμάνια της περιοχής. Ενθουσιασμένος από το θέαμα της Ακρόπολης και των άλλων μνημείων εκδήλωσε την ικανοποίησή του για την απόκτηση της Αθήνας και εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τον Ομάρ. Η οθωμανική κατάκτηση συντελέστηκε χωρίς να προξενηθούν καταστροφές στην πόλη. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα, το 1464, η Αθήνα δέχτηκε την επιδρομή των Βενετών που πολιόρκησαν χωρίς επιτυχία την Ακρόπολη και επιδόθηκαν στη λεηλασία και την καταστροφή της κάτω πόλης.
Έπειτα από λίγα χρόνια, γύρω στο 1470, επισκέφτηκε την Αθήνα ένας άγνωστος Βενετός που συνέταξε μια αξιοσημείωτη περιγραφή του αθηναϊκού χώρου. Αναφέρεται στη θέση της πόλης, περιγράφει το «Κάστρο» – την Ακρόπολη – που το χαρακτηρίζει «πολύ ωραίο», εντυπωσιάζεται από τον Παρθενώνα (τον θεωρεί βέβαια ως αρχαίο ρωμαϊκό ναό) και θαυμάζει τα ανάκτορα των Προπυλαίων. Η τειχισμένη πόλη απλώνεται βόρεια του Κάστρου. Πολυάριθμα λείψανα αρχαίων κτηρίων υπάρχουν μέσα στον περιτειχισμένο χώρο και έξω από αυτόν. Τα αρχαία τείχη είναι ερειπωμένα αλλά πολύ εντυπωσιακά. Ο Βενετός επισκέπτης περιγράφει το Ολυμπιείο, χαρακτηρίζει την Πύλη του Αδριανού ως «ωραία θριαμβική αψίδα» (un bel arco triuphale) και αντιγράφει τις δύο επιγραφές της. Επισκέπτεται το αδριάνειο υδραγωγείο στους πρόποδες του Λυκαβηττού, που οι Αθηναίοι το θεωρούσαν, όπως λέει, ως Σχολή του Αριστοτέλη, αναφέρει περιγραφικά το μνημείο του Λυσικράτη ως ένα ωραιότατο μαρμάρινο κτίσμα που μοιάζει με φανάρι, και βρίσκεται όχι μακριά από τα τείχη της κατοικημένης περιοχής, αναφέρει τα χορηγικά μνημεία του Θρασύλλου και του Θρασικλή, περιγράφει με κάθε δυνατή λεπτομέρεια το μνημείο του Φιλοπάππου, που το θεωρεί ως μνημείο του Αδριανού, όπως συνέβαινε ως τον 17ο αιώνα. Στη συνέχεια περιγράφει το Θησείο, την είσοδο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού που χρησίμευε ως πύλη της Αθήνας από τον βορρά, το Ωρολόγιο του Κυρρήστου που είχε μετασκευαστεί σε χριστιανικό ναό – «πολύ αξιόλογο έργο», όπως επιλέγει – σημειώνει μαζί με άλλα ερείπια το (δυτικό) πρόπυλο της Ρωμαϊκής Αγοράς και, τέλος, επισκέπτεται το λιμάνι του Πειραιά, όπου είδε το μαρμάρινο, επώνυμο του τόπου λιοντάρι.
Είναι φανερό ότι, παρά τις επιμέρους διαφορές που οφείλονται στη νοοτροπία, την παιδεία, τα ενδιαφέροντα και την πληροφόρηση κάθε συγγραφέα, όλα τα κείμενα παρουσιάζουν ορισμένα κοινά στοιχεία που επιτρέπουν τη συναγωγή συγκεκριμένων συμπερασμάτων. Τα σημαντικότερα είναι ο περιορισμός της Αθήνας μέσα στα όρια του υστερορρωμαϊκού τείχους και του Ριζόκαστρου, η καταστροφή του αρχαίου τείχους, η διάσωση ορισμένων αρχαίων οικοδομημάτων και μνημείων της Ακρόπολης και ορισμένων από τα μνημεία της κάτω πόλης για νέες χρήσεις, η διατήρηση στη μνήμη των συγχρόνων του πραγματικού προορισμού του μνημείου ή αντίθετα η αλλοίωση της ιστορίας του από την προφορική παράδοση, η επικέντρωση του ενδιαφέροντος στην αρχαιότητα και η παντελής έλλειψη ειδήσεων για τη μορφολογία και την ποιότητα του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος και των σημαντικών μεσαιωνικών μνημείων της πόλης ή, στην καλύτερη περίπτωση, κάποια πενιχρή πληροφορία ή έμμεση αναφορά.
Στα περίχωρα της πόλης υπήρχαν επίσης θαυμάσια μεσαιωνικά μνημεία, όπως οι μονές της Καισαριανής, του Αστεριού και του Αγίου Ιωάννη του Κυνηγού στον Υμηττό, η Όμορφη Εκκλησιά στις υπώρειες του Αγχεσμού (στο σημερινό Γαλάτσι), η εξαίσια μονή του Δαφνίου, όπου είχαν εγκατασταθεί Δυτικοί μοναχοί του τάγματος των Κιστερκιανών και χρησίμευσε ως μαυσωλείο των Φράγκων δουκών της Αθήνας και τέλος η Μονή των Κλειστών στις υπώρειες της Πάρνηθας. Όλα αυτά τα μοναστήρια και οι αντίστοιχοι ναοί χτίστηκαν κατά την περίοδο από τα μέσα του 10ου μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα και αποτελούν θαυμαστά μνημεία της βυζαντινής αρχιτεκτονικής.
Τοπογραφικό της Ακρόπολης και σχηματική απεικόνιση της Αθήνας και του Πειραιά. Σημειώνονται οι δρόμοι που οδηγούν στην εξοχή, το Στάδιο με τη γέφυρα του Ιλισσού, το Ολυμπιείο (ως «Στύλοι του Αδριανού»), οι εκκλησίες των Αγίων Θεοδώρων, της Αγίας Σκέπης, της Παναγίας του Λυκοδήμου, αλλά και του Αγ. Κοσμά (όπου η σημερινή ομώνυμη περιοχή), του Αγ. Νικολάου κοντά στον όρμο του Φαλήρου και το λιμάνι του Πειραιά (Porto Leone). Την πόλη περιβάλλουν οι ποταμοί Ιλισός και Κηφισός.
Οξυγραφία από το έργο του George Wheler Voyage de Dalmatie, de Grece, et du Levant, 2vol., Amsterdam 1689, άγγλου που περιηγήθηκε μαζί με τον J. Spon την Ελλάδα.
Στάικος – Βιγγοπούλου, Η Ανάδυση..., σελ. 7, αρ. 6
Στη διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων, η φυσιογνωμία του τοπίου στα περίχωρα της Αθήνας δέχτηκε ορισμένες μεταβολές που οφείλονται στον ανθρώπινο παράγοντα. Οι αθηναϊκοί ελαιώνες, οι αμπελώνες, οι κήποι, τα άλση και οι πευκώνες συχνά καταστρέφονται κατά τις επιδρομές των ποικιλώνυμων εισβολέων που άφηναν μετά την αποχώρηση τους καμένη γη και ερείπια. Η ανασυγκρότηση του χώρου μετά την καταστροφή ακολουθούσε άλλους ρυθμούς που επέβαλλαν οι νέες συνθήκες και οι ανάγκες του πληθυσμού. Εξάλλου, η δημογραφική κάμψη, αναπόφευκτη συνέπεια των επιδρομών, αποτελούσε αρνητικό παράγοντα στην προσπάθεια της ανασυγκρότησης. Από τα ρημαγμένα εργατών παλιότερων εποχών ελάχιστα αναβίωναν. Τα περισσότερα, ιδιαίτερα όσα δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των καιρών, έμεναν οριστικά ως ερείπια, σιωπηλοί μάρτυρες της ιστορίας του τόπου και της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ωστόσο, σε μερικές περιπτώσεις, στη θέση των παλιών ή σε άλλες θέσεις κατασκευάστηκαν νέα έργα που έδωσαν καινούριο μορφολογικό στίγμα στην περιοχή.
Οι ανάγκες της επικοινωνίας των Αθηναίων με τα περίχωρα της Αθήνας και με την υπόλοιπη χώρα δεν παρουσιάζουν ουσιαστική διαφοροποίηση κατά τη μεσαιωνική περίοδο και εξακολουθούν να εξυπηρετούνται με το αρχαίο οδικό δίκτυο Σούνιο , Χαλκίδα, Θήβα κ.α. Στο κάτω μέρος διέρχεται ο ποταμός Ιλισός.
Χαλκογραφία από το έργο του «επιστημονικού» περιηγητή Jacob Spon, Voyage d’ Italie, de Dalmatie, de Grece, et du Levant, fait aux annees 1675 et 1676, 2 τόμοι, Λυών 1678.
K. Σπ. Στάικος – Ιόλη Βιγγοπούλου, Η Ανάδυση και η Ανάδειξη Κέντρων του Ελληνισμού στα Ταξίδια των Περιηγητών (15oς – 20ός αιώνας, σελ. 2, αρ. 3)]. Οι δρόμοι της μικρής μεσαιωνικής Αθήνας διέρχονταν από τις πύλες του υστερορρωμαϊκού τείχους, όπου συντάσσονταν με το οδικό δίκτυο του ερειπωμένου αστικού χώρου της αρχαίας Αθήνας, που κατέληγε στις πύλες του εξωτερικού αρχαίου τείχους. Από εκεί ξεκινούσαν ακτινωτά οι δρόμοι που οδηγούσαν έξω από την πόλη. Δυτικά, ο δρόμος που άλλοτε περνούσε από τις «Πειραϊκές Πύλες» του αρχαίου τείχους οδηγούσε στο επίνειο της Αθήνας, τον Πειραιά (το Πόρτο Λεόνε, όπως λεγόταν τότε από τους ξένους για το μαρμάρινο λιοντάρι που υπήρχε εκεί) ακολουθώντας την κατεύθυνση της σημερινής Οδού Πειραιώς. Βορειότερα, από την «Ιερά Πύλη» διερχόταν η «Ιερά Οδός» που οδηγούσε στην Ελευσίνα και στην Πελοπόννησο έχοντας την ίδια κατεύθυνση με τον σημερινό ομώνυμο δρόμο. Από το Δίπυλον άλλος δρόμος οδηγούσε προς την Ακαδημία.
Στο βόρειο τμήμα του τείχους, κατά τη διασταύρωση των σημερινών οδών Αιόλου και Σοφοκλέους υπήρχαν οι «Αχαρνικές Πύλες», απ' όπου περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στις Αχαρνές ακολουθώντας την κατεύθυνση των σημερινών οδών Αιόλου και Πατησίων. Το ανατολικό τμήμα της πόλης διέσχιζε δρόμος που είχε την κατεύθυνση της σημερινής οδού Απόλλωνος, περνούσε από τις «Διοχάρους Πύλες» του αρχαίου τείχους, ακολουθούσε το όριο του Εθνικού Κήπου και έχοντας την κατεύθυνση των οδών Μουρούζη και Βασιλίσσης Σοφίας οδηγούσε προς τα Μεσόγεια και την Κηφισιά. Ένας άλλος δρόμος ξεκινούσε από την ανατολική πύλη του υστερορρωμαϊκού τείχους και ακολουθώντας την κατεύθυνση των σημερινών οδών Φλέσσα, Νικόδημου και Σουρή, πίσω από τη Σωτήρα του Λυκοδήμου, περνούσε ανάμεσα από τον Εθνικό Κήπο και το Ζάππειο, διερχόταν από την εκεί πύλη του τείχους της «Αδριανού Πόλεως» και κατέληγε στη γέφυρα του Ιλισού στην είσοδο του Σταδίου.
Τοπογραφικός χάρτης της πόλης και της Ακρόπολης της Αθήνας, με σημειωμένα τα μνημεία, τον λόφο του Αγ. Γεωργίου (Λυκαβηττός) και τον ναό του Αγ. Διονυσίου του Αεροπαγίτη, τον Ιλισό και χαραγμένες οδούς προς άλλες πόλεις και τοποθεσίες (Χαλκίδα, Καβο-Κολώνα Σούνιο, Πειραιά κ.λπ.), τη Σχολή του Αριστοτέλη Υδραγωγείο Αδριανού κλπ. Χαρακτικό του Vincenzo Maria Coronelli, Βενετία 1688. Βενετία, Biblioteca del Civico Museo Correr M 4990
Τοπογραφικός χάρτης της πόλης και της Ακρόπολης της Αθήνας, με σημειωμένα τα μνημεία, τον λόφο του Αγ. Γεωργίου (Λυκαβηττός) και τον ναό του Αγ. Διονυσίου του Αεροπαγίτη, τον Ιλισό και χαραγμένες οδούς προς άλλες πόλεις και τοποθεσίες (Χαλκίδα, Καβο-Κολώνα Σούνιο, Πειραιά κ.λπ.), τη Σχολή του Αριστοτέλη Υδραγωγείο Αδριανού κλπ. σε πλαίσιο πλούσια διακοσμημένο. Χαρακτικό του Vincenzo Maria Coronelli, Βενετία 1688. Βενετία, Biblioteca del Civico Museo Correr M 4990
Εξάλλου, ένας εγκάρσιος δρόμος διέσχιζε τον χώρο της αρχαίας πόλης από βορρά προς νότο συνδέοντας τις «Αχαρνικές Πύλες» με τις «Διόμειες Πύλες» στην περιοχή του Ολυμπιείου, απ' όπου οδηγούσε στο Κυνόσαργες. Η πορεία του δρόμου αυτού ανιχνεύεται σήμερα στη συνέχεια των οδών Αγίου Μάρκου, Ευαγγελιστρίας, Αγίας Φιλοθέης, Αδριανού, Φρυνίχου, Αθανασίου Διάκου και Αναπαύσεως. Νοτιότερα, από την «Πύλη του Ραγκαβά» του υστερορρωμαϊκού τείχους, υπήρχε ο δρόμος που, ακολουθώντας την κατεύθυνση των σημερινών οδών Τριπόδων, Σέλλεϋ, Βύρωνος και Μακρυγιάννη, διερχόταν από τις «Ιτωνίες Πύλες» του αρχαίου τείχους και ακολουθώντας την άλλοτε οδό Φαλήρου (την σημερινή λεωφόρο Συγγρού) έφθανε στο Φάληρο. Τη χάραξη αρχαίου δρόμου που προεκτεινόταν ως το Δίπυλον ακολουθούν οι σημερινές οδοί Χατζηχρήστου, Ροβέρτου Γκάλλι και Αποστόλου Παύλου. Επίσης, τη χάραξη αρχαίων δρόμων ακολουθούν οι σημερινές οδοί Αδριανού και Πανδρόσου, ενώ η οδός Αγίου Φιλίππου, τμήμα της οδού Καραϊσκάκη και η οδός Παλλάδος ακολουθούν τη χάραξη αρχαίου δρόμου που οδηγούσε από την Αγορά στις «Αχαρνικές Πύλες» και που αποτελούσε την κύρια αρτηρία τροφοδοσίας της αγοράς με τα αγροτικά προϊόντα.
Η Καπνικαρέα Λιθογραφία επιζωγραφισμένη του Théodore du Moncel, Vues pittoresques, 1843 (Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών).
Βυζαντινή Αθήνα, σελ. 107, εικ. 15
Η σύγχρονη Αθήνα δεν διευκολύνει τον σημερινό της κάτοικο να προσεγγίσει τη δομή και τη μορφολογία που είχε η πόλη στη μεσαιωνική περίοδο. Ο σύγχρονος Αθηναίος, που κινείται μέσα σε μια ασθμαίνουσα ατμόσφαιρα, δύσκολα μπορεί να διανοηθεί ότι η άσφαλτος έχει καλύψει τα ίχνη αρχαίων βημάτων που, μολονότι λιγότερο βιαστικά, είχαν την ίδια κατεύθυνση με τα δικά του. Και είναι κρίμα που ο Δήμος της Αθήνας δεν έχει τοποθετήσει αναμνηστικές στήλες με επιγραφές, που να επισημαίνουν τους αρχαίους δρόμους και τις πύλες των τειχών της πόλης. Από τους 140 ναούς που έχουν καταγραφεί και που υπήρχαν στην Αθήνα στα μεσαιωνικά και στα μεταμεσαιωνικά χρόνια έχουν απομείνει ελάχιστοι σήμερα. Πολλοί κατεδαφίστηκαν τον 19ο αιώνα, κατά την εφαρμογή του νέου πολεοδομικού σχεδίου της πόλης (οι Βυζαντινοί είχαν την παραξενιά να χτίζουν τις εκκλησιές σε εκείνα τα σημεία απ' όπου θα περνούσαν αργότερα οι δρόμοι της νεότερης Αθήνας!). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οδός Ερμού, όπου κατεδαφίστηκε η Παναγία η Ροδακιώτισσα, που υπήρχε στη διασταύρωση με την οδό Βουλής, ενώ η Καπνικαρέα διασώθηκε χάρη στην επέμβαση του ελληνολάτρη βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου, πατέρα του Όθωνα.
Ωστόσο, τη μεγάλη καταστροφή την προκάλεσε ο κλασικισμός του 19ου και του 20ου αιώνα, που επέβαλε την κατεδάφιση ναών και άλλων κτισμάτων προκειμένου να πραγματοποιηθούν αρχαιολογικές ανασκαφές. Η χαριστική βολή δόθηκε στην εποχή μας. Μαζί με τη συνοικία του 19ου αιώνα που εκτεινόταν στον χώρο της αρχαίας Αγοράς κατεδαφίστηκαν αξιόλογοι ναοί, όπως η Υπαπαντή, ο Χριστός της οδού Μητρώου, η Παναγία η Βλασσαρού και άλλοι.
Η αρχαία Αγορά της Αθήνας συνεχίζει και στο τέλος του 19ου αι. την ίδια λειτουργία, όπως την είδε και την ζωγράφισε ο John Fulleylove. Στο έργο Greece painted by John Fulleylove… described by … J. A. McClymont (Λονδίνο 1924).
Στάικος – Βιγγοπούλου, Η Ανάδυση..., σελ. 28, αρ. 25
Το πρόβλημα παρουσιάζεται οξύτερο στις περιπτώσεις που ανασκαφείς ξένοι προς τις παραδόσεις και τα βιώματα του ελληνικού λαού αποφάσιζαν για την τύχη ελληνικών μνημείων. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της Υπαπαντής, που κατά τον βυζαντινολόγο Γεώργιο Σωτηρίου ήταν κτίσμα του 9ου αιώνα. Οι ανασκαφείς δεν δίστασαν να προβούν στην κατεδάφιση του ναού το 1938 θεωρώντας τον ως νεότερο κτίσμα. Από τη μελέτη της στρωματογραφίας συμπέραναν τότε ότι ο ναός δεν ήταν τόσο παλιός, αλλά είχε οικοδομηθεί τον 17ο αιώνα. Όμως, ακόμη και αν είναι σωστές οι εκτιμήσεις αυτές, ο ναός κατεδαφίστηκε παρόλο που υπήρχε διατυπωμένη άποψη για την παλαιότητά του. Από την άλλη μεριά δεν θα έπρεπε να αμφισβητείται το δικαίωμα καταστροφής ενός μνημείου έστω και του 17ου αιώνα; Αλλά και όταν δεν κατεδαφίζεται, αλλά απλώς αναστηλώνεται ένας βυζαντινός ναός, συχνά παρατηρείται αδιαφορία για την ουσία του κτηρίου, που είναι η χρήση του ως χώρου ζωντανής λατρείας και μετατρέπεται σε ένα άψυχο, νεκρό μνημείο. Τέτοια ήταν η τύχη του θαυμάσιου ναού των Αγίων Αποστόλων του Σολάκη στην περιοχή της αρχαίας Αγοράς.
Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο, η Αθήνα είναι μια μικρή επαρχιακή πόλη που η ζωή της ακολουθεί τους ρυθμούς της εποχής. Ο αστικός ιστός της Αθήνας άλλοτε συμπτύσσεται και άλλοτε αναπτύσσεται ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν σε κάθε εποχή. Ωστόσο, εξακολουθεί να φέρει τη λαμπρή περιβολή της αρχαιότητας και να στέφεται με το έξοχο στέμμα της Ακρόπολης, «το πιο ακριβό στολίδι που υπάρχει στον κόσμο», όπως τη χαρακτήρισε ο ποιητής βασιλιάς της Αραγώνας και δούκας της Αθήνας Πέτρος ο Δ’ το 1380. Υπέροχα αρχαία κτήρια που σώζονται ακέραια, διασκευασμένα για νέες χρήσεις συντροφεύονται από κομψούς βυζαντινούς ναούς μέσα σε μια υποβλητική ατμόσφαιρα που δημιουργεί το πλήθος των ερειπωμένων αρχαίων μνημείων. Το μεγαλείο της Αθήνας προκαλούσε αστείρευτο θαυμασμό στους ξένους που την επισκέπτονταν, θαυμασμό και περηφάνια σε εκείνους που την κατέκτησαν. Το 1423, ο Niccolò Machiavelli, πρόγονος του μεγάλου Φλωρεντινού συνωνύμου του, έγραφε στον θείο του Nerio Acciaiuoli που βρισκόταν στην Λευκάδα: «Καλέ μου, δεν είδες ποτέ πιο όμορφο τόπο από τούτον ούτε και ωραιότερο Κάστρο»!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BURNOUF, E., La ville et l'Acropole d'Athènes, Παρίσι 1877.
ΓΡΗΓΟΡΟΒΙΟΥ, Φ. - ΛΑΜΠΡΟΥ, ΣΠ.Π., Ιστορία της πόλεως των Αθηνών κατά τους μέσους αιώνας, τόμοι 2, Αθήνα 1904.
CYRIACI ANCONITANI, Inscriptiones seu epigrammata graeca et latino reperta per Illyricum, Ρώμη 1747.
DE LABORDE, L. Athènes aux XVe, XVIe et XVIIe siècles, Παρίσι 1854.
FRANTZ, ALISON, The Athenian Agora XXIV. Late Antiquity: A.D. 267-700, Princeton, N.J. 1988.
FRANTZ, ALISON, From Paganism to Christianity in the Temples of Athens "Dumbarton Oaks Papers" 19 (1965), σελ. 187-205.
GRAINDOR, P., Athènes sous Hadrien, Le Caire 1934.
JAUBERT, A., Géographie d' Edrisi, Παρίσι 1846.
JUDEICH, W., Topographie von Athen, Μόναχο 1931.
ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ, Δ., Ιστορία των Αθηναίων, τόμοι 3, Αθήνα 1890-1896.
ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ, Δ., Το Ριζόκαστρο, Αθήνα 1920.
ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ, Δ., Αι παλαιαί Αθήναι, Αθήνα 1922.
ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ, Δ., Η άλωσις των Αθηνών υπό των Σαρακηνών, Αθήνα 1935.
ΚΟΥΤΕΛΑΚΗ, ΧΜ., Ανασκευή στα τοπωνυμικά παράδοξα Αττικής, Αθήνα 1994.
ΛΑΜΠΡΟΥ, ΣΠ. Π., Περί Δεξίππου και της υπό των Ερούλων αλώσεως των Αθηνών, Αθήνα 1884.
ΛΑΜΠΡΟΥ, ΣΠ. Π., Αι Αθήναι περί τα τέλη του δωδεκάτου αιώνος, Αθήνα 1878.
LEGRAND, L., Relation du pèlerinage à Jérusalem de Nicolas de Martoni, notaire italien, "Revue de l'Orient Latin" 3 (1895), σελ. 647-653.
LUDOLPHUS DE SUDHEIM, De itinere Terræ Sanctæ, έκδ. G.A. Neumann, "Archives de l'Orient Latin" 2 (1884), σελ. 305-377.
ΜΙΛΛΕΡ, ΟΥ., Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι, μετάφρασις Σπυρ. Π. Λάμπρου μετά προσθηκών και βελτιώσεων, τόμοι 2, Αθήνα 1909-1910.
ΜΙΧΑΗΛ ΑΚΟΜΙΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΧΩΝΙΑΤΟΥ, Τα σωζόμενα, έκδ. Σπ. Π. Λάμπρου, τόμ. Α'. Αθήνα 1879.
ΜΠΙΡΗ, Κ., Αι εκκλησίαι των παλαιών Αθηνών, Αθήνα 1940.
ΜΠΙΡΗ, Κ., Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών, Αθήνα 1971.
ΠΑΠΑΧΑΤΖΗ, Ν. Δ., Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Αττικά, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1992.
PATON, J., Mediaeval and Renaissance Visitors to Greek Lands, Princeton, N. J., 1951.
REINAUD, J. T., Géographie d'Aboulféda, τόμ. II, μέρος 1, Παρίσι 1848.
ΣΥΝΕΣΙΟΥ ΤΟΥ ΚΥΡΗΝΑΙΟΥ, Επιστολαί, έκδ. A Garzya, Synesii Cyrenensis Epistolæ, Ρώμη 1979.
SETTON, K. N., Catalan Domination of Athens, 1311-1388, αναθεωρημένη έκδοση, Λονδίνο, Variorum, 1975.
SETTON, K. N., Athens in the Later Twelfth Century, "Speculum" 19 (1944), σελ. 179-209.
ΤΡΑΥΛΟΥ, Ι. Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών, Αθήνα 1960.
ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ, Μ., Βυζαντινή Αθήνα, Αθήνα (1958).
UDINA I MARTORELL, F., Elogio de la Acropolis de Atenas / Έπαινος της Ακροπόλεως των Αθηνών, Βαρκελώνη 1980.
|